ΜΕΡΟΣ 2o
Στο προηγούμενο άρθρο είδαμε πώς ορίζουν τη «Ρωμιοσύνη» κάποιοι μελετητές που ανήκουν στον εκκλησιαστικό χώρο. Είδαμε μια «Ρωμιοσύνη» που δεν ταυτίζεται με την Ελλάδα ούτε με το έθνος των Νεοελλήνων, αλλά με το «άγιο έθνος» της μεγάλης Ρωμανίας (το λεγόμενο «Βυζάντιο»), που αγκαλιάζει κάθε ορθόδοξο χριστιανό: τον Βούλγαρο, τον Σέρβο, τον Ρώσο, τον Έλληνα κ.ά.

Είδαμε, επίσης, το πρώτο χαρακτηριστικό σημείο της «Ρωμιοσύνης του Ρίτσου», που εκφράζει την τάξη των ταπεινών, των καταφρονημένων, των προδομένων και καταπιεσμένων, αλλά και των αντιστεκόμενων Ελλήνων. Σ’ ετούτο το άρθρο θα δούμε τα άλλα τρία χαρακτηριστικά σημεία της «Ρωμιοσύνης του Ρίτσου» και κατόπιν θα προχωρήσουμε στο δεύτερο σημείο της ομιλίας μου, που αφορά το «πάντρεμα» του Κομμουνισμού με την Ορθοδοξία.

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ…

«2) Λέγεται ότι η Ρωμιοσύνη του Ρίτσου εκφράζει την ενιαία συνείδηση του τόπου και του χρόνου, που κουβαλά ο Ρωμιός ως ήθος και ως ιστορικό τρόπο ζωής. Είναι αυτή η στενή σχέση με τη γη, που ξεπηδά από τους πρώτους κιόλας στίχους της «Ρωμιοσύνης», όπου τα στοιχεία του τοπίου ταυτίζονται με τη στάση ζωής που επιλέγουν οι άνθρωποι που κατοικούν αυτή τη γη. Τα δέντρα είναι πρόσωπα, που «δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό». Οι πέτρες είναι καρδιές ανθρώπων, που «δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα». Όμως ο ιστορικός τρόπος ζωής που κουβαλά ο βυζαντινός Ρωμιός ουδεμία σχέση έχει με τον τρόπο ζωής ενός Οδυσσέα, ενός Σωκράτη, ενός Περικλή. Ίδιο τοπίο, διαφορετική συνείδηση.

»3) Λέγεται ότι η Ρωμιοσύνη του Ρίτσου είναι το σύμβολο της αιώνιας αγρύπνιας και αντίστασης του ελληνικού λαού στις κάθε λογής επιθέσεις και στο βιασμό της ταυτότητάς του. Επιπλέον, η Ρωμιοσύνη του Ρίτσου μπορεί να θεωρηθεί ως πρότυπο συμφιλίωσης του ανθρώπου με τον εαυτό του, που επιμένει να προασπίζεται τον δεσμό του με τον τόπο του και την ελευθερία του. Όμως και ο προχριστιανικός Έλληνας αντιστεκόταν στις κάθε λογής επιθέσεις και στο βιασμό της ταυτότητάς του, αλλά δεν άλλαξε το εθνικό του όνομα, από «Έλληνας» σε κάτι άλλο.

»4) Λέγεται πως τον Ρίτσο τον απασχόλησε το ζήτημα της νεοελληνικής ταυτότητας, που την αναζητούσε σε σχέση πάντα με το μακραίωνο ιστορικό παρελθόν. Έψαχνε να βρει μια πολιτισμική-εθνική-φυλετική συνέχεια κι ενότητα. Πολύ καλά. Όμως για να ξεπηδήσει αυτή η πολιτισμική «συνέχεια» κι «ενότητα», έπρεπε ο ποιητής να βάλει τον Χριστό να πατά και αυτός σταφύλια, να κρατά και αυτός τον διονυσιακό θύρσο, να ευλογεί το θέατρο, να βάλει τους χριστιανούς να αθλούνται γυμνοί κάτω από την ελληνικό ήλιο, να βάλει τον Άγιο Νικόλαο να κρατά την τρίαινα του Ποσειδώνα. Αν τη συνέχεια αυτή την έχει δείξει ο ποιητής σε κάποια άλλα ποιήματά του, δεν ντρέπομαι να καταθέσω την άγνοιά μου.

»Συμπερασματικά, από τα τέσσερα αυτά σημεία, φαίνεται πως η Ρωμιοσύνη του Ρίτσου δεν μυρίζει υποδουλοσύνη, γιατί ο ποιητής δεν συνδέει τον «Ρωμιό» με τον «Ρωμαίο», δηλ. με τον πολίτη της αρχαίας Ρώμης. Κι όμως, είναι ο πολίτης της Ρώμης που δάνεισε το όνομά του στον ορθόδοξο χριστιανό της Ανατολής.  Και είναι ο ορθόδοξος χριστιανός της Ανατολής που αρνήθηκε να τον ονομάζουν «Έλληνα» για πάνω από χίλια χρόνια. Τον Ρίτσο δεν τον ενδιαφέρει αυτή η ιστορία: του φτάνει που κάποιοι τον ονόμασαν «Ρωμιό».  

ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΗΜΕΙΟ

»Αναμφίβολα, ο Γιάννης Ρίτσος ήταν (και ίσως ακόμη είναι) ο μπροστάρης της αριστερής νεοελληνικής ποίησης. Ήταν ο στρατευμένος κομμουνιστής-ποιητής, που έδωσε πολλές και σκληρές μάχες στο όνομα του κομμουνιστικού κινήματος. Αλλά ο Γιάννης Ρίτσος δεν ήταν μόνο ο στρατευμένος κομμουνιστής-ποιητής: ήταν και ο στρατευμένος Ρωμιός, δηλ. ένας καλός ορθόδοξος χριστιανός. Στο ποιητικό του έργο «Ρωμιοσύνη» τον ακούμε να μιλά για κάποια Παναγιά που «πλαγιάζει στις μυρτιές με τη φαρδιά της φούστα λεκιασμένη απ’ τα σταφύλια», για κάποιο κλειδί που κλειδώνει την καρδιά, «που με τα δυο θυρόφυλλά της διάπλατα κοιτάει του Θεού τα’ αστροπερίχυτα περβόλια», για κάποιο πευκόδασο, που «στεγνώνει το ξωκλήσι του Αη-Γιαννιού του Νηστευτή», για κάποιον μακρινό δρόμο, που είναι ο πιο κοντινός «στην καρδιά του Θεού», για κάποιο «πεζούλι της Αγια-Σωτήρας» και για κάποιο λάδι για το «καντήλι της Αγια-Βαρβάρας», που σίγουρα ήταν βάρβαρη.
»Κι ενώ στο ποίημα αυτό βρίσκουμε ξεκάθαρες αναφορές στο πνεύμα της Ορθοδοξίας, δεν βρίσκουμε ούτε μία αναφορά στο πνεύμα του κλασικού Ελληνισμού. Πουθενά δεν απαντά η λέξη «Ελλάδα» ή η λέξη «Έλληνας» ή έστω η λέξη «Γραικός», που κρεμόταν από τα ξεψυχισμένα χείλη του Αθανάσιου Διάκου. Το μόνο που βρίσκουμε είναι ένας μαντατοφόρος, που κάτω από τη μασχάλη του «κρατεί σφιχτά τη ρωμιοσύνη, όπως κρατάει ο εργάτης την τραγιάσκα του μέσα στην εκκλησία». Συνεπώς, ο ποιητής, στο ποίημά του αυτό, δηλώνει την αφοσίωσή του στην μακραίωνη παράδοση της Ανατολικής Ορθοδοξίας, με τους αγίους της, με τις χρυσοποίκιλτες θαυματουργές εικόνες, με τους ιερομόναχους, με τις άσβεστες καντήλες και τα ψηλά καμπαναριά.

»Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Μπορεί ένας καλός κομμουνιστής να είναι και καλός ορθόδοξος χριστιανός; Με άλλα λόγια, μπορεί κανείς να «παντρέψει» τον μαρξιστικό Κομμουνισμό με την Ορθοδοξία, ενόψει της περιλάλητης ρήσης του Μαρξ ότι η θρησκεία είναι το όπιο του λαού; Ο Γιάννης Ρίτσος, όπως και κάθε κομμουνιστής που αξίζει το αλάτι του, γνώριζε τη θέση του Μαρξ απέναντι στη θρησκεία. Και όπως πολύ σωστά έχει υποστηρίξει και η Λιλή Ζωγράφου, με το βιβλίο της, Αντιγνώση – Τα Δεκανίκια του Καπιταλισμού, το παγκόσμιο σύστημα οικονομικής εκμετάλλευσης θεμελιώθηκε πάνω στη θρησκεία, και κυρίως πάνω στη βιοθεωρία του Χριστιανισμού. Προσωπικά απορώ πώς ένας κομμουνιστής χρησιμοποιεί τα δεκανίκια του Καπιταλισμού για να στηρίξει την κομμουνιστική του ιδεολογία.»
 (Συνεχίζεται)