Γιατί είσαι θλιμμένος; Το βλέμμα σου γιατί είναι σκοτεινιασμένο; Δεν θέλεις να μου απαντήσεις, δεν ξέρεις τι θέλεις, ούτε τι έχεις.
Φιλοσοφείς για λίγο, ξαλαφρώνεις μα… δεν αργεί, ξαναπέφτεις σε βαθιά περισυλλογή. Το βλέμμα σου θαμπώνει και η πίκρα, αχνά, ζωγραφίζει το κουρασμένο πρόσωπό σου.

Κοιτούσες τις σελίδες με τις κηδείες και τα μνημόσυνα, όλοι τις κοιτάζουμε. Προφασιζόμαστε πως θέλουμε να δούμε ποίος…. έφυγε. Κοινωνικές υποχρεώσεις βλέπεις. Πρέπει να πάμε, τον γνωρίζαμε καλά τον… μεταστάντα.

Νέος σχετικά, 67. Για τα σημερινά δεδομένα δεν είναι μεγάλος. Άλλος παντρεύεται (τρομάρα του) για τρίτη φορά στα εβδομήντα του και θα πούμε μεγάλο κάποιον που εγκαταλείπει τα… εγκόσμια στα εξήκοντα επτά του; Ποτέ.

Εσύ όμως δεν περιορίζεσαι στην πληροφόρηση σύντροφε. Κάνεις συγκρίσεις, συγκρίσεις σε αρσενικούς και θηλυκούς. Κοιτάζεις όσους πλησιάζουν την ηλικία σου (πέντε επάνω, πέντε κάτω, εκεί θα κολλήσουμε;) και αναφωνείς:

 «Τι; Εξήντα επτά; Ο Θεός να με συγχωρήσει ένα χρόνο μικρότερός μου και φαίνεται σαν εκατό χρονών. Ποίος ξέρει τι καταχρήσεις να έκανε. Μπορεί και να είχε κακιά γυναίκα, ποίος ξέρει. Ο Θεός ας τον αναπαύσει κι’ ας με συγχωρήσει κι’ εμένα.»
Ύστερα αρχίζεις μελέτη, μία- μία τις φωτογραφίες των ανδρών, αρχίζοντας από τις κηδείες και συνεχίζοντας με τα μνημόσυνα.
 «Κοίταξε χάλι. Πέθανε ο άνθρωπος την Δευτέρα και τον θάβουν την Παρασκευή. Που είσαι Ελλάδα μου που… θανόντα εχθές (το απόγευμα), κηδεύομε σήμερα το πρωί, χωρίς καθυστέρηση και διαδικασίες, ψεκάστε-σκουπίστε –τελειώσατε που λέγανε.
Ετούτος (έλα Χριστέ και Παναγία) πλήρης ημερών, 97, μπράβο, μπράβο. Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του, αλλά τι φωτογραφία είναι αυτή ρε παιδιά; Εδώ είναι μόλις έκλεισε τα σαράντα, δεν είχατε άλλη φωτογραφία να του βάλετε; Εκτός εάν είναι ένα τρόπος να μας φέρετε στην κηδεία (από περιέργεια) για να δούμε πως ήταν στα ενενήντα επτά του.»

Τώρα που έκανες τις συγκρίσεις σου και διαπίστωσες πως είσαι καλοζωισμένος και καλοδιατηρημένος, τώρα που είδες πως πρέπει να πας και στην κηδεία του πατριώτη σου και έχεις αποφασίσει να πας μόνο στην εκκλησία (το Νεκροταφείο πέφτει λίγο μακριά), ήρθε η ώρα να κοιτάξουμε και τις θηλυκού γένους εγκαταλείψασες τα εγκόσμια. Άλλοτε, άθλιε, θα έδινες προτεραιότητα στις κυρίες.

Αυτή τη φορά συγκρίνεις αυτές που «έφυγαν» και αυτές που θα μνημονεύσουμε την Κυριακή, με την σύζυγό σου.
«Τι λέει εδώ. Την αγαπημένη μας …. ετών 65. Ε όχι και 65 κυρία μου. Εν τάξει όλες κρύβετε, όλοι τα κρύβουμε τα χρόνια μας, το παραδέχομαι, αλλά όχι κι’ έτσι. Αν είστε εσείς 65 τότε η γυναίκα μου είναι … Αλήθεια πόσο είναι;»
Ο κύκλος αγαπητέ μου. Ο κύκλος με την κιμωλία, με το κάρβουνο, κύκλος στην άμμο, με το μολύβι ή με το δάχτυλο, είναι ο κύκλος μας, ο κύκλος της ζωής μας.
Είμαστε, γεννιόμαστε ένα στίγμα στο κέντρο του και αρχίζουμε σιγά -σιγά την περιστροφή, Άλλοτε βιαστικοί, τυφλοί κι απρόσεκτοι κι’ άλλοτε προσεκτικοί και προγραμματισμένοι, βαδίζοντας, τρικλίζοντας προχωράμε.

Βήμα-βήμα κλείνει ο κύκλος. Περίεργο. Να δραπετεύσεις δεν μπορείς. Ούτε να πεταχτείς απέναντι, για λίγο και να ξαναγυρίσεις.
Γιατί εξακολουθείς να είσαι θλιμμένος; Έκανε μια αναδρομή και βρίσκεις πως αν γινότανε να γυρίσεις πίσω και να ξαναρχίσεις να χαράζεις τον κύκλο της ζωής απ’ την αρχή θα διόρθωνες πολλά πράγματα.

Λάθος. Ελάχιστα ίσως κατάφερνες ν’ αλλάξεις. Τα ίδια θα ξανάκανες. Το πεπρωμένο σου, το γραμμένο σου θα κουβαλούσες και θα ξανάγραφες την ίδια πορεία.
 Θα ζύγιζες τι πήρες και τι έδωσες. Χωρίς να ξέρεις την αιτία, αν ξανάρχιζες, ίσως τα ίδια και παραπάνω να ξανάδινες κι’ ίσως να ξέχναγες να πάρεις.
Άφησέ το. Μη δίνεις σημασία και συνέχισε να συμπληρώνεις τον κύκλο σου, άφησε να κυλήσει η μέρα ήρεμα. Η ομορφιά είναι στο ότι, αυτή την περίοδο, σ’ αυτή τη φάση, δεν περιμένεις τίποτα συνταρακτικό.

Χαλαρά. Αν δεν μπορείς να τρέξεις, περπάτα. Αν δεν μπορείς να μεθύσεις πιες λίγο να έρθεις στο κέφι και να τραγουδήσεις.
Θυμάσαι πολλά από τα… χθεσινά; Γνωρίζεις ποίος βραβεύτηκε και για ποίο λόγο πήρε τη διάκριση; 
Τ’ όνομα του προέδρου το γνωρίζετε; Από την ομιλία την ιστορική, εκείνη τη μεγαλειώδη, θυμάστε καμιά λέξη;
Εκείνη την κηδεία με τις σημαίες των δύο πατρίδων εις το φέρετρο την ενθυμήστε;  Τις ομιλίες τις συγκινητικές; Ενθυμήστε το όνομα του θανόντος; Όχι; Τι κρίμα, ούτε κι’ εγώ. Θέαμα όμως μοναδικό μη μου πείτε.

Γιαννάκη λένε το αγοράκι μας, όλοι μας τον φωνάζουμε Ζανώ. Είναι τ’ όνομα του παππού του, επέμενε ο άνδρας μου να βγάλει τ’ όνομα του πατέρα του.
Εμείς, ευτυχώς, θυμόμαστε πότε πέθανε ο πατέρας μας γιατί ήταν την ημέρα που μας επέστρεψαν οι Άγγλοι τα γλυπτά του Παρθενώνα. Κάθε φορά που βλέπουμε την Ακρόπολη τον θυμόμαστε. Ο Θεός ας τον συγχωρέσει.

Εσένα μιλάω. Μη σκιάζεσαι και μην αγχώνεσαι. Ο κύκλος θα κλείσει σαν έρθει η ώρα του. Ορθάνοιχτα κι’ ολόφωτα να είναι, αν δεν έρθει η ώρα η πόρτα δεν ανοίγει, κανείς δεν μπαίνει. Θεόκλειστα, σκοτεινά κι’ αμπαρωμένα να είναι ακόμη κι’ απ τη χαραμάδα τη μικρή περνάει.
«Αν είναι να έρθει θε να ρθει, αλλιώς θα προσπεράσει».