«Επέστρεφε…» έγραφε ο Καβάφης για μια παλιά αγαπημένη αίσθηση. Αυτό σκεφτόμουν καθώς πλησιάζαμε εκείνο το ανοιξιάτικο μεσημέρι το βράχο της Μονεμβασιάς. Άλλη μία φορά. Για να δούμε έναν τόπο του χτες και πώς αλλάζει σήμερα. Η Μονεμβασιά της καρδιάς μας και εμείς να επιστρέφουμε…

«Επέστρεφε…» έγραφε ο Καβάφης για μια παλιά αγαπημένη αίσθηση. Αυτό σκεφτόμουν καθώς πλησιάζαμε εκείνο το ανοιξιάτικο μεσημέρι το βράχο της Μονεμβασιάς. Άλλη μία φορά. Για να δούμε έναν τόπο του χτες και πώς αλλάζει σήμερα. Η Μονεμβασιά της καρδιάς μας και εμείς να επιστρέφουμε…

Η ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ ΧΤΕΣ

Ψαράδες πίνουν κρασί με αργές τελετουργικές γουλιές. Στα δρομάκια κυράδες αγοράζουν σταφύλια από τον μανάβη με το γαϊδουράκι. Κοντοκουρεμένη πιτσιρικαρία παίζει έξω από τον Ελκόμενο και ο παπάς χάνεται στα ασβεστωμένα σοκάκια. Είναι η Μονεμβασιά. Του χτες όμως. Με το στόμα ανοιχτό τη βλέπω στο εικοσάλεπτο ταινιάκι του διάσημου κάποτε εδώ Αντριάν, ο οποίος ήταν δημοσιογράφος της γερμανικής τηλεόρασης (έφτιαξε αυτό το ντοκιμαντέρ τη δεκαετία του ’60), από τους πρώτους που ανακάλυψαν τη Μονεμβασιά. «Ως το 1960 τα σπίτια στο Κάστρο τα πουλούσαν για τα οικοδομικά υλικά!» μου έλεγε νωρίτερα ο δήμαρχος Μονεμβασιάς, Νεκτάριος Μαστορόπουλος. «Πρώτος ήρθε ένας Ελβετός καθηγητής πανεπιστημίου και αγόρασε σπίτι. Ακολούθησαν κι άλλοι, Γερμανοί, Γάλλοι, σιγά-σιγά έμαθαν τον τόπο…»

Περπατώ στη σιωπή. Είναι Δευτέρα και η μεσαιωνική πολιτεία σχεδόν έρημη. Προσπαθώ να φανταστώ τους πρώτους Λάκωνες που ήρθαν τον 6ο αιώνα μ.Χ. εδώ, κυνηγημένοι από τους βάρβαρους που σάρωναν την Πελοπόννησο. Να ακούσω τα πανιά από τις βυζαντινές γαλέρες μπροστά στα τείχη να φορτώνουν τα βαρέλια με την πολύτιμη μαλβάζια – το διάσημο σε όλη τη Μεσόγειο γλυκό κρασί του τόπου -, τα χρυσά χρόνια της ακμής μεταξύ 1262 και 1460. Να δω τα φλάμπουρα από τις άλλες γαλέρες, τις βενετσιάνικες, με το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, να φτάνουν εδώ το 1464. Να δω τις λάμψεις από τους βομβαρδισμούς των Τούρκων το 1540 και το 1715, να ακούσω τις οιμωγές, τις λεηλασίες, τους εξανδραποδισμούς.

Αιώνες επί αιώνων σε αυτόν τον τόπο άφησαν βαθύ χνάρι πάνω στις πελεκημένες πέτρες: σκουριασμένες οβίδες, κανόνια, τρύπια τείχη. «Αποκάτ’ από το χώμα είναι γαλαρίες που δεν μπαίνει άνθρωπος. Κει μέσα κείτονται σκόρπια κόκαλα από λογιών-λογιών έθνη, τούρκικα, ρωμαίικα, βενετσιάνικα. Ούλοι τούτοι στον καιρό τους αρπάξανε, ξεσκίσανε, δοξαστήκανε, ώσπου πήγανε και ησυχάσανε κει μέσα καρτερώντας την τρουμπέτα της Δεύτερης Παρουσίας». Διαβάζω τι γράφει ο Φώτης Κόντογλου για τη Μονεμβασιά και νιώθω τα τείχη να τρέμουν. Λες; Μπα, το κύμα του γαρμπή είναι κάτω τους…

«Να οι θρόνοι των αυτοκρατόρων. Τι; Αγιογραφίες; Όχι. Ο ναός δεν αγιογραφήθηκε ποτέ λόγω υγρασίας», μου λέει η κυρα-Κατίνα Κλεινάκη, νεωκόρος στον Ελκόμενο, τη μεγάλη εκκλησιά του Κάστρου, παλιά μητρόπολη χτισμένη τον 11ο αιώνα. Λένε πως υπάρχουν 40 εκκλησίες στη Μονεμβασιά, αλλά οι πιο πολλές είναι ερειπωμένες, μόνο 5 λειτουργούνται. Πάνω από τις κεραμιδένιες στέγες ξεχωρίζει ο σταχτής τρούλος της Μυρτιδιώτισσας, η Χρυσαφίτισσα, ο Άγιος Νικόλαος με την τριγωνική αψίδα στην είσοδο, παλιό σχολείο του Γιάννη Ρίτσου. Το σπίτι του ποιητή είναι δίπλα στα δυτικά τείχη. «Φέτος γιορτάζουμε τα 100 χρόνια από τη γέννησή του», μου έλεγε ο δήμαρχος απαριθμώντας μου ένα πλήθος εκδηλώσεων πολιτισμού προς τιμήν του ποιητή της Ρωμιοσύνης.

Μονεμβασιά από το 1923 που γεννήθηκα ώς τον πόλεμο ήταν γεμάτη κόσμο, ήταν κέντρο της Λακωνίας. Όλα τα προϊόντα εδώ έρχονταν και φεύγανε διά θαλάσσης», αφηγείται ο κυρ Μήτσος Γιαννούκος, ο τελευταίος μόνιμος κάτοικος της Μονεμβασιάς, πίνοντας μαζί μας καφέ στο Ενετικό. Η Μονεμβασιά, μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, αν και παρέμενε μεγάλο λακωνικό λιμάνι, σταδιακά φυλλορροούσε από κατοίκους. Τον 20ό αιώνα μετανάστευαν σιγά-σιγά μακρύτερα: Αμερική, Αυστραλία, Καναδά. Μετά τον πόλεμο η πόλη σχεδόν εγκαταλείφθηκε.

Η ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ ΣΗΜΕΡΑ

Το ζευγαράκι παίζει τάβλι καπνίζοντας και ακούγοντας ποπ στο μικρό καφέ. Από τα παράθυρα μπαίνει το γαλανό της θάλασσας και το φως που λούζει την καστροπολιτεία. Κι άλλα ζευγάρια έρχονται, σέρνοντας τις βαλίτσες στο καλντερίμι. Πλησιάζει Σαββατοκύριακο. Η Μονεμβασιά αναπτύσσεται μετά τη δεκαετία του ’80 και γίνεται σπουδαίος τουριστικός προορισμός. Ανάπτυξη που στηρίζεται εξ ολοκλήρου με ιδιωτικά χρήματα. «Από το Κάστρο συντηρείται σήμερα ο οικονομικός ιστός της περιοχής: οικοδόμοι, τεχνίτες κάθε είδους, αγρότες, ταβέρνες, υπηρεσίες…» μου λέει ο Νεκτάριος Σκάγκος, αρχαιολόγος της Ε΄ Εφορείας Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων. «Είναι θετικό ό,τι έχει γίνει σήμερα, πάντως. Οι μηχανικοί που εργάστηκαν εδώ πρόσεξαν το χώρο, όπως για παράδειγμα ο Αλέξανδρος και η Χάρις Καλλιγά». Σπίτια τριώροφα με πωρόλιθο και μαυρόπετρα, θόλοι στα καλντερίμια (οι «δρομικές»), στέρνες, μπαλκονάκια, σκαλιστά διακοσμητικά των Βενετών, κάποια νεοκλασικά σπίτια από τον 19ο αιώνα – να ένα γρήγορο σκίτσο του οικισμού.

Περπατάμε με τον Νεκτάριο στις εκκλησίες, βλέπουμε την αρχαιολογική συλλογή και το μοναδικό κτίριο όπου στεγάζεται (πρώην ναός, τζαμί, μονή καπουτσίνων, πάλι τζαμί, φυλακές, το θρυλικό καφενείο του Μπόμπου και σήμερα μουσείο! Τι περίφημη διαδρομή!). Σουλατσάρουμε μέσα στα χαλάσματα που αξίζουν σήμερα τόσο χρυσάφι, ώστε μόνο εφοπλιστές και μεγαλοβιομήχανοι αντέχουν να δώσουν. Κοντά στα τείχη ακούμε το πελέκι του πετρά. Αλλοδαποί χτίστες κουβαλούν τσιμέντα και σοβάδες. «Τα σπίτια τα αναστηλώνουμε με τις ίδιες τους τις πέτρες», λέει ο γελαστός Γιάννης Χαραμής, επί 42 χρόνια εργολάβος στο Κάστρο και μέγας γνώστης των αναστηλώσεων. «Για να πάρεις άδεια, πρέπει να περιμένεις 3 – 4 χρόνια αν έχεις μέσον, αλλιώς καμιά δεκαριά…» Κοιτάζω τον Νεκτάριο. «Παρατηρούνται καθυστερήσεις λόγω έλλειψης προσωπικού. Υπάρχουν 2 μηχανικοί για όλη τη Λακωνία!» ομολογεί ο αρχαιολόγος.

Σημειωτέον ότι η αναστήλωση χρειάζεται ακριβή τεκμηρίωση (με παλιές φωτογραφίες, παλιά οικοδομικά υλικά, μαρτυρίες κ.λπ.), ούτως ώστε το κτίριο να δείχνει όπως ήταν κάποτε. Σκέφτομαι, βέβαια, από την άλλη ότι το πρόσωπο του Κάστρου, αυτό που τόσο εξαιρετικά αναστηλώθηκε και διατηρήθηκε, οφείλεται στον αυστηρό έλεγχο των υπηρεσιών τόσα χρόνια. Αυτό που χάνεται από το Κάστρο δεν είναι η αρχιτεκτονική, είναι η ζωή του χωριού. Αυτό που είδε ο Αντριάν, ο Ελβετός Βάλτερ και όλοι οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες που πρωτοήρθαν εδώ το 1960. Σήμερα στο Κάστρο δεν υπάρχουν μόνιμοι κάτοικοι: μόνο περίπου 160 σπίτια, από τα οποία 40 νόμιμοι ξενώνες. Και γίνονται ολοένα και περισσότεροι. «Δεν πρέπει να υπάρξει άμετρη εκμετάλλευση», υπογραμμίζει ο δήμαρχος. «Ο τόπος δεν είναι μιας χρήσης. Πρέπει να υπάρξει πρόγραμμα ολοκληρωμένης προστασίας για το Κάστρο».

Ανηφορίζουμε το καλντερίμι προς τον απέραντο ερειπιώνα της Άνω Πόλης. Δεν χορταίνουμε την ομορφιά. Τι να πεις που δεν έχει ειπωθεί για τη Μονεμβασιά; Τα χρώματα, οι μνήμες, η ατμόσφαιρα, η αρχιτεκτονική, το τοπίο; Τα ρούχα μας μυρίζουν αγριοβιολέτες, φασκομηλιά και αγριομάραθο καθώς περπατάμε στους θεριεμένους θάμνους. Μενεξέ Καλεσί το έλεγαν το Κάστρο οι Τούρκοι, από τα λουλούδια του. Η Αγία Σοφία φυλάει τη βυζαντινή της λάμψη ψηλά στην κορφή, πάνω από τους γκρεμούς. Ο πελαγίσιος αέρας φυσάει μαλακά από τις ζεστές αμμουδιές της Επιδαύρου Λιμηράς. Ο κάβος Κρεμμύδι, το Καμήλι νοτιότερα, το άσπρο ξωκλήσι του Αγίου Φωκά πάνω στο κύμα… Σκέφτομαι τους αιώνες που πέρασαν από εδώ και αναρωτιέμαι αν θα αντέξει το Κάστρο στην επέλαση της ανάπτυξης, στη «δημοκρατία των ζευγαριών του Σαββατοκύριακου» που έχει εγκαθιδρυθεί ως απόλυτος νομέας και κυρίαρχος. Θα τα καταφέρει η Μονεμβασιά; Θα τα καταφέρει. Αυτό το κάστρο φτιάχτηκε για να αντέχει…

ΤΡΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ

Νεκτάριος Σκάγκος, αρχαιολόγος

«Το πρόβλημα στο Κάστρο είναι οι χρήσεις: δεν μπορεί να γίνουν όλα τα σπίτια ξενώνες. Γίνονται κι άλλοι και δεν έχουν βόθρους, η ΔΕΗ δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες τους. Επίσης, πρόβλημα μεγάλο είναι και η έλλειψη κτηματολογίου. Πρόβλημα μεγάλο για τους ιδιώτες και πρόβλημα μεγάλο για τα μνημεία. Η υπηρεσία, από την άλλη, κάνει υπεράνθρωπη προσπάθεια, αλλά υπάρχουν μεγάλες καθυστερήσεις και είναι λογικό ο πολίτης να παραπονείται. Το Κάστρο είναι σήμερα σαν κάτι εικονικό, σαν όχι πραγματικό, σαν σκηνικό, χωρίς ουσία. Εξάλλου, οι πρώτοι που το ανακάλυψαν πούλησαν και έχουν φύγει ή ετοιμάζονται να φύγουν».

Μήτσος Γιαννούκος ή Ακάκιος, ο τελευταίος κάτοικος του Κάστρου

«Είμαι ο μοναχογιός του Κάστρου. Το αγαπάω σαν τη μάνα μου. Μου είπαν κάποτε ”αν σου χαρίζαμε το Τατόι να πας να ζήσεις σαν βασιλιάς, θα έφευγες;” Και είπα ποτέ! Εγώ εδώ θα πεθάνω. Η Μονεμβασιά ώς τον πόλεμο ήταν για μένα σαν παράδεισος. Ολο το Κάστρο ήμασταν μια οικογένεια. Οι πόρτες δεν κλείνανε. Μετά τον πόλεμο η Μονεμβασιά κατέρρευσε αστραπιαία. Σήμερα ο ένας δεν χωνεύει τον άλλο…»

Βασίλης Αρδάμης, ξενοδόχος

«Το 90% του τουρισμού μας είναι ζευγάρια. Υπάρχει η ατμόσφαιρα για ζευγάρια. Ήρθα γύρω στο 1985 και δεν έχει αλλάξει τίποτε από τότε. Αλλαξε ίσως το επίπεδο των επισκεπτών, είναι πιο υψηλό. Όσα κρεβάτια και να γίνουν, λίγα είναι. Κάθε Σαββατοκύριακο γεμίζουν! Δεν υπάρχει τέλος για τη Μονεμβάσια. Αρκεί να προσέξουμε τις υπηρεσίες και τις παροχές. Κάποια δωμάτια, μάλιστα, θα έπρεπε να έχουν κλείσει. Επίσης, θα πρέπει να διαπλατυνθεί ο δρόμος, να φωτιστεί το κάστρο και να ολοκληρωθούν τα καλντερίμια. Δεν το πλήττει η κρίση το Κάστρο. Γιατί δουλεύουμε μόνο με Έλληνες, όχι με γκρουπ και ξένους».