Για να διαμορφώσουμε γνώμη για τα φιλελληνικά αισθήματα του Λόρδου Βύρωνα θα πρέπει να σκύψουμε πάνω στο έργο του, που απαρτίζεται από τα ποιήματα, τις επιστολές και τις σημειώσεις που κρατούσε στο ημερολόγιό του.

Όμως, για την κατανόηση του έργου του, και για την ερμηνεία των απόψεων που εκφράζονται σ’ αυτό, θα πρέπει πάντοτε να λαμβάνουμε υπόψη την ηλικία του Βύρωνα όταν το δημιουργούσε, καθώς επίσης και τις επικρατούσες συνθήκες στην Αγγλία, στην Ελλάδα, και στην Ευρώπη γενικότερα.
Δεδομένου ότι ο Βύρων γεννήθηκε το 1788 και πέθανε το 1823, δηλαδή σε ηλικία 36 ετών, δεν είναι δυνατόν να δίνουμε την ίδια βαρύτητα σε απόψεις που εξάγονται από τα τις επιστολές και τα ποιήματά του στις αρχές της δεκαετίας του 1810, με εκείνες που εξάγονται από τις επιστολές, το ημερολόγιό του, και από ποιήματα της δεκαετίας του 1820.

 Ο Βύρων επισκέφθηκε την Ελλάδα δύο φορές. Την πρώτη ως αρχαιολάτρης περιηγητής κατά την περίοδο 1809-1811, όταν η Ελλάδα ήταν ακόμη τουρκοκρατούμενη, και τη δεύτερη το 1823-24, αυτήν τη φορά για να πάρει μέρος στην Επανάσταση.
Με άλλα λόγια, ο Βύρων την πρώτη του επίσκεψη (1809-1811) την έκανε ως προσκυνητής του ένδοξου παρελθόντος της αρχαίας Ελλάδας, ενώ στην δεύτερη επίσκεψη κατήλθε ως υπέρμαχος της ανεξαρτησίας της νέας Ελλάδας της εποχής του.

Όσοι δεν μπορούν να κάνουν αυτήν την διάκριση, τον αδικούν κατάφωρα αμφισβητώντας τα φιλελληνικά του αισθήματα, και χαρακτηρίζοντάς τον ως φιλότουρκο.
Εκείνοι που αμφισβητούν τα φιλελληνικά αισθήματα του Βύρωνα, βγάζουν τα συμπεράσματά τους από κάποια επικριτικά σχόλια για τους υπόδουλους Έλληνες, που έκανε κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψής του στην Ελλάδα, σε ηλικία 21-22 ετών.

Τότε ο Βύρων, επηρεασμένος από τις πανεπιστημιακές του σπουδές για την Ελλάδα των κλασικών χρόνων, κατέκρινε τους Έλληνες που ανέχονταν τον τουρκικό ζυγό.
Την περίοδο εκείνη, στην σκέψη του Βύρωνα κυριαρχούσε η εικόνα της αρχαίας Ελλάδας, όπως την είχε οραματισθεί από τα εγκύκλια μαθήματά του στο φημισμένο σχολείο της Αγγλίας Χάροου, και απο τις κλασικές σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ.

Δεκατρία χρόνια αργότερα, δηλαδή το 1823, εντυπωσιασμένος από το σύνθημα των επαναστατημένων Ελλήνων «Ελευθερία ή θάνατος», και διαποτισμένος από τα ιδεώδη της Γαλλικής Επανάστασης, επέστρεψε στην Ελλάδα όχι ως περιηγητής, αλλά με την πρόθεση να βοηθήσει οικονομικά το αγωνιζόμενο ελληνικό έθνος, και να πάρει και ο ίδιος μέρος στον απελευθερωτικό του αγώνα.

Οι επιστολές, και το μόνο ποίημα που έγραψε κατά την περίοδο εκείνη, δεν αφήνουν περιθώριο για τα φιλελληνικά αισθήματα του Βύρωνα. Σε αυτά θα αναφερθώ την ερχόμενη εβδομάδα.
Όσο για εκείνους που τον χαρακτηρίζουν ως πράκτορα των Άγγλων, το μόνο που έχω να πω είναι πως έχουν τέλεια άγνοια της ιστορίας της περιόδου εκείνης, και του γεγονότος ότι ο Βύρων είχε εγκαταλείψει την πατρίδα του για χρόνια.

Ο Λόρδος Βύρων, με τις αντικαθεστωτικές, αλλά και επαναστατικές, αντιλήψεις του, θα ήταν το τελευταίο πρόσωπο που θα στρατολογούσε η Μεγάλη Βρετανία για την προάσπιση των αυτοκρατορικών συμφερόντων της. Στην Βουλή των Λόρδων ο Βύρων ήταν ο μόνος που είχε πάρει το μέρος των εργατών, γνωστών ως Λουδδίτες, που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο, γιατί είχαν καταστρέψει τα νέα μηχανήματα, που τους έπαιρναν τις δουλειές.
Και δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Βύρων άσκησε δριμύτατη κριτική, όπως θα δούμε την ερχόμενη εβδομάδα, κατά του συμπατριώτη του Λόρδου Έλγιν για τα κλεμμένα γλυπτά του Παρθενώνα.

ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Την Αθήνα ο Βύρων την επισκέφθηκε για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα του 1809. Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στο Σούνιο, εμπνεύσθηκε το περίφημο ποίημα «Τα νησιά της Ελλάδας» – The isles of Greece -, το οποίο αργότερα ενσωμάτωσε στο επικολυρικό του ποίημα «Δον Ζουάν».
Στο ποίημα αυτό ο Βύρων παρουσιάζει έναν ανώνυμο Έλληνα ποιητή – πρόκειται για φανταστικό πρόσωπο -, ο οποίος έχει μπροστά του ένα ποτήρι σαμιώτικο κρασί, και θρηνεί την σκλαβιά της πατρίδας του.

Δίνω ένα μέρος από το εν λόγω ποίημα, σε μετάφραση του Αργύρη Εφταλιώτη.

Τα νησιά της Ελλάδας! ω νησιά βλογημένα,
που με αγάπη και φλόγα μια Σαπφώ τραγουδούσε,
που πολέμων κι ειρήνης δώρα ανθίζαν σπαρμένα,
που το φέγγος του ο Φοίβος απ’ τη Δήλο σπορπούσε!
Αχ, ατέλειωτος ήλιος σας χρυσώνει ως τα τώρα,
μα βασίλεψαν όλα, όλα τ’ άλλα σας δώρα!

Πού είν’ εκείνα! Πού είναι, ω πατρίδα καημένη!
Κάθε λόγκος σου τώρα κι ακρογιάλι εβωβάθη!
Των παλιών των ηρώων ένας μύθος δε μένει,
της μεγάλης καρδιάς τους κάθε χτύπος εχάθη.
Και τη λύρα σου ακόμα την αφήνεις, οϊμένα!
απ’ τους θείους ψάλτες να ξεπέσει σ’ εμένα!

Μες τον άδοξο δρόμο, που μια τύχη με σέρνει
με φυλή που σηκώνει της σκλαβιάς αλυσίδα,
κάποιο βάλσαμο κρύφιο στο τραγούδι μου φέρνει
η ντροπή, που με πιάνει για μια τέτοια πατρίδα!
Και τι νά ’χει εδώ άλλ’ ο ποιητής, παρά μόνο
για τους Έλληνες πίκρα, για τη χώρα τους πόνο!

Πρέπει τάχα να κλαίμε μεγαλεία χαμένα
και ντροπή να μας βάφει, αντίς αίμα ως πρώτα;
Βγάλε, ω γης δοξασμένη, απ’ τα σπλάχνα σου ένα
ιερό απομεινάρι των παιδιών του Ευρώτα!
Απ’ εκειούς, τους τριακόσιους, τρεις αν έρθουνε, φτάνουν,
άλλη μια Θερμοπύλα στα βουνά σου να κάνουν

Με σαμιώτικο πάλι το ποτήρι ας γεμίσει!
Μες τον ίσκιο χορεύουν οι κοπέλες μας πάλι̇
σαν τα μαύρα τους μάτια δεν είδε άλλα η φύση.
Μα σαν βλέπω τη νιότη και τ’ αφράτα τους κάλλη,
το δικό μου το μάτι το θολώνει μια στάλα,
που για σκλάβους φυλάγουν των βυζιών τους το γάλα!

Στο ποίημα αυτό η λύπη του Βύρωνα για την σκλαβωμένη Ελλάδα είναι καταφανής, όπως έκδηλη είναι και η απογοήτευση που εκφράζει για την παθητική στάση των υπόδουλων Ελλήνων, που ανέχονταν το ζυγό ενός άξεστου δυνάστη.
Να μην ξεχνάμε όμως πως το ποίημα το εμπνεύστηκε το 1810, τέσσερα χρόνια πριν από τη σύσταση της Φιλικής Εταιρείας το 1814, και 11 χρόνια πριν από την έναρξη της Επανάστασης το 1821.

Την απάντηση στην τελευταία στροφή του παραπάνω ποιήματος την δίνει ο Διονύσιος Σολωμός, σε πέντε στροφές (83-87) του ποιήματός του «Ύμνος εις την Ελευθερία», γραμμένο το 1823, με άλλα λόγια δύο χρόνια μετά την έναρξη της Επανάστασης.
Παραθέτω τις στροφές αυτές.

Στη σκιά χεροπιασμένες,
στη σκιά βλέπω κι εγώ
κρινοδάκτυλες παρθένες
οπού κάνουνε χορό̇

στο χορό γλυκογυρίζουν
ωραία μάτια ερωτικά,
και εις την αύρα κυματίζουν
μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.

Η ψυχή μου αναγαλλιάζει
πως ο κόρφος καθεμιάς
γλυκοβύζαστο ετοιμάζει
γάλα ανδρείας και ελευθεριάς.

Μες τα χόρτα, τα λουλούδια,
το ποτήρι δεν βαστώ̇
φιλελεύθερα τραγούδια
σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Έτσι, ενώ ο ανώνυμος ποιητής, διά της πένας του Βύρωνα, εκφράζει τον πόνο του για τη σκλαβιά της πατρίδας του, και την πικρία του στην σκέψη πως το γάλα των νέων κοριτσιών προοριζόταν να θρέψει σκλάβους, ο Σολωμός απαντάει πως ο κόρφος των κοριτσιών ετοιμάζει «γάλα ανδρείας και ελευθεριάς», αφού το ελληνικό γένος αναδύθηκε σε έναν επικό αγώνα για την απελευθέρωσή του.

Επιπλέον, ο Σολωμός δηλώνει πως δεν περιορίζεται σε θρήνους για την κατάσταση της πατρίδας του, αλλά παροτρύνει τους συμπατριώτες του με «φιλελεύθερα τραγούδια», σαν ένας σύγχρονος Πίνδαρος.

Πιο όμορφο διάλογο μεταξύ δύο ποιητών δεν έχω διαβάσει. Την χρονιά (1823) που ο Σολωμός έγραψε τον «Ύμνο εις την Ελευθερία» ο Βύρων είχε αποφασίσει να πάει στην Ελλάδα για να πάρει μέρος στην Επανάσταση.

Την ερχόμενη εβδομάδα θα αναφερθώ σε επιστολές του Βύρωνα, και σε άλλα του ποιήματα, για να διαπιστώσουμε τη γνησιότητα, αλλά και το βάθος, των φιλελληνικών του αισθημάτων.