Κατά το κατηγορητήριο, αποτελεί τον αδίστακτο νταή ο οποίος το βράδυ της Δευτέρας, 28 Ιουνίου 2008, εξαπέλυσε λυσσαλέα και αναίτια επίθεση εναντίον τετραμελούς παρέας νεαρών Αυστραλών, που συνάντησε στον κακοτράχαλο επαρχιακό δρόμο που οδηγεί από το Καλαμοπόδι στη Χώρα της Μυκόνου, τραυματίζοντας ελαφρά δύο από αυτούς και θανάσιμα τον 20χρονο Ντουζόν Ζαμίτ.

Ο ίδιος αντιτείνει ότι είναι ένας νομοταγής και σκληρά εργαζόμενος νέος, ο οποίος όλο αυτά τα χρόνια φρόντιζε να «καλύπτει» τον ευαίσθητο χαρακτήρα του με το μανδύα της ογκώδους εμφάνισής του.

Ένας άνθρωπος που εκείνη τη μοιραία νύχτα για τον Ντουζόν βρέθηκε στο λάθος τόπο τη λάθος στιγμή, νευρίασε και παραφέρθηκε, αλλά δεν είχε σκοπό – όπως λέει – να βάψει τα χέρια του με το αίμα ενός αμούστακου νέου. Υποστηρίζει ότι πλέον είναι ένας σκληρά δοκιμασμένος υπόδικος, ο οποίος σήμερα έχει μετανιώσει φρικτά για ό,τι συνέβη, που οικτίρει τον εαυτό του για το ότι δεν επέδειξε την απαιτούμενη αυτοσυγκράτηση, ενώ δηλώνει έτοιμος να σηκώσει το τηλέφωνο και να ζητήσει συγγνώμη από τους τραγικούς γονείς του αδικοχαμένου Ντουζόν.

Ο λόγος για τον Μάριο Αντωνόπουλο, βασικό κατηγορούμενο της υπόθεσης του θανάσιμου ξυλοδαρμού του νεαρού Αυστραλού Ντουζόν Ζαμίτ, που προκάλεσε σοκ στην κοινή γνώμη.

Δεκατρείς ολόκληρους μήνες μετά τη «ματωμένη» αυγουστιάτικη νύχτα του 2008 στο Νησί των Ανέμων, ο 26χρονος άντρας (που τα δύο τελευταία καλοκαίρια εργαζόταν ως σεκιούριτι σε γνωστό beach bar, αλλά και club της Μυκόνου) λύνει για πρώτη φορά τη σιωπή του στην «Espresso» και δίνει τη δική του αλήθεια για τα όσα θλιβερά συνέβησαν «μαύρα μεσάνυχτα» στο κοσμοπολίτικο νησί.

Σε κανένα σημείο της 50λεπτης συνομιλίας μας (που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και «κατάθεση ψυχής») ο Μάριος Αντωνόπουλος δεν αποποιείται των ευθυνών που γνωρίζει πολύ καλά πως έχει για ό,τι συνέβη. Παραδέχεται ότι χτύπησε τον νεαρό Αυστραλό: μία φορά, όχι με όπλο (κλομπ) και χωρίς να έχει ανθρωποκτόνο πρόθεση.

Παράλληλα, ξεκαθαρίζει ότι σε περίπτωση που η πλευρά της πολιτικής αγωγής κατορθώσει να αποδείξει στο δικαστήριο ότι επιτέθηκε στον άτυχο Ντουζόν με σκοπό να του αφαιρέσει τη ζωή, η μοναδική «νέμεσις» για εκείνον θα είναι η αυτοκτονία: «θα κάνω χαρακίρι», όπως λέει χαρακτηριστικά!

Κατά την εκδοχή του προφυλακισμένου άνδρα, ο άτυχος Ντουζόν ήταν όρθιος τη στιγμή που εκείνος αποχωρούσε από το σημείο της συμπλοκής. Δεν έμοιαζε τόσο σοβαρά χτυπημένος και τίποτα δεν προμήνυε ότι θα έφευγε από τη ζωή λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα.

Ο ίδιος λέει για εκείνη τη νύχτα: «Ήμουν πάνω στη μηχανή μου και πήγαινα στο club όπου δούλευα. Ήταν λίγο μετά τις 11.00 το βράδυ. Ξαφνικά με προσπέρασε ο 18χρονος συγκατηγορούμενός μου, που δούλευε ως παρκαδόρος στο beach bar. Με πλεύρισε και μου είπε ότι κάποια παιδιά κλέψανε μια τσάντα από το bar και ότι τα έχουν σταματήσει λίγα μέτρα πιο κάτω».

Λίγα λεπτά αργότερα, ο Μάριος Αντωνόπουλος φθάνει στο σημείο όπου βρίσκονται ο Ντουζόν και η παρέα του. «Βλέπω ένα παιδί (τον Ρενέ) να είναι κοντά σε μια μάντρα και κάτι να ψάχνει. Μέσα στη μέση ήταν μια κοπέλα και ο Ντουζόν και ο ξάδερφός του, οι οποίοι λογομαχούσαν. Πλησίασα τον Ρενέ που νόμιζα ότι είχε κλέψει την τσάντα, του έπιασα το χέρι από τον καρπό και προσπάθησα να του μιλήσω. Εκείνος, τρομαγμένος, άρχισε να μου λέει: “Όχι, όχι…” Στο μεταξύ, ήρθε ο 18χρονος συγκατηγορούμενός μου και του έριξε μια κλοτσιά. Του είπα να σταματήσει».

Ο προφυλακισμένος φοιτητής απομακρύνεται από τον Ρενέ και πλησιάζει, όπως λέει, τον αδικοχαμένο Ντουζόν και τον ξάδερφό του Κάμερον. «Εκείνη τη στιγμή είδα με την άκρη του ματιού μου να σταματάει ένα αυτοκίνητο. Βγήκε ο Μάθιου, ένα άλλο παιδί που ήθελε να δει τι συμβαίνει. Με το που έφθασε κοντά μου είπε τι συμβαίνει και με έσπρωξε».

Εκείνη τη στιγμή – κατά την αφήγηση του κατηγορουμένου – η κατάσταση ήταν έκρυθμη. Ο προφυλακισμένος άνδρας τα χάνει. Φοβάται, τον πιάνει αμόκ. «Ήμουν ένας και ήταν τρεις. Φοβήθηκα και έχασα τον έλεγχο. Έσπρωξε τον Μάθιου και χτύπησα κατά λάθος τον Ντουζόν στο πρόσωπο. Εκείνος έπεσε κάτω. Εγώ συνέχισα να παλεύω με τον Μάθιου, ο οποίος έπεσε με το κεφάλι στη μάντρα. Δεν είχα αντιληφθεί τι συνέβαινε με τον Ντουζόν. Λίγο μετά μας χώρισε ένας συγκατηγορούμενός μου. Όταν σταμάτησε ο καβγάς, ήταν όλοι όρθιοι. Και ο Ντουζόν».

Τον ρωτάμε επίμονα αν εκείνο το βράδυ είχε μαζί του και αν χρησιμοποίησε το μεταλλικό κλομπ που βρέθηκε στην κατοχή του την επόμενη ημέρα. Αν δηλαδή αποδέχεται τα όσα του καταλογίζει το κατηγορητήριο, περί αλλεπάλληλων χτυπημάτων που εμφανίζεται να κατάφερε στον λεπτοκαμωμένο Αυστραλό με το πτυσσόμενο μεταλλικό όπλο.

Είναι κατηγορηματικός. «Όχι, το κλομπ δεν το είχα μαζί μου. Αν είχα κάνει κάτι με το κλομπ, θα του είχα ανοίξει το κεφάλι και θα είχα φροντίσει να το ξεφορτωθώ. Δεν θα το παρέδιδα την επόμενη ημέρα στην αστυνομία μαζί με το τσαντάκι μου. Ήταν κάτι που είχα καθαρά για δική μου προστασία, αν τυχόν ποτέ συνέβαινε κάτι. Ούτε στο μαγαζί όπου δούλευα δεν γνώριζαν ότι το είχα. Αν το ήξεραν, θα με έδιωχναν».

«ΟΛΑ ΜΟΥ ΕΜΟΙΑΖΑΝ ΣΑΝ ΕΦΙΑΛΤΗΣ»

Μετά το τέλος της «συμπλοκής», ο Μάριος Αντωνόπουλος ανεβαίνει στη μηχανή του και πηγαίνει κανονικά στη δουλειά του. Ξεπλένει τα ματωμένα χέρια του και αλλάζει μπλούζα. Σχολάει στις 10.00 το πρωί και πάει για ύπνο στο σπίτι της κοπέλας του. Ξυπνάει στις 5.30 το απόγευμα και ανυποψίαστος για το τι έχει συμβεί, πηγαίνει στην απογευματινή δουλειά του. Εκείνη την ώρα μπαίνουν μέσα οι αστυνομικοί.

«Μού είπαν ότι την προηγούμενη νύχτα είχε γίνει ένα ατύχημα και είχε χτυπήσει ένα παιδί. Τους είπα ότι είχε σημειωθεί συμπλοκή στην οποία συμμετείχα. Με πήραν μαζί τους στο τμήμα. Η ανάκριση κράτησε είκοσι τέσσερις ώρες», λέει και συνεχίζει: «Στο τμήμα έμαθα ότι ο Ντουζόν ήταν σε κώμα και τότε μου είπαν ότι εμπλέκομαι και κατηγορούμαι για απόπειρα ανθρωποκτονίας. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα συνειδητοποιήσει πού βρισκόμουν. Ήμουν χαμένος. Δεν περίμενα ότι ήταν τόσο σοβαρά τα πράγματα. Προσπαθούσα να καταλάβω και να θυμηθώ τι είχε συμβεί. Όλα μού έμοιαζαν σαν εφιάλτης. Αδυνατούσα να σκεφτώ λογικά και να πω τι είχε γίνει».

«ΤΩΡΑ ΝΙΩΘΩ ΕΤΟΙΜΟΣ ΝΑ ΖΗΤΗΣΩ ΣΥΓΓΝΩΜΗ»

Μέρος της συζήτησης αναλώνεται και στο λόγο για τον οποίο όλο αυτό το διάστημα δεν έχει σηκώσει το τηλέφωνο ώστε να ζητήσει μια συγγνώμη από τον τραγικό πατέρα Όλιβερ Ζαμίτ και την οικογένειά του για το κακό που – έστω και ακούσια όπως λέει – τους προκάλεσε.

«Αλήθεια, δεν ένιωσες την εσωτερική ανάγκη να απευθυνθείς σε αυτόν τον άνθρωπο που με τις φιλάλληλες ενέργειές του, να δωρίσει τα όργανα του Ντουζόν, μας έδωσε ένα ιδιαίτερο μάθημα;» τον ρωτάμε.

«Τόσο καιρό δεν ήμουν έτοιμος. Εσωτερικά βρισκόμουν σε παράξενες καταστάσεις: Δεν ήξερα, δεν ήθελα, φοβόμουν, ήμουν οργισμένος, δεν ξέρω τι. Πλέον, νιώθω έτοιμος και θέλω να τον πάρω τηλέφωνο για τον εξής λόγο: για να μπορέσει αυτός ο πατέρας και η υπόλοιπη οικογένεια να θρηνήσει καλύτερα το παιδί που χάθηκε. Μιλώντας τους σίγουρα δεν θα με συγχωρήσουν για τις πράξεις μου, αλλά μπορεί να με συγχωρέσουν ως άνθρωπο», απαντάει. Μας καλησπερίζει ευγενικά και κλείνει το τηλέφωνο.

ΟΙ 13 ΜΗΝΕΣ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ

Λίγα εικοσιτετράωρα μετά το συμβάν ο 20χρονος Αυστραλός ξεψυχά και ο Μάριος Αντωνόπουλος απολογείται στον ανακριτή Σύρου. Προφυλακίζεται και μετάγεται στην Α’ Πτέρυγα των φυλακών Κορυδαλλού, όπου διαβιεί μέχρι και σήμερα. Στο διάστημα των δεκατριών μηνών που έχει ζήσει -όπως λέει- τη σκληρή πραγματικότητα του σωφρονιστικού συστήματος είναι ουκ ολίγες οι φορές που έχει κάνει την αυτοκριτική του, αλλά και πολλά τα βράδια τα οποία δεν έχει κοιμηθεί θρηνώντας για το χαμό του 20χρονου νεαρού.

Παραδέχεται ότι φταίει και παραφέρθηκε, αλλά όχι ότι σκότωσε επίτηδες.

«Από την αρχή ανέλαβα τις ευθύνες μου. Δεν είπα ότι είμαι αθώος. Μπλέχτηκα σε μια φασαρία, χειροδίκησα και τους χτύπησα. Δεν είχα σκοπό να αφαιρέσω τη ζωή ενός ανθρώπου – πόσο μάλλον ενός παιδιού. Πήρα το νόμο στα χέρια μου χωρίς να έχω το δικαίωμα. Έχασα τον έλεγχο πιστεύοντας ότι θα μπορέσω θα βοηθήσω. Το μόνο που ζητάω είναι να δικαστώ για ό,τι έκανα και μόνο γι’ αυτά. Πάντως, όσο περνάει ο καιρός συνειδητοποιώ και πως ο σταυρός που κουβαλάω είναι ακόμα πιο βαρύς», λέει.

Αν μη τι άλλο, μας ξαφνιάζει όταν μας αναφέρει πως σε περίπτωση που αποδειχτεί ότι ο χαμός του Ντουζόν οφείλεται σε εσκεμμένη δολοφονία, ο ίδιος είναι διατεθειμένος να θέσει τέλος στη ζωή του. «Αν έχω διαπράξει κάτι εσκεμμένα και καταφέρουν να αποδείξουν ότι εγώ είχα δόλο και ήθελα να αφαιρέσω τη ζωή του συγκεκριμένου ανθρώπου, δηλώνω ότι εγώ ο ίδιος θα αφαιρέσω τη δική μου ζωή σε ένδειξη σεβασμού πάνω από όλα. Αυτή θα είναι η “νέμεσις η δική μου”», αναφέρει.