Έξι μήνες μετά την ορκωμοσία του Μπαράκ Ομπάμα και το έως πρότινος αδιανόητο κλίμα έντασης μεταξύ των ΗΠΑ και του Ισραήλ έχει ήδη λάβει διαστάσεις επίσημων αντεγκλήσεων. Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου διακήρυξε ανοικτά ότι το εβραϊκό κράτος δεν δέχεται διαταγές από την Ουάσιγκτον, ενώ λέγεται ότι κατά τη διάρκεια ιδιωτικής του συζήτησης χαρακτήρισε τους δύο ανώτατους συμβούλους του κ. Ομπάμα, Ραμ Εμάνουελ και Ντέιβιντ Αξελροντ, «Εβραίους που μισούν τον εαυτό τους».

Την περασμένη εβδομάδα, ένας μικρός στρατός συνεργατών του Αμερικανού προέδρου βρέθηκε εκτάκτως στην Ιερουσαλήμ προκειμένου να κατευνάσει τους Ισραηλινούς. Η φράση «πρόκειται για μια ανοικτή συζήτηση μεταξύ φίλων» είχε την τιμητική της. Η σθεναρή αντίσταση της ισραηλινής κυβέρνησης θα έχει πιθανότατα ως αποτέλεσμα τη μετατροπή του αιτήματος Ομπάμα για «πλήρες πάγωμα κάθε αναπτυξιακής δραστηριότητας» στους εποικισμούς της Δυτικής Όχθης σε «καβγαδάκι» για 2.500 κατοικίες που τελούν ακόμα υπό κατασκευή.

Εντούτοις, είναι μάλλον ξεκάθαρο ότι ο Λευκός Οίκος είναι αποφασισμένος να συνδυάσει την άσκηση πίεσης για τον τερματισμό της περαιτέρω ανάπτυξης των εποικισμών, με χειρονομίες στην κατεύθυνση της ομαλοποίησης των σχέσεων από πλευράς των αραβικών κρατών με απώτερο σκοπό να δημιουργήσει τις συνθήκες για την επανέξαρξη των διαπραγματεύσεων στα τέλη του έτους. Αν οι διαπραγματεύσεις καταρρεύσουν, όπως έχει συμβεί πολλάκις στο παρελθόν, η αμερικανική κυβέρνηση φέρεται διατεθειμένη να θέσει σε εφαρμογή εναλλακτικό σχέδιο για την ίδρυση προσωρινού χαρακτήρα, ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους μόνο στη Δυτική Όχθη. Στην περίπτωση αυτή, τα καίρια ζητήματα της Ιερουσαλήμ και της επιστροφής των προσφύγων θα μετατεθούν για αργότερα.

ΔΙΑΙΩΝΙΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΜΑΧΗΣ

Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για τακτική που θα οδηγήσει στην ειρήνη, αλλά στη διαιώνιση της διαμάχης. Μπορεί η αλλαγή πλεύσης, σε σύγκριση πάντα με την μονόπλευρη πολιτική της κυβέρνησης Μπους υπέρ του Ισραήλ, να είναι καλοδεχούμενη και φαινομενικά πολλά υποσχόμενη, πλην όμως η προσπάθεια του κ. Ομπάμα να εξισορροπήσει το πάγωμα των παράνομων εποικισμών σε έδαφος που παρανόμως τελεί υπό κατοχή, με διπλωματικές παραχωρήσεις που οι Άραβες έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν προτίθενται να κάνουν πριν από την επίτευξη της ειρηνευτικής συμφωνίας, δεν έχει πολλές ελπίδες επιτυχίας.

Όσον αφορά τον παλαιστινιακό λαό, η μεγαλύτερή του στόχευση δεν είναι τόσο το «πάγωμα» των εβραϊκών εποικισμών όσο η απομάκρυνση των σημείων ελέγχου του ισραηλινού στρατού, η διακοπή των έργων επιμήκυνσης του «τείχους ασφαλείας» και το τέλος του καταστροφικού για τους πολίτες οικονομικού αποκλεισμού της Λωρίδας της Γάζας. Το πλέον σημαντικό, ωστόσο, αφορά την πάγια άρνηση της Ουάσιγκτον να ανοίξει διάλογο με την παράταξη που επικράτησε δίκαια στις προ τριετίας εκλογές στα παλαιστινιακά εδάφη. Ο κ. Ομπάμα αναγνώρισε μεν κατά τη διάρκεια της ομιλίας του προς τον μουσουλμανικό κόσμο τη δυναμική της Χαμάς, αλλά κατέστησε σαφές ότι η ισλαμική οργάνωση θα αποκτήσει ρόλο αν και μόνο αν αποδεχθεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ο Αμερικανός ηγέτης, βέβαια, γνώριζε πολύ καλά ότι πρόκειται για προϋποθέσεις που δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές από την ηγεσία της Χαμάς.

ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΕΚΕΧΕΙΡΙΑΣ

Μετά την αιματηρή επιδρομή των Ισραηλινών στη Λωρίδα της Γάζας, η Χαμάς ανανέωσε την εκεχειρία: Τον περασμένο μήνα μόνο δύο αυτοσχέδιες ρουκέτες εκτοξεύτηκαν εναντίον του Ισραήλ. Επιπλέον, ο πολιτικός αρχηγός της Χαμάς, Χαλέντ Μεσάαλ, επανέλαβε ότι η οργάνωση είναι διατεθειμένη να προσφέρει μια «εκεχειρία απεριόριστης διάρκειας» ως αντάλλαγμα για την οπισθοχώρηση των Ισραηλινών στα σύνορα του 1967 και της αναγνώρισης του δικαιώματος επιστροφής των προσφύγων.

Πρέπει να καταστεί σαφές ότι καμία συμφωνία δεν πρόκειται να πετύχει αν δεν γίνει αποδεκτή από την πλειοψηφία της κοινής γνώμης και των δύο πλευρών, κυρίως, όμως, από εκείνη των Παλαιστινίων, οι οποίοι έχασαν τα πάτρια εδάφη τους, έπεσαν θύματα πολιτικών εθνοκάθαρσης και κυρίως δεν έχουν πλέον τίποτε να χάσουν. Αναγνωρίζοντας αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα, η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων του βρετανικού Κοινοβουλίου συνέστησε στην κυβέρνηση Μπράουν να άρει τον διπλωματικό αποκλεισμό της Χαμάς.

Ωστόσο, οι Αμερικανοί εξακολουθούν να οραματίζονται μια συμφωνία μόνο με τον όχι ιδιαίτερα δημοφιλή πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούντ Αμπάς, η θητεία του οποίου έληξε τον περασμένο Ιανουάριο.

Υποστηρίζοντας το όραμα του κ. Αμπάς για μετατροπή του κινήματος της Φατάχ σε μια κυβέρνηση ενός κράτους που δεν υπάρχει, ΗΠΑ και Ε.Ε. κάθε άλλο παρά συμβάλλουν στην προσπάθεια για τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας στα παλαιστινιακά εδάφη. Ακόμα και αν ο Αμπάς υπέγραφε τη συμφωνία για τη μεταμφίεση μιας κατακερματισμένης Δυτικής Όχθης σε ανεξάρτητο κράτος – κάτι που όπως όλα δείχνουν είναι το μέγιστο που μπορεί να πάρει ο Λευκός Οίκος από την κυβέρνηση Νετανιάχου – δεν θα είναι σε θέση ούτε να το διατηρήσει ούτε να το νομιμοποιήσει. Έως ότου οι Αμερικανοί αντιληφθούν ότι οφείλουν να πιέσουν το Ισραήλ όσο απαιτείται προκειμένου να προκύψει μια πιο δίκαιη πρόταση για τη διευθέτηση του Παλαιστινιακού, η προοπτική ενός ακόμα κύκλου βίας με σοβαρές συνέπειες σε παγκόσμιο επίπεδο θα υπερισχύει.