Οι «νύφες» και τα «παιδιά της Βέρμαχτ» διηγούνται…

Αποδιοπομπαίοι σε Γερμανία και Ελλάδα

Όταν o Χέντρικ έφτασε στην Ελευσίνα, συνάντησε έναν ψαρά που θυμόταν τον αξιωματικό της Βέρμαχτ, της Λουφτβάφε για την ακρίβεια, «έναν καλοπροαίρετο άνθρωπο». «Συμπαθούσαμε τον πατέρα σου, μας έδινε τρόφιμα, τα ανταλλάσσαμε με ψάρια», του είπε. Παρ’ όλα αυτά αρνήθηκε να του δώσει το χέρι. Η εξήγηση για τη στάση του ψαρά, που δίνει ο Χέντρικ, είναι ότι ο αξιωματικός παραπλάνησε το «λουλούδι της Αττικής», δηλαδή τη μητέρα του Όλγα, μια όμορφη και εντυπωσιακή γυναίκα.

Η δεκαεξάχρονη τότε κοπέλα, με τα μεγάλα αμυγδαλωτά μαύρα μάτια, έπλενε στην Kατοχή πιάτα στην κουζίνα ενός καζίνο για Γερμανούς, για να γλιτώσει την οικογένειά της από την πείνα.

Εκεί το 1941, γνώρισε τον Βίλρεμ, έναν ψηλό ξανθό Γερμανό αξιωματικό, που έμελλε να γίνει ο άντρας της ζωής της. Ο νεαρός αξιωματικός έβαλε στοίχημα με έναν συνάδελφο του ότι μ’ ένα φουστάνι και ένα σαπούνι θα κατακτούσε την καρδιά της Ελληνίδας. Την κέρδισε μ’ έναν μάλλον «απατεωνίστικο» τρόπο, αλλά όπως λέει ο γιος της Χέντρικ (καρπός του έρωτά της με τον Βίλρεμ) «άξιζε τον κόπο». Οταν αργότερα περπατούσαν στους δρόμους του Αμβούργου, «τη χάζευαν όλοι για την ομορφιά της».

Η Όλγα ήταν μια από τις «νύφες της Βέρμαχτ», τις Ελληνίδες που απέκτησαν παιδιά με Γερμανούς στρατιώτες της Kατοχής, τα λεγόμενα «παιδιά της Βέρμαχτ» ή τα «μπάσταρδα των Γερμανών», όπως τα αποκαλούσαν εδώ στην Ελλάδα.

Γι’ αυτές τις γυναίκες υπήρχαν δύο επιλογές. Ή έφευγαν, στη Γερμανία για να ζήσουν ως άνθρωποι δεύτερης κατηγορίας, εφόσον δεν ανήκαν στην αρία φυλή ή έμεναν πίσω, και ρίχνονταν από την κοινωνία στην «πυρά». Στη Γερμανία, τους απαγόρευαν, λόγω φυλετικής «κατωτερότητας», ακόμα και να μπουν στα καταφύγια για να προστατευτούν από τους βομβαρδισμούς των συμμάχων, ενώ στην Ελλάδα, ήταν τα «γουρούνια των ναζί», οι «πόρνες-προδότριες», οι «σκύλες του Χίτλερ», καταδικασμένες να μην παντρευτούν και να ζήσουν στο περιθώριο. Τα παιδιά τους, όταν βαφτίζονταν, καταχωρούνταν στα εκκλησιαστικά μητρώα χωρίς επώνυμο, γιατί αυτό θα ήταν του Γερμανού πατέρα τους.

Η… ΑΡΙΑ ΦΥΛΗ

Πίσω στην ιστορία της Όλγας, όταν έγινε γνωστό στη γερμανική διοίκηση ότι η πανέμορφη Ελληνίδα ήταν έγκυος, η Γκεστάπο πίεζε τον Βίλρεμ να κάνει άμβλωση. Οι στρατιώτες της Βέρμαχτ απαγορευόταν να κάνουν παιδιά με γυναίκες που δεν ανήκαν σε συγγενή φύλα, καθώς έπρεπε να αναπαραχθεί η αρία φυλή. Αυτός, όμως, αντιστεκόταν σθεναρά.

Την άνοιξη του 1943, ο Βίλρεμ μετατέθηκε στη Β. Αφρική και έπρεπε να γυρίσει στη Γερμανία πριν φύγει για τον Πόλεμο της Ερήμου.

Αποφάσισε να πάρει μαζί του την Όλγα, αλλά επειδή δεν μπορούσαν να ταξιδέψουν μαζί στο τρένο, την επιβίβασε κρυφά σε έναν άλλο συρμό, σ’ ένα βαγόνι που μετέφερε μουλάρια. Συναντήθηκαν στο Γκρατς της Αυστρίας, όπου στάθμευσαν για κάποιες ώρες τα τρένα και εκεί αποχωρίστηκαν.

Ο άντρας έφυγε για τη Β. Αφρική, και εκείνη συνέχισε για το Αμβούργο, όπου βρισκόταν η μητέρα του. Η Όλγα δεν ήξερε λέξη γερμανικά.

Η πεθερά της, σύμφωνα με τον Χέντρικ, που δεν την ήθελε γιατί δεν ανήκε στην αρία φυλή, την υποτιμούσε και σε κάθε ευκαιρία την εξευτέλιζε. Ήταν η εποχή που οι σύμμαχοι ισοπέδωναν πόλεις της Γερμανίας σε αντίποινα για τους βομβαρδισμούς του Λονδίνου. Τριάντα πέντε χιλιάδες ήταν οι νεκροί μόνο στο Αμβούργο. Η Όλγα, ως αλλοδαπή, δεν επιτρεπόταν να κατέβει στο καταφύγιο, όταν έπεφταν οι βόμβες.

Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, γεννήθηκε ο Χέντρικ. Ανέλαβε να τον μεγαλώσει η πεθερά της Ολγας, με βάση τα εθνικοσοσιαλιστικά ιδεώδη. Η ίδια υποχρεώθηκε, όπως και οι άλλοι «κατώτερης φυλής» αλλοδαποί, σε καταναγκαστική εργασία.

Ο Χέντρικ μεγάλωνε σε δύσκολες συνθήκες, καθώς ήταν οι τελευταίες μέρες του πολέμου. Θυμάται ακόμη, αν και μικρός τότε, τις σειρήνες, έναν γιατρό που τον έσωσε από ωτίτιδα, και ο οποίος αργότερα αποδείχθηκε ότι ήταν Εβραίος. Το ’45 επέστρεψε ο πατέρας.

Η μαμά μετέφερε στον μικρό Χέντρικ μια εικόνα ειδυλλιακή για την Ελλάδα, ενώ ο μπαμπάς όλα τα άσχημα. Οτιδήποτε, θυμάται σήμερα στραβό πάνω του, ο πατέρας του έλεγε ότι το είχε κληρονομήσει από την ελληνική ρίζα. Η πρώτη επίσκεψη του μικρού στην Ελλάδα ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’50, μετά τον Εμφύλιο. Σοκαρίστηκε πολύ.

Η Όλγα παντρεύτηκε μετά τον πόλεμο τον Βίλρεμ για να αποκτήσει το παιδί γερμανικό επίθετο. Έζησε δύο χρόνια στην Ελλάδα, αλλά οι γονείς του Χέντρικ χώρισαν το ’54. Η Όλγα έπαθε κατάθλιψη. Το 1957 πήρε τον Χέντρικ και πήγε Ελευσίνα. Απογοήτευση. Χωρίς λεφτά, και με ένα «παιδί της Βέρμαχτ» απομονώθηκε. Το 1959, ο Χέντρικ επέστρεψε στη Γερμανία οριστικά, κοντά στον πατέρα του. Η Όλγα κατέφυγε σε μοναστήρι.

Δεν μπορούσε, όμως, να υπακούσει στους αυστηρούς κανόνες, όπως δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί της απαγορευόταν να ακούει γερμανική μουσική. Άλλαξε πολλά μοναστήρια, έζησε ακόμη και ερημήτρια στα δάση. Ο γιος, προκειμένου να καταλάβει τη μητέρα του, επισκέφθηκε πολλές φορές το Άγιον Όρος. Τα πρώτα χρόνια, η μητέρα του επισκεπτόταν συχνά τη Γερμανία. Μετά, όμως, ο Χέντρικ θυμάται ότι σε μια επίσκεψή της, το 1984, έφυγε χωρίς να τον αποχαιρετήσει. Μια φορά, όταν την εντόπισε σ’ ένα μοναστήρι, είπε στις μοναχές ότι ήταν ανιψιός. Ο Χέντρικ δεν την έχει δει τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. «Τελευταία φορά μίλησα μαζί της τηλεφωνικά πριν από έξι χρόνια. Φαντάζομαι ότι όταν πεθάνει, θα το μάθω».

«ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΤΑΜΠΟΥ»

«Τους συμπεριφέρονταν σαν ζώα. Στη Γερμανία τις θεωρούσαν ανθρώπους δεύτερης κατηγορίας και στον τόπο τους τις έριχναν στην πυρά». Έτσι μιλάει για τις «νύφες της Βέρμαχτ», τις Ελληνίδες αλλά και άλλες ξένες προς την αρία φυλή γυναίκες που έκαναν παιδιά με Γερμανούς την εποχή της Κατοχής, η Γερμανίδα ιστορικός Κέρστιν Μουτ, η οποία βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη για την παρουσίαση του βιβλίου της «Τα Παιδιά της Βέρμαχτ», που οργάνωσε το Ινστιτούτο Γκαίτε.

Το βιβλίο ερευνά τη ζωή των παιδιών που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν πολλές φορές χωρίς ταυτότητα, αφού αντιμετώπιζαν αποκλεισμό και κοροϊδία τόσο στη χώρα της μητέρας τους όσο και σε εκείνη του πατέρα τους.

Η κ. Μουτ, ερευνώντας ωστόσο για τα «Παιδιά της Βέρμαχτ», ήρθε αντιμέτωπη και με το δράμα των μανάδων τους.

«Στη Γαλλία τις κούρευαν και τις περιέφεραν στους δρόμους, όπου οι συμπολίτες τους τις λοιδορούσαν και τις χτυπούσαν. Στην Ελλάδα, το θέμα των σχέσεων Γερμανών στρατιωτών με ντόπιες γυναίκες ήταν ένα ταμπού. Οι κοπέλες αυτές θεωρούνταν μιάσματα. Η ίδια η κοινωνία τις εξοστράκιζε. Δεν τις παντρεύονταν οι άντρες. Ποιος άντρας την εποχή εκείνη, αμέσως μετά τον πόλεμο, θα παντρευόταν μια κοπέλα που είχε σχέση με Γερμανό; Ακόμη όμως και αν παντρεύονταν τελικά, έβρισκαν άντρες μόνο κατώτερούς τους. Η ίδια η κοινωνία τις ανάγκαζε να μισούν τα ίδια τους τα παιδιά».

Γι’ αυτές ήταν πηγή δυστυχίας η διαρκής υπενθύμιση μιας πράξης που η κοινωνία καταδίκαζε με τον χειρότερο τρόπο.

ΕΜΦΑΝΙΣΑΝ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΩΣ ΑΔΕΛΦΗ ΤΟΥ

Ο Θόδωρος γεννήθηκε το 1945 στην Καβάλα από Γερμανό πατέρα και Ελληνίδα μητέρα, νοσοκόμα στο επάγγελμα. Του είπαν αργότερα πως είναι υιοθετημένος, ότι δηλαδή τον υιοθέτησε η γιαγιά και τη μαμά του την εμφάνισαν ως… αδερφή του.

Δεν ένιωσε ποτέ τη μητρική τρυφερότητα, τη σχέση μάνας γιου για τον απλό λόγο ότι η πραγματική του μητέρα έπαιζε πάντα τον ρόλο της αδερφής του!

Το 1962 η μητέρα του παντρεύτηκε κάποιον και έκανε μια κόρη, η οποία σε όλη της τη ζωή θεωρούσε τον Θόδωρο θείο της. Δεν έμαθε ποτέ ότι ο Θόδωρος δεν ήταν αδερφός της μάνας της, αλλά δικός της.

Εξήντα χρόνια μετά, η μητέρα του λέει σήμερα ότι δεν είπε τίποτα για την πραγματική σχέση που είχε μαζί του, φοβούμενη ότι η κόρη της θα είχε πρόβλημα επειδή υπήρχε ένα εξώγαμο. Ο ίδιος έμαθε σχεδόν τυχαία την αλήθεια. Όταν έγινε τριάντα χρόνων άκουσε τυχαία μια κουβέντα μεταξύ της μαμάς και της γιαγιάς και πίεσε την «αδερφή» του να του πει την αλήθεια.

«Της είπα “είσαι η πραγματική μου μάνα” και εκείνη μου απάντησε “έχεις τρελαθεί”».

Ο Θόδωρος είναι παντρεμένος αρκετά χρόνια, αλλά η γυναίκα του ξέρει ακόμα ότι είναι υιοθετημένος. Η μητέρα του ζει στην Αθήνα και όταν τη ρωτάνε γι’ αυτόν κλείνει το τηλέφωνο, ισχυριζόμενη ακόμη και τώρα ότι είναι η αδερφή του. «Δεν έχεις το δικαίωμα να με ρωτάς τόσα πολλά», του απαντά όταν εκείνος επιμένει να μάθει την αλήθεια.

 «Μου λείπει ένα κομμάτι της ταυτότητάς μου. Θα ήθελα πολύ να βρω τον πατέρα μου, αλλά δεν θέλω να πληγώσω την οικογένειά μου, ξεκινώντας να ψάχνω και αναμοχλεύοντας παλιές ιστορίες», λέει το «παιδί της Βέρμαχτ».

ΒΡΗΚΕ ΤΟΝ ΓΙΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ

Ο Πάουλ είναι παιδί του σφοδρού έρωτα μεταξύ μιας Ελληνίδας και ενός Γερμανού αξιωματικού και ήρθε στη ζωή τον Αύγουστο του 1943 στην Αθήνα. Συνόδευε τη Γερμανίδα ιστορικό Κέρστιν Μουτ στη Θεσσαλονίκη για την παρουσίαση του βιβλίου της και διηγήθηκε ο ίδιος τη ζωή του ενώπιον του κοινού που παρευρισκόταν.
«Όταν ήμουν δεκαπέντε εβδομάδων, ο πατέρας μου μετατέθηκε στην Τσεχία. Προτού φύγει, παντρεύτηκε παράνομα τη μητέρα μου, καθώς κάτι τέτοιο απαγορευόταν αυστηρά. Μας πήγε στη μάνα του στη Δρέσδη. Το κλίμα ήταν βαρύ για τις ξένες μανάδες που τις θεωρούσαν κατώτερα όντα. Η γιαγιά μου, χιτλερική μέχρι το κόκαλο, δεν αποδέχθηκε ποτέ τη μητέρα μου. Όταν ο πατέρας μου σκοτώθηκε σε έναν από τους βομβαρδισμούς της Δρέσδης, η ζωή της έγινε μαρτύριο. Το 1950 με άφησε στη γιαγιά και επέστρεψε στην Ελλάδα. Εκείνη προσπάθησε να με μεγαλώσει με εθνικοσοσιαλιστικά ιδεώδη. Όταν ήμουν δεκαπέντε χρόνων με μαστίγωσε. Τότε, της άρπαξα το μαστίγιο, τη χτύπησα και έφυγα από το σπίτι».

Οι αρχές της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας θεώρησαν ότι η μητέρα του ήταν νεκρή, ότι είχε χαθεί στην ισοπέδωση της Δρέσδης από τις βόμβες των συμμάχων. Το ίδιο πίστευε και εκείνη για τον γιο της. Στο μεταξύ, η μητέρα του είχε παντρευτεί και είχε εγκατασταθεί στην Ιαπωνία. Επί πολλά χρόνια έκρυβε από τον σύζυγό της ότι είχε παντρευτεί Γερμανό και είχε αποκτήσει μαζί του παιδί. Από το 1986 άρχισε όμως να αναζητεί τον γιο της. Το 1993, τον εντόπισε μέσω του Ερυθρού Σταυρού. «Μια μέρα επιστρέφοντας από τη δουλειά η γυναίκα μου μού είπε ότι με έψαχνε η μητέρα μου. Λίγες μέρες μετά, η μάνα μου ήρθε στο Μόναχο με τον αδερφό μου, από τον δεύτερο γάμο της». Σήμερα διατηρούν άριστες σχέσεις.