Λογικά, η αμερικανική κυβέρνηση θα ήταν ο τελευταίος που θα μπορούσε να επιτεθεί στην αμερικανική Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών, τη διαβόητη CIA.

Σε ένα σπάνιο πολιτικό παράδοξο, όμως, ο Ομπάμα το έκανε.

Όπως είχε ξανασυμβεί στη δεκαετία του ’70 με τη σύσταση γερουσιαστικών επιτροπών ελέγχου και επιτήρησης της CIA μετά το σκάνδαλο Watergate και τις αποκαλύψεις των παρανομιών της, έτσι και τώρα, η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών υποβάλλεται στη βάσανο των ανακρίσεων για να απαντηθεί ένα φαινομενικά φιλοσοφικό ερώτημα: Ήταν απαραίτητο να παραβιαστούν τα νομικά και ηθικά όρια της ανάκρισης κρατουμένων, προκειμένου να διασφαλιστεί η εθνική ασφάλεια της Αμερικής;

«Όχι» απαντά ο πρόεδρος Ομπάμα, επιμένοντας στην προεκλογική του άποψη ότι κανείς δεν μπορεί να παρανομεί ατιμώρητος.

Πράγματι, το άνοιγμα του μετώπου με τη CIA είχε προαναγγελθεί όταν, από την πρώτη ημέρα που ανέλαβε την προεδρία, ο Μπαράκ Ομπάμα δεσμεύτηκε να καταργήσει την πρακτική των βασανιστηρίων. Τότε, πολλοί από τα έδρανα των Ρεπουμπλικανών πρέπει να αντάλλαξαν βλέμματα ανησυχίας, ελπίζοντας ότι η δέσμευση εκείνη ήταν απλά ρητορική κορόνα.

Σήμερα, επτά μήνες μετά την προαναγγελία των προθέσεών του, ο Ομπάμα υλοποιεί τη δέσμευσή του, αναπόφευκτα αθετώντας μια άλλη. Την υπόσχεση ότι θα κοιτάζει μόνο μπροστά προκειμένου να βγάλει τη χώρα από την τραγική κατάσταση στην οποία την παρέλαβε. Φυσικά, το σκάλισμα των έκνομων δραστηριοτήτων της CIA του Μπους καταγγέλλεται από τους ανήσυχους Ρεπουμπλικανούς ως επικίνδυνο πισωγύρισμα.

Με μια εξαιρετικά αφελή κινδυνολογία, κορυφαίοι συνεργάτες του Μπους – όπως ο αντιπρόεδρός του Ντικ Τσένι – κουνούν απειλητικά το δάκτυλο προς τους ελαύνοντες ανακριτές του Ομπάμα, προειδοποιώντας ότι πρόκειται για μέγιστο πολιτικό σφάλμα που θα βάλει τη χώρα σε περιπέτειες.

Εννέα Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές υπογράφουν επιστολή προς τον Ομπάμα, προεικάζοντας τρομοκρατική επίθεση αν δημοσιοποιηθούν οι εκθέσεις των ανακριτών, ενώ ο Τσένι ισχυρίζεται ότι, άνευ βασανισμών, η CIA δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την τρομοκρατία.

ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΡΙΑ

Σε απάντηση όλων αυτών, ήρθε την περασμένη εβδομάδα καταιγισμός τριών επιθετικών κινήσεων της κυβέρνησης:

1.
Η σύσταση μιας επίλεκτης ομάδας ανακριτών υπό την εποπτεία του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας και του Λευκού Οίκου, που αφαιρεί από τη CIA την αποκλειστικότητα της ανάκρισης υπόπτων για τρομοκρατία.

2. Η δημοσιοποίηση έκθεσης για τις ανακριτικές μεθόδους της CIA επί προεδρίας Μπους.

3. Ο διορισμός, από τον υπουργό Δικαιοσύνης Ερικ Χόντερ, ειδικού ανακριτή για να συνταχθεί κατηγορητήριο κατά συγκεκριμένων πρακτόρων της CIA και των πολιτικών προϊσταμένων τους, αν διαπιστωθούν παρανομίες.

Κι ενώ ο Ομπάμα σκάβει όλο και βαθύτερα στο παρελθόν της κυβέρνησης Μπους, το ρεπουμπλικανικό στρατόπεδο επιλέγει να τρομοκρατήσει την αμερικανική κοινή γνώμη. Και το κάνει εύκολα, καθώς το αμερικανικό κοινό ακούει για έναρξη «πολέμου κατά της CIA» και για έναν πρόεδρο που είναι ιδιαίτερα επιεικής με «επίδοξους δολοφόνους και αδίστακτους τρομοκράτες».

Οι δημοσκοπήσεις παίρνουν τη σκυτάλη και ήδη δείχνουν ότι στην πλειονότητά της η κοινή γνώμη ανησυχεί για τα πολλά μέτωπα που έχει ανοίξει ο Ομπάμα. Πράγματι, ο νέος πρόεδρος έχει να διαχειριστεί ταυτόχρονα δύο πολέμους στο εξωτερικό, την κρίση στο εσωτερικό, το πρόβλημα του συστήματος υγείας, το ενεργειακό ζήτημα και το μέλλον του Γκουαντανάμο.

Πού οφείλεται, λοιπόν, αυτή η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης Ομπάμα να ανοίξει μέτωπο με τη CIA; Κάποιοι απαντούν ότι απλά είναι μία φάση της διαρκούς διαμάχης των κύκλων των πρακτόρων και των ελίτ πίσω από αυτές – της διελκυστίνδας συμφερόντων που διαμορφώνεται έπειτα από κάθε αλλαγή των κοινοβουλευτικών ισορροπιών.

Άλλοι μιλάνε για μια εξέλιξη χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, καθώς το πέπλο μυστικότητας που περιβάλλει τη δράση αυτών των υπηρεσιών δεν μπορεί να αρθεί στο σύνολό του. Στόχος του Ομπάμα είναι απλά να δώσει με ρεαλιστικό τρόπο το μήνυμα ότι δεν εγκρίνει την πρακτική των βασανισμών.
Αποδέκτης αυτού του μηνύματος είναι το προοδευτικό κομμάτι του αμερικανικού λαού, την υποστήριξη του οποίου θα χρειαστεί ο πρόεδρος Ομπάμα για τον πόλεμό του στο Αφγανιστάν. Και θα την πάρει, έστω κι αν χρειαστεί η θυσία υψηλών αξιωματούχων της κυβέρνησης Μπους – αντίθετα με ό,τι φημολογείται, η συνοχή ή το ηθικό της CIA δεν απειλούνται, διότι απλά είναι το προσωπικό που αντικαθίσταται.