Να μην είναι τα παιδιά το όπλο σε πεδίο μάχης

Το Οικογενειακό Δικαστήριο έχει σηκώσει τον δείκτη προς το μέρος των χωρισμένων ζευγαριών, έχει υψώσει τη φωνή και διατείνεται ότι «οι γονείς που έχουν την επιμέλεια των παιδιών, είναι υποχρεωμένοι να τα παραδίνουν στον/στην πρώην σύντροφο τις μέρες που έχει ορίσει το δικαστήριο, άσχετα αν αυτά θέλουν ή όχι να πάνε».

Αφορμή ένας έξω φρενών χωρισμένος πατέρας που πήγε στο σχολείο, ως συνήθως να παραλάβει τους δυο γιους του, 11 και 12 χρόνων, και εις μάτην περίμενε να βγουν έξω και να τον συναντήσουν στο γνωστό μέρος.

Πιστεύοντας ότι, για κάποιο λόγο έχουν καθυστερήσει, περίμενε μέχρι που έφυγε και το τελευταίο παιδί και έκλεισαν οι πόρτες του σχολείου.
Τα κινητά τους ήταν απενεργοποιημένα, το ίδιο και της πρώην συζύγου του από την οποία είχε χωρίσει τον περασμένο Δεκέμβρη.
Στις 5.30 μ.μ. πήρε ένα τηλεφώνημα που έδωσε διέξοδο στην αγωνία του, όχι όμως και τον θυμό του.

Η πρώην του, τον πληροφορούσε ότι τα παιδιά είναι μαζί της και δεν θέλουν με κανέναν τρόπο να πάνε σε κείνον.
Ο 42χρονος πατέρας, έξω φρενών, τής είπε ότι είναι δική της ευθύνη, όχι απλά να τα ρωτήσει αν θέλουν να πάνε μαζί του, αλλά να τούς το επιβάλει, τονίζοντας ότι είναι απόφαση του δικαστηρίου.

ΣΦΟΔΡΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ

Η μητέρα, στο δικαστήριο όπου έφτασε η υπόθεση, είπε ότι δεν «μπορούσε να τα στείλει με τη βία στον πατέρα τους, αν τα παιδιά δεν θέλουν να πάνε».
Ο δικαστής Πολ Κρόνιν, εντούτοις, εξαπέλυσε σφοδρή κριτική εναντίον της, υποστηρίζοντας ότι «δεν ενέπνευσε στα παιδιά την επιθυμία να θέλουν να δούνε τον πατέρα τους». Τής επέβαλε δε, αν ξανασυμβεί αυτό, να τα πάρει και να τα πάει η ίδια προσωπικά στον πατέρα τους.

«Υπάρχουν υποχρεώσεις των γονέων που είναι ανεξάρτητες από τις επιθυμίες των παιδιών», τόνισε ο δικαστής.

«Δεν λέω να τα βιάσει να πάνε, να τα σπρώξει έξω από την πόρτα, όπου τα περιμένει ο πατέρας τους. Υπάρχει ένα βήμα πριν από αυτό. Να κάνει τα παιδιά να καταλάβουν ότι είναι υποχρεωμένα να πάνε. Να τούς το επιβάλει με τον ίδιο τρόπο που κάνει για να τους επιβάλει πειθαρχία σε άλλα θέματα. Να τα επηρεάσει θετικά. Είναι απλό», δήλωσε.

Με την άποψη, όμως, αυτή θα διαφωνήσει ο Τσαρλς Πιγκνέλ, από το Εθνικό Συμβούλιο για Παιδιά Διαζευγμένων Γονιών: «Πρέπει να δούμε το θέμα και από την πλευρά των παιδιών. Πώς είναι δυνατόν να ισχυριστούμε ότι είναι για το καλό τους να τα σπρώξουμε με τη βία σε μια σχέση; Όταν ένα παιδί είναι 10 και 11 χρόνων, μπορεί να αποφασίσει από μόνο του τι θέλει».

Συνήθως, την κηδεμονία των παιδιών, σε περιπτώσεις χωρισμού, εξακολουθεί να την έχει η μητέρα. Έχει διαπιστωθεί ότι είναι ευκολότερο για μια γυναίκα να συνδυάσει «παρτ τάϊμ ή και φουλ τάϊμ δουλειά, παιδιά, σπίτι και νοικοκυριό», από έναν άντρα. Όμως, οι οργανισμοί διαζευγμένων αντρών, έχουν κάνει ένα ισχυρό μέτωπο και διεκδικούν, εδώ και χρόνια, τα δικαιώματά τους, σ’ έναν χώρο που αισθάνονται ότι αδικούνται κατάφορα. Αυτόν της δίκαια μοιρασμένης κηδεμονίας των παιδιών τους. Εκείνο που επέτυχαν, επί κυβέρνησης Χάουαρντ, είναι η αυστηρότερη μορφή νόμων του Οικογενειακού Δικαίου, στις περιπτώσεις που ο ένας από τους δύο γονείς, δεν έχει 50% της κηδεμονίας (γιατί υπάρχει κι αυτό), αλλά δικαιούται μόνο επισκέψεις από τα παιδιά του σε τακτά διαστήματα. Αυτές οι επισκέψεις, σήμερα, δεν είναι προαιρετικές, αλλά υποχρεωτικές. Τι κάνουν όμως εκείνοι τους οποίους βρίσκει η τσιμπίδα του νόμου να μην είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους;
Ας ακούσουμε τον Τζέφρι Γκριν, από το Συμβούλιο Μοιρασμένη Κηδεμονία: «Η μέθοδος ονομάζεται ‘σταυρωμένα χέρια». Ο γονιός στέκεται εκεί με τα χέρια σταυρωμένα και λέει: «Δεν μπορώ να βιάσω τα παιδιά να πάνε, όταν εκείνα δεν το επιθυμούν». Κανονικά ακούγεται ως μια πολύ λογική απάντηση. Να, όμως που έρχεται ο νόμος και λέει «είναι δική σου ευθύνη να μην φτάσουν τα πράγματα εκεί. Να επηρεάσεις τα παιδιά θετικά προς τον πατέρα. Όχι μόνο να τα έχεις έτοιμα για την επίσκεψη, αλλά, αν χρειαστεί, να τα παραδώσεις εσύ στον πρώην σύντροφό σου».

ΠΙΟ ΠΟΛΥΠΛΟΚΟ. ΑΠ’ Ο,ΤΙ ΦΑΙΝΕΤΑΙ

«Το θέμα είναι πολύ πιο πολύπλοκο, από ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως», θα πει ο γνωστός δικηγόρος, Τζον Βέλος. «Αν το παιδί αρνείται να πάει με τον γονιό, ο οποίος δεν έχει την καθημερινή επιμέλειά του, αλλά συνήθως βλέπει μια μέρα την εβδομάδα και κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο, θα πρέπει να εξεταστεί από ψυχολόγο ή ψυχίατρο και να εντοπιστεί ποιος είναι ο λόγος. Αν είναι, δηλαδή, από απλό καπρίτσιο ή πρόκειται για κάτι σοβαρό. Αν ισχύει το δεύτερο, θα πρέπει να γίνει αναφορά από τους ειδικούς συμβούλους ή ψυχολόγους του δικαστηρίου, ώστε να διαλευκανθεί η υπόθεση.

Δεν θα πρέπει, σε καμία περίπτωση να μας διαφεύγει ότι ενδέχεται οι λόγοι που κρύβονται πίσω από την άρνηση ενός παιδιού, να είναι όντως πολύ σοβαροί, όπως αμέλεια, κακοποίηση σωματική ή ψυχολογική, για να αναφερθώ στα πιο βασικά. Από την άλλη πλευρά – και θα ήθελα να το τονίσω αυτό ιδιαίτερα – σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει τα παιδιά να χρησιμοποιούνται, από τους χωρισμένους γονείς, ως όπλο σε πεδίο μάχης. Όπλο για να πληγώσει ο ένας τον άλλον, να τον εκδικηθεί για κάποια συμπεριφορά που πιθανόν προκάλεσε το χωρισμό ή απλά για να του κάνει τη ζωή δύσκολη.

Να τονίσω, επίσης, ότι, σε περιπτώσεις χωρισμού, νομικά τουλάχιστον, πάνω απ’ όλα μπαίνει το συμφέρον των παιδιών. Τι είναι καλύτερο για το παιδί. Όμως οι νόμοι δεν αρκούν από μόνοι τους. Χρειάζονται και τον παράγοντα “άνθρωπο”».

ΤΥΦΛΩΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥΣ

Κι εκεί είναι που συχνά δημιουργούνται προβλήματα. Γιατί, παρ’ ότι δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς ότι οι γονείς, στην πλειονότητά τους, θέλουν πραγματικά το καλύτερο για τα παιδιά τους, τα πάθη τους, σε περιπτώσεις χωρισμού, μερικές φορές, τους τυφλώνουν.
Το πιο «πρόχειρο όπλο» τους, είναι όντως το παιδί που το χρησιμοποιούν για να εκβιάσουν καταστάσεις, να κάνουν ψυχολογικό πόλεμο, να δηλητηριάσουν τη ζωή εκείνου που πιθανόν, μετά τον χωρισμό, να είναι κάπου αλλού ευτυχισμένος.

Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ είναι ότι πίσω από κάθε άρνηση του παιδιού, υπάρχει κάποιος λόγος. Η μητέρα, αν εκείνη έχει την επιμέλεια του παιδιού, μπορεί να μην κάνει κάτι δραστικό για να δηλητηριάσει τις σχέσεις παιδιού και πατέρα, μετά το χωρισμό, είναι πιθανόν όμως να μη κάνει και κάτι θετικό, όπως είπε ο δικαστής Κρόνιν για να επηρεάσει θετικά τη διάθεση του παιδιού προς τον πατέρα. Και ίσως εκεί είναι η γκρίζα περιοχή που θα πρέπει να διαλευκανθεί, από τους ειδικούς. Υπάρχουν περιπτώσεις που, μετά από έναν χωρισμό, είναι και ο γονιός που έχει απορριφθεί από τον/την σύντροφό του που χρειάζεται ψυχολογική στήριξη για να μπορέσει να ορθοποδήσει. Το να επιβάλει λοιπόν ο νόμος να βλέπει το παιδί τον γονιό που δεν έχει την επιμέλειά του, μια φορά το 15ήμερο ή και συχνότερα, ίσως δεν αρκεί. Οι σύμβουλοι και οι ψυχολόγοι του Οικογενειακού Δικαστηρίου θα πρέπει να εξετάζουν κάθε υπόθεση ιδιαίτερα και να παρακολουθούν την εξέλιξή της, όταν πραγματικά η Πολιτεία εννοεί αυτό που ισχυρίζεται, ότι δηλαδή «πάντων προέχει το καλό του παιδιού».