O Αθήναιος της αρχαίας ελληνικής γαστρονομίας του 1ου αιώνα μ.Χ. αποδίδει την αποστροφή του ανθρώπου απέναντι στον κανιβαλισμό στην ανάπτυξη της μαγειρικής τέχνης, αναφέροντας ως παράδειγμα ένα συγκεκριμένο πιάτο με ψάρι και πετιμέζι. Το σκούρο αυτό παχύρρευστο ελιξίριο γλυκαίνει τον ουρανίσκο του ανθρώπου εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Σήμερα, το πετιμέζι, το κολλώδες σιρόπι που φτιάχνεται βράζοντας και ξαφρίζοντας τον μούστο (τον χυμό των πατημένων σταφυλιών πριν αρχίσει η διαδικασία της ζύμωσης), το βρίσκουμε σε περιοχές και σε χωριά σε όλη την Ελλάδα όπου οι κάτοικοι παράγουν το δικό τους κρασί και σε επιλεγμένα ράφια ορισμένων καταστημάτων στις πόλεις.

Το φθινόπωρο είναι ακόμα η εποχή που οι μάγειρες στα χωριά χρησιμοποιούν φρέσκο μούστο και πετιμέζι για να κάνουν πιο γλυκιά τη γεύση σε μπισκότα, πουτίγκες, κέικ, γλυκά με φύλλο, ψωμιά, ακόμα και χαλβά. Στη σύγχρονη κουζίνα, το αρχαίο αυτό γλυκαντικό βλέπει μια κάποια αναγέννηση, οι χρήσεις του επεκτείνονται πέρα από τη σφαίρα της ζαχαροπλαστικής και προστίθεται σε πιάτα με κρέατα, ψάρια και λαχανικά, σε σάλτσες και ντρέσινγκ προκειμένου να ικανοποιηθούν οι ορέξεις των σύγχρονων Ελλήνων γαστριμάργων για κάτι παραδοσιακό, αλλά και καινούργιο.

Όμως, οι σύγχρονοι μάγειρες είτε βρίσκονται στην επαρχία είτε στις πόλεις γνωρίζουν λιγότερα για την πανάρχαια αυτή γλυκαντική ουσία από τους προγόνους τους πριν από μερικές χιλιάδες χρόνια. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν δημιουργήσει ένα είδος αξιολογικής κλίμακας για τον μούστο που διαφοροποιούσε το γλυκαντικό από το πόσο είχε βράσει και πήξει. Υπήρχε ο γλεύκος που εκτιμάται ότι ήταν κάτι που έμοιαζε με τον φρέσκο μούστο από υπερβολικά ώριμα σταφύλια. Το έψημα ήταν συμπυκνωμένος χυμός σταφυλιών με την πυκνότητα του μελιού, που συχνά αντικαθιστούσε το τελευταίο. Ο εψετός ήταν λίγο λιγότερο πυκνός.

 Τα δύο πιο κοινά γλυκίσματα που φτιάχνονται με μούστο είναι η μουσταλευριά, ένα είδος πουτίγκας, και τα μουστοκούλουρα, χοντρά, σκούρα καφέ κουλουράκια, που γίνονται και μαλακά αλλά και τραγανά. Στη Λήμνο, μια σπεσιαλιτέ της συγκομιδής της ελιάς είναι τα πολύ χορταστικά μουστοκούλικα, που στην ουσία πρόκειται για ένα είδος ζυμαρικών τα οποία έχουν σχήμα σαν πρέτσελ και βράζουν μέσα σε πετιμέζι. Ένα από τα πιο ελκυστικά γλυκίσματα είναι το σουτζούκ λουκούμ, με δεμένα στη σειρά καρύδια τα οποία βουτάνε σε μουσταλευριά, μετά τα αφήνουν να ξεραίνονται και επαναλαμβάνουν πολλές φορές αυτή τη διαδικασία μέχρι να γίνουν ένα γλυκό, γεμιστό με καρύδια, ζελατινώδες «λουκάνικο».

Το πετιμέζι δρα και ως συντηρητικό στη χωριάτικη κουζίνα, ιδίως στα γλυκά του κουταλιού με μελιτζάνα και κολοκύθα. Το πετιμέζι περιχύνεται πάνω σε ψημένο ψωμί, σε τσαλέτια (τηγανίτες από μπομπότα- γλυκός χυλός με βάση το αλεύρι- ένα παλιό πιάτο από τη Σάμο), σε μικρές χορτόπιτες από την Τήνο όπως η φεσκλόπιτα, σε περισσότερα πιάτα στην παραδοσιακή κουζίνα και τουλάχιστον σε ένα γλυκόξινο πιάτο με ψάρι, το σαβόρο, σε διάφορες εκδοχές από τις Κυκλάδες.
Για να φτιάξουμε δύο λίτρα πετιμέζι, χρειαζόμαστε με 5 λίτρα φρέσκου μούστου και 2 κύβους 5 εκ. από μπαγιάτικο ψωμί. Ρίχνουμε τον μούστο σε μια μεγάλη κατσαρόλα μαζί με το ψωμί. Τα ζεσταίνουμε σε πολύ χαμηλή φωτιά. Μόλις αρχίζει να σιγοβράζει, ξαφρίζουμε την επιφάνεια με ένα μεγάλο κουτάλι. Πετάμε τον αφρό. Το κάνουμε συνεχώς, καθώς σιγοβράζει ο μούστος. Μαγειρεύουμε μέχρι να μειωθούν τα 5 λίτρα σε περίπου 2. Θα γίνει ένα παχύρρευστο και κολλώδες μείγμα, με πυκνότητα περίπου ανάμεσα σε αυτή του λαδιού και του μελιού. Το αφήνουμε να κρυώσει στην κατσαρόλα και το αποθηκεύουμε σε ένα καθαρό βάζο σε δροσερό, σκοτεινό μέρος.

Τα δύο πιο κοινά γλυκίσματα που φτιάχνονται με μούστο είναι η μουσταλευριά, ένα είδος πουτίγκας, και τα μουστοκούλουρα, χοντρά, σκούρα καφέ κουλουράκια, που γίνονται και μαλακά αλλά και τραγανά, με γεύση μούστου.