Με την ευκαιρία της προχθεσινής επετείου του ΟΧΙ κάτι ξεκίνησα να πω στα εγγόνια μου, τηλεφωνικώς, σχετικά με τη σοβαρότητα και το μέγεθος της αξίας του και από την απάντηση κατάλαβα ότι ακριβώς υποψιαζόμουνα.

– Παππού να σου δώσω τον μπαμπά να του πεις χρόνια πολλά και θέλει και εκείνος να σου μιλήσει. Όσο για το ΟΧΙ εκτός από την τηλεόραση, μας τα είπαν και στο σχολείο και ανάθεμά με αν κατάλαβα τα περί βαθιού νοήματος. Επί του θέματος θα τα πούμε όταν θα έλθεις στην Ελλάδα, αν βέβαια συμπέσει να εμφανιστείς την περίοδο της επετείου του ηρωικού ΟΧΙ.

Απογοήτευση. Ήθελα να γράψω για την επέτειο. Να θυμηθώ εκείνα τα χρόνια να ξαναφέρω στο νου αυτά που μου έλεγε ο πατέρας μου για τον πόλεμο, για το αίμα, για την αιχμαλωσία, για τα τόσα που είδε, για τα τόσα που ήθελε να πει και δεν είπε. Μαζί με το ΟΧΙ να φέρω στο νου τους ήρωες και μ’ αυτούς τον δικό μου τον γονιό, τον τιμημένο, τον ξεχασμένο.

Για ποίον να τα γράψω; Ποίον θα ενδιέφεραν σήμερα; Άλλωστε, όλοι οι συνομήλικοι μας δεν έχουν κάποιον θαμμένο, δικό τους ήρωα στην Πατρίδα; Οι περισσότεροι έχουν κάποιο άτομο τιμημένο, σε κάποια μάχη χαμένο και για τους πιο πολλούς, πλέον, ξεχασμένο.
Ας αλλάξουμε θέμα.

Η κυρία που είναι επί της υποδοχής πελατών, αναγνωστών και φίλων του «Νέου Κόσμου» (στο Ρεσέψιον που λένε και οι αγγλομαθείς ομογενείς) με ειδοποίησε πως κάποιος κύριος θέλει να με δει για λίγο.

Από το όνομά του (από θυμητικό σκίζω) θυμήθηκα πως είχαμε πρωταγωνιστήσει και οι δύο, σε κάποιον σύλλογο, που είχε αναγεννηθεί εκ της τέφρας του, σαν τον φοίνικα και πριν προλάβει να δει το φως του ήλιου (ο φοίνικας) τον θάψαμε βάζοντας την σφραγίδα της… ελληνικής εξυπνάδας και φαγωμάρας

– Καλημέρα. Με θυμάσαι κ. Κώστα; Ο Αλκιβιάδης είμαι. Τελευταία βρεθήκαμε στην κηδεία του Πέτρου του Πετράνη, ο Θεός να τον συγχωρέσει.

– Καλημέρα Αλκιβιάδη, σε θυμάμαι και όσον αφορά τον Πέτρο δεν έχει να χάσει χρόνο πολύ ο Μεγαλοδύναμος γιατί δεν έχει πολλά να του συχωρέσει.  Αν ζητήσουμε να συγχωρέσει ο Θεός τον Πέτρο, θα πρέπει να γονατίσουμε και να φωνάξουμε δυνατά, όλοι όσοι τον ξέραμε: «Θεέ μου, σε παρακαλούμε συγχώρεσέ τον δούλο σου Πέτρο. Το μόνο μεγάλο αμάρτημά του ότι αγάπησε πολύ, μα πάρα πολύ, την πατρίδα του. Αγωνίστηκε, πάλεψε, πόνεσε γι’ αυτήν και πληγώθηκε. Συγχώρεσέ τον Κύριε».
– Πώς από εδώ Αλκιβιάδη; Τι μπορώ να κάνω για σένα;
– Ήλθα να σου μιλήσω για το Θάνατο. Να φιλοσοφήσω μαζί σου πάνω στο θέμα. Να σου πω το λόγο, το πως ξεκίνησα να τον πλησιάσω, υστερόβουλα και πονηρά και πως έχω φτάσει σήμερα να τον αντικρίζω ψύχραιμα, να του μιλάω, να του γελάω και να τον κοροϊδεύω.      
– Αν έχεις φτάσει στο σημείο να κοροϊδεύεις το θάνατο, Αλκιβιάδη, έχεις κερδίσει θέση περιωπής στην μετά θάνατο…ζωή. Ο θάνατος, απ΄ ό,τι έχω μάθει, εκτιμά αφάνταστα αυτούς που τον κοροϊδεύουν.
– Θα στα πω όλα με την σειρά τους. όπως ξεκίνησαν κι όπως έχουν φτάσει τώρα. Θα βγάλεις συμπέρασμα εσύ. Θα τα βάλεις με τη σειρά, θα γράψεις.
Από τον καιρό που πέθανε η κυρά μου, χάθηκα. Ούτε να μαγειρέψω ήθελα, ούτε να φάω. Κάποια πρόχειρα φαγητά, κάτι στο πόδι που λένε. Έτσι την έβγαζα. Μία Πέμπτη πήγα στην κηδεία ενός φίλου. Του μίλησα, τον συνόδευσα στην τελευταία του κατοικία, στο υπόγειο για να λέμε τα πράγματα με τ΄ όνομά τους και μετά γυρίσαμε στην αίθουσα δίπλα στην εκκλησία όπου η οικογένεια δέχτηκε τα συλλυπητήρια και για να μας ευχαριστήσει μας τάισε. Φάγαμε πολύ καλά και ήπιαμε και κρασάκι και καφεδάκι και απ’ όλα. Έβαλα και στη τσέπη μου μερικά κουλουράκια και δίπλωσα και σε μια πετσέτα κάτι τυρόπιτες σπιτίσιες.

Την άλλη ημέρα, Παρασκευή, ο «Νέος Κόσμος» της Πέμπτης με οδήγησε σε άλλη κηδεία, αγνώστου (γνωριστήκαμε στην κηδεία του). Του μίλησα, του είπα να δώσει χαιρετίσματα στη δικιά μου και παραλίγο να βάλω τα κλάματα, όταν μ’ αγκάλιασε η κόρη του μακαρίτη και μ’ ευχαρίστησε λέγοντάς μου: «Ο μπαμπάς θα χαμογελάει ευτυχισμένος στον ουρανό που βλέπει εσάς και τους άλλους φίλους του που ήρθατε να του πείτε αντίο». Φάγαμε πολύ ωραία. Ψάρι, καλαμαράκι, ρύζι με γαρίδες και μετά ήρθαν πίτες και κρέας. Και τι δεν είχε. Πήρα σε μια πετσετούλα και κάτι για το σπίτι. Τα πήγα στο αυτοκίνητο και ξαναπήρα και άλλα λίγα, θλιμμένος, την ώρα που έφευγα.

Το Σάββατο τη βγάλαμε από τα χθεσινά (Θεός να τον συγχωρέσει και αν αμαρτάνω, ας συγχωρέσει και μένα) Μετά είπα: Αλκιβιάδη, ας τραβήξουμε και ένα σιδέρωμα στο παντελόνι του κουστουμιού γιατί αύριο Κυριακή, έχουμε τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο όπου μετά το πέρας (του μνημόσυνου) θα περάσουμε από το χωλ της εκκλησίας. Και άφησε με να σου πω τα αποτελέσματα της στατιστικής μου και μια κάποια σχετική μελέτη που έκανα επί του όλου θέματος. Στις κηδείες έχει καλό φαγητό και στα σαράντα κρατάει η ποικιλία και η ποιότητα. Θυμάμαι από την δική μου περίπτωση. Στην κηδεία και στα σαράντα της γυναίκας μου διάλεξα το καλύτερο. Στο χρόνο μπερδεύτηκα, παραλίγο να ξεχάσω την ακριβή ημερομηνία και πήγα να τον ξεπετάξω τον κόσμο με κάτι παξιμαδάκια, τυροπιτάκια και τέτοια.
Στην αρχή φοβόμουνα. Να πάω για να φάω; Ντρεπόμουνα. Μετά όμως κατάλαβα πως δεν υπάρχει περίπτωση να σε διαψεύσει ο πεθαμένος. Είμαι φίλος, γνωστός του μακαρίτη, κύριε. Ποίος μπορεί να το αμφισβητήσει.

Τον γνωρίζατε χρόνια τον μακαρίτη; Πάρα πολλά. Αν αμφιβάλετε ρωτήστε τον.
Όλη αυτή η κατάσταση, όπως είπα, με έχει φέρει κοντά στο θάνατο. Σε τελείως διαφορετική σχέση με αυτήν που έχουν οι ιδιοκτήτες ή οι εργαζόμενοι στα γραφεία κηδειών, Μιλάω με τους πεθαμένους. Τους παρακαλώ να έρθουν καμιά φορά στον ύπνο μου να μου πουν πως είναι τα πράγματα εκεί κάτω ή εκεί πάνω, στον Άδη επιτέλους. Αυτά που μου είπε η γυναίκα μου, η μακαρίτισσα, μια Κυριακή βράδυ που ήρθε στον ύπνο μου νομίζω πως ήταν ψέματα. Μου τα παρουσίασε όλα ωραία γιατί με είδε στεναχωρημένο.

Και το τελευταίο κ. Κώστα, γιατί το φέρνω βαρέως. Μερικές φορές τον περασμένο μήνα, δεν πήγα ούτε στην εκκλησία για την νεκρώσιμο ακολουθία, ούτε στο νεκροταφείο για τον ενταφιασμό. Υπολόγισα και πήγα απευθείας στο χωλ της εκκλησίας, όπου η οικογένεια θα δεχόταν, μετά το φαγητό, συλλυπητήρια.  Ζωή σε μας.