ΑΝ το «ό,τι σπείρεις θα θερίσεις», κρύβει κάποια αλήθεια, δεν θα πρέπει να παραπονιόμαστε για τη συγκομιδή.

ΣΥΝΕΠΩΣ, ό,τι «σπείραμε» ως παροικία, (για δυο-τρεις δεκαετίες) «θερίζουμε» σήμερα. Θαύματα δεν γίνονται.

ΘΑ πρόσθετα, μάλιστα, ότι ακολουθώντας τις προσδοκίες μας, χωρίς να λάβουμε υπόψη μας τις ικανότητές μας, ίσως πετύχαμε περισσότερα απ’ όσα μας αναλογούσαν.

ΚΑΙ ενώ σε προσωπικό επίπεδο δεν τα πήγαμε άσχημα, σε συλλογικό τα κάναμε θάλασσα.

ΟΙ αιτίες πολλές, αλλά κυρίως η έλλειψη οργανωτικής κουλτούρας. Σύλλογοι, Κοινότητες, Αδελφότητες, Ομοσπονδίες, Επιτροπές και Συμβούλια μας ήταν εντελώς άγνωστα.

ΤΙΠΟΤΑ από τα πιο πάνω δεν μας ήταν οικείο. Όλα αυτά ήταν ένας άλλος κόσμος που ανακαλύψαμε εδώ.

ΑΝ κοντά σε όλα αυτά προσθέσουμε την αγροτική καταγωγή μας, την έλλειψη παιδείας, εμπειριών και συμμετοχής στα κοινά, έχουμε τον σπόρο του κακού.

ΤΗΝ περασμένη βδομάδα αναφερθήκαμε στην έλλειψη ενδιαφέροντος για την γλώσσα μας, που έχει ως αποτέλεσμα να κλείνουν το ένα μετά το άλλο τα Τμήματα ή οι Έδρες Ελληνικών στα διάφορα Πανεπιστήμια της Αυστραλίας.

Η ίδια παρακμιακή κατάσταση επικρατεί και στους υπόλοιπους τομείς των παροικιακών μας δραστηριοτήτων.

ΑΣ το πούμε ξεκάθαρα: οργανωμένη παροικία δεν υπάρχει, παρά το γεγονός ότι υπερηφανευόμαστε για τους Συλλόγους και τις Αδελφότητές μας.

ΠΡΟΪΟΝΤΑ αναγκών ήταν η δημιουργία των περισσοτέρων, γι’ αυτό και καταρρέουν από την στιγμή που έπαψαν να υπάρχουν αυτές οι ανάγκες.

ΕΤΣΙ φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Να παραμένουμε ακέφαλοι ως παροικία, παρά τις δεκάδες Κοινότητες και εκατοντάδες Αδελφότητες και Συλλόγους.

ΟΛΑ δείχνουν ότι δεν έχουμε την ικανότητα, αλλά ούτε την πείρα που αποκομίσαμε από την μέχρι τώρα πορεία μας, να αξιοποιήσουμε. Δεν έχουμε βρει ακόμα μια κοινή γλώσσα να συνεννοηθούμε.

ΜΕΤΑ από 50 και πλέον χρόνια παρουσίας μας εδώ, δεν έχουμε ακόμα καταφέρει να αποκτήσουμε ένα όργανο, που (όταν χρειάζεται) να μιλά εκ μέρους όλων μας.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ; Να μιλάμε όλοι μαζί και να μην ακούγεται κανένας ή, όπως στην περίπτωση της εφαρμογής της αμοιβαίας συμφωνίας για τις συντάξεις, να μην μιλά κανένας.

ΑΠΟ την μια, έχουμε μια τεράστια περιουσία διάσπαρτη σε (αναξιοποίητα) κτίρια σε ολόκληρη την Μελβούρνη και, από την άλλη, δεν έχουμε ένα Ελληνικό Κέντρο για το οποίο να είμαστε περήφανοι.

ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ έχουν καταντήσει οι περισσότεροι Σύλλογοί μας, που διαθέτουν μεγάλη περιουσία και ακόμα δεν έχουμε κάτσει όλοι μαζί να συζητήσουμε (σοβαρά) το πρόβλημα.

ΕΤΣΙ όπως πάμε, μετά από λίγα χρόνια και όταν θα φύγει η πρώτα γενιά που τα δημιούργησε, ίσως να μην ξέρει και κανείς πού βρίσκονται.

ΚΑΙ ενώ στην προσωπική μας ζωή φροντίζουμε να τακτοποιήσουμε εγκαίρως αυτά τα πράγματα, στη συλλογική συμπεριφερόμαστε λες και δεν δίνουμε δεκάρα τσακιστή για το τι θα απογίνουν.

ΑΝ όλα αυτά λένε κάτι (σε όσους συνεχίζουν να ενδιαφέρονται), είναι ότι οργανωτικά ως παροικία έχουμε αποτύχει.

ΕΝΑ άλλο μεγάλο πρόβλημα είναι η έλλειψη ποιότητας σε ό,τι κάνουμε. Βολευόμαστε με την προχειρότητα και δεν μας ενοχλεί η ανικανότητα.

ΣΤΗΝ έλλειψη ποιότητας (πάνω απ’ όλα) οφείλεται και έλλειψη ενδιαφέροντος για την γλώσσα μας.

ΕΝΑ παράδειγμα: οι νέοι στην Ελλάδα, που μαθαίνουν τα αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα, είτε στο σχολείο είτε σε φροντιστήρια, μιλούν πολύ καλύτερα την αγγλική, απ’ ό,τι τα δικά μας παιδιά εδώ την ελληνική.

ΒΕΒΑΙΩΣ και είναι διαφορετική η κατάσταση και παίζουν ρόλο και άλλοι παράγοντες, αλλά ως ένα βαθμό, τη διαφορά την κάνει η ποιότητα των δασκάλων. Και από εδώ αυτή η ποιότητα απουσιάζει, χωρίς να λείπουν και οι εξαιρέσεις.

ΚΑΙ η έλλειψη ποιότητας είναι εμφανής σε όλους τους τομείς της παροικιακής μας ζωής. Από την ηγεσία που (δήθεν) μας εκπροσωπεί, έως τις πολιτιστικές μας εκδηλώσεις.

ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ρόλο παίζει επίσης και η μεγάλη αδιαφορία που πλήττει, από την μια άκρη έως την άλλη, ολόκληρη την παροικία.

ΔΥΣΤΥΧΩΣ, η συντριπτική πλειοψηφία των συμπαροίκων ουσιαστικά δεν ενδιαφέρεται για τίποτα.

ΑΥΤΟ, βέβαια, δεν συμβαίνει μόνο στην παροικία μας, αλλά γενικότερα σε ολόκληρο τον κόσμο. Με τη διαφορά όμως, ότι το ποσοστό των αδιάφορων στην παροικία μας είναι πολύ υψηλότερο.

ΟΙ περισσότεροι είναι αραχτοί και περιμένουν τα πάντα από τους… άλλους. Αγανακτούν, διαμαρτύρονται και φωνάζουν μόνο όταν κάποιο πρόβλημα τους χτυπήσει την πόρτα.

ΕΝΑ παράδειγμα, επ’ αυτού, που μιλάει από μόνο του: δεκάδες φορές τα τελευταία χρόνια έχω γράψει για την ταλαιπωρία που υφίστανται πολλοί συμπάροικοι που καταφεύγουν στο Προξενείο για κάποια δουλειά τους.

ΕΙΝΑΙ ένα (από τα λίγα) υπαρκτά προβλήματά μας. Παρ’ όλα αυτά, κανείς δεν κάνει τίποτα για να λυθεί.

ΟΥΤΕ αυτοί που ταλαιπωρούνται, ούτε καμιά από τις παροικιακές μας οργανώσεις. Οι πρώτοι το ξεχνούν, όταν βολευτούν και γίνει η δουλειά τους και οι δεύτεροι ούτε καν ασχολούνται.

Η μεγάλη αδιαφορία έχει, επίσης, ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει κανένας έλεγχος και να μη λογοδοτεί ποτέ κανείς, από τους υπεύθυνους των διαφόρων οργανώσεων, για ό,τι κάνει.

ΤΑ περισσότερα απ’ όσα γίνονται, γίνονται έτσι για να γίνονται, για να βρισκόμαστε σε δουλειά και να μπαίνει και καμιά φωτογραφία μας στο «Νέο Κόσμο».

Η πιο καραμπινάτη από αυτές τις περιπτώσεις είναι αυτή του ΣΑΕ, για το οποίο η Ελληνική Πολιτεία έχει ξοδέψει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια.

ΑΚΟΜΑ και αυτοί που έχουν ταξιδέψει αρκετές φορές στην Ελλάδα (πρόεδροι, γραμματείς και μέλη παροικιακών Οργανισμών) δεν δίνουν (ούτε καν το παρών τους!) όταν το όργανο συνεδριάζει στη Μελβούρνη.

ΠΕΝΤΕ-δέκα άνθρωποι μαζεύονται, όλοι και όλοι στις εδώ συνεδριάσεις του και αυτοί για δικούς τους προσωπικούς λόγους.

ΟΣΟ για την ευρύτερη παροικία, που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί το ΣΑΕ και προσπαθεί να λύσει τα… προβλήματά της, ούτε από περιέργεια δεν ενδιαφέρεται για την ύπαρξη και τις δραστηριότητες του.

ΠΑΡ’ ΟΛΑ αυτά, κανείς από τους συμμετάσχοντες δεν ασκεί κριτική και δεν λέει δημόσια ούτε μια κουβέντα.

ΑΝ συνεχίζει να υπάρχει ΣΑΕ, όπως και πολλές άλλες παροικιακές οργανώσεις, είναι γιατί ενδιαφέρονται ακόμα για την προεδρία (τα ταξίδια) και τις διάφορες θεσούλες λίγα άτομα. Για κανέναν άλλο λόγο.

ΑΝ πάψουν να ενδιαφέρονται και αυτοί, θα επέλθει πλήρη οργανωτική ερημοποίηση της παροικίας μας.

ΕΝΑ άλλο ζωντανό παράδειγμα, που είναι ενδεικτικό του οργανωτικού εκφυλισμού μας, είναι αυτό της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης, της αρχαιότερης, μεγαλύτερης, γνωστότερης και πλουσιότερης Οργάνωσης της παροικίας μας.

ΠΑΝΩ από 20 χρόνια έχει να συζητηθεί στις Γενικές Συνελεύσεις της Κοινότητας οποιοδήποτε θέμα που ουσιαστικά αφορά τον ίδιο τον οργανισμό και την παροικία.

ΟΙ Συνελεύσεις ασχολούνται ή με διαδικαστικά θέματα ή επιλύουν διαφορές που προκύπτουν, από τις σφοδρές αντιπαραθέσεις και τους καυγάδες του Διοικητικού Συμβουλίου (και των μνηστήρων) για την ηγεσία. Με τίποτε άλλο.

ΑΜΦΙΒΑΛΩ αν αυτή τη στιγμή υπάρχουν 100 άτομα μέσα στην παροικία μας που να ενδιαφέρονται πραγματικά για την Κοινότητα.

ΟΙ Γενικές Συνελεύσεις είναι καθρέπτης, όχι μόνο της γενικότερης παροικιακής αδιαφορίας, για οτιδήποτε, αλλά και (κυρίως) της ποιότητας των ανθρώπων που ασχολούνται με την Κοινότητα.

ΜΕ τους ανθρώπους του «χθες», αλλά και του «σήμερα», που σε αρκετές περιπτώσεις είναι χειρότεροι από αυτούς του «χθες», επέρχεται σιγά, αλλά σταθερά, ο πλήρης μαρασμός.

ΔΕΝ ξέρω αν το έχετε αντιληφθεί, αλλά η Κοινότητα με τα… 5000 μέλη (αποκλειστικά στα χαρτιά!) έχει περιέλθει σε πλήρη αδιέξοδο.

ΤΟ μόνο που απασχολεί σχεδόν ολοκληρωτικά το σημερινό Διοικητικό Συμβούλιο και άλλους τόσους μνηστήρες απέξω (καμιά πενηνταριά άτομα δηλαδή όλα και όλα!) είναι ποιος θα καταλάβει την εξουσία στις επόμενες εκλογές.

ΤΑ δύο τελευταία χρόνια δραστηριοποιήθηκαν όλοι αποκλειστικά και μόνο για να γράψουν μέλη που θα τους ψηφίσουν στις εκλογές.

ΤΙΠΟΤΕ σχεδόν άλλο πέρα από τις τρέχουσες εκκρεμότητες της Κοινότητας δεν τους απασχόλησε. Καμιά συζήτηση για το μέλλον. Καμιά ιδέα και κανένας προγραμματισμός.

ΒΕΒΑΙΩΣ και θα κατεβάσουν όλοι οι συνδυασμοί γενικόλογα «προγράμματα» με το τι σχεδιάζουν να πράξουν αν εκλεγούν.

ΤΟ κάνουν εδώ και 30 χρόνια χωρίς να γίνεται τίποτα. Στο πλαίσιο αυτών των «προγραμμάτων» συμπεριλαμβάνονται και τα… μεγάλα έργα.

ΚΑΙ ενώ μιλάμε για ανεγέρσεις… πύργων και Παρθενώνων, ούτε καν συζητάμε την μεγάλη κρίση που πλήττει όχι μόνο την Κοινότητα, αλλά και ολόκληρη την παροικία, και δεν είναι άλλη από την έλλειψη ενδιαφέροντος από τους ενδιαφερόμενους!

ΚΑΙ όταν λέω «ενδιαφερόμενους», εννοώ όλους αυτούς για τους οποίους υποτίθεται ότι γίνεται ότι γίνεται και θα χτιστούν… πύργοι και Παρθενώνες.

ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ, θα έλεγα ότι αν δεν υπάρχει πραγματικό ενδιαφέρων εκ μέρους των αποδεκτών (των έργων μας) δεν υπάρχει και λόγος να προσπαθούμε.

ΔΕΝ ξέρω τι είναι αυτό που μπορεί να μας βγάλει από τον λήθαργο της αδιαφορίας, ξέρω όμως πώς πρέπει να συζητήσουμε το θέμα. Γεια χαρά.