Τις τελευταίες ημέρες παρακολουθώ με αδιάπτωτο ενδιαφέρον τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, αν και, διευκρινίζω εκ προοιμίου, ιδεολογικά δεν είμαι ενταγμένος σε κάποιο από τα πολιτικά κόμματα της χώρας. Τουναντίον, τα πολιτικά κόμματα τα θεωρώ υπεύθυνα για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η πατρίδα τα τελευταία χρόνια.

Τις εξελίξεις τις παρακολουθώ μέσα από τις σελίδες κάποιων ελλαδικών εφημερίδων – δυνατότητα που μας δίνει το Διαδίκτυο. Προτιμώ τον τύπο από την τηλεόραση, γιατί έτσι έχω την ευκαιρία, και την άνεση, να διαβάσω τις απόψεις ανθρώπων που παρακολουθούν, και αναλύουν διεξοδικά την επικαιρότητα. Και να διαμορφώσω προσωπική γνώμη μελετώντας τα γραπτά τους, κάτι που η τηλεόραση, με την εικόνα και τον ήχο, δεν σου επιτρέπει να κάνεις στον ίδιο βαθμό.
Από αυτά που διαβάζω αρχίζω να πιστεύω πως η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα μεταβατικό στάδιο, πως προοιωνίζονται καίριες αλλαγές στον τρόπο διακυβέρνησής της, αλλά και στον τρόπο λειτουργίας του όλου κρατικού μηχανισμού.

Βέβαια, ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη, γι’ αυτό παραμένω επιφυλακτικός, μέχρι οι ενδείξεις να μετουσιωθούν σε αποδείξεις. Παράλληλα όμως δεν μπορώ να αποκρύψω μια έστω και συγκρατημένη αισιοδοξία, από τον τρόπο στελέχωσης της νέας Κυβέρνησης, και από τα μέτρα που έχουν ληφθεί στις πρώτες ημέρες λειτουργίας της.

Εισαγωγικά, για να γίνει αντιληπτή η ανάγκη για ριζικές αλλαγές, που έχει εξαγγείλει ο Πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, θα δώσω απόσπασμα από το άρθρο του Χρήστου Γιανναρά* «Χωρισμός του κράτους από την κυβέρνηση», δημοσιευμένο στην αθηναϊκή εφημερίδα Η Καθημερινή, 10/08/2008:
« Όταν οι πολίτες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσέρχονται στις κάλπες, είναι για να εκλέξουν κυβέρνηση που θα διαχειριστεί τη λειτουργία του κράτους σε διάστημα συγκεκριμένων ετών. Το κράτος υπάρχει, λειτουργεί, η εκάστοτε κυβέρνηση απλώς διαχειρίζεται τη λειτουργία του, την κατευθύνει στους προγραμματικούς της στόχους που ο λαός ενέκρινε – επέλεξε με την ψήφο του.

Μόνο στην Ελλάδα ψηφίζουμε στις εκλογές όχι κυβέρνηση που θα διαχειριστεί τη λειτουργία του κράτους, αλλά αρχηγό-σωτήρα που θα συγκροτήσει κράτος, θα το κάνει να λειτουργήσει, θα «επανιδρύσει» το κράτος. Είναι η εναγώνια προσδοκία μας από την εποχή του Καποδίστρια και συνεχίζεται ακόμα: Να βρεθεί ηγέτης που να φτιάξει κράτος και για μας τους Ελληνες, θεσμούς, λειτουργίες κοινωνικού σώματος στην Ελλάδα. Εκατόν ογδόντα χρόνια τώρα ψηφίζουμε με την ελπίδα μήπως και γίνει το θαύμα.

Το αυτονόητο για τους άλλους θα είναι θαύμα για μας. Να αποκτήσουμε υπουργεία, δημόσιους οργανισμούς, υπηρεσίες κοινής ωφέλειας που να λειτουργούν, να υπηρετούν τις κοινές ανάγκες…».
Δεν θα έλεγα πως για την Ελλάδα το αποτέλεσμα των εκλογών της 4ης Οκτωβρίου ισοδυναμεί με θαύμα. Αν πράγματι γίνονται θαύματα στην εποχή μας, σίγουρα η πολιτική αποτελεί χώρο απροσπέλαστο σ’ αυτά.

Όχι, δεν περιμένω να γίνει κάποιο θαύμα. Συνήθειες, καταστάσεις και πρακτικές δεκαετιών δεν αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως μια αρχή δεν πρέπει, ή δεν μπορεί να γίνει.

Η Ελλάδα βρίσκεται προ οικονομικού αδιεξόδου. Για το 2009 το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος υπολογίζεται πως θα ανέλθει στο 115% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), ενώ το έλλειμμα του προϋπολογισμού μόνο για το 2009 αναμένεται να φτάσει το 12,5% του ΑΕΠ, γεγονός που το καθιστά το υψηλότερο δημοσιονομικό έλλειμμα μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αυτός είναι ένας ο λόγος για την αδήριτη ανάγκη ριζικών αλλαγών σε όλο το φάσμα του δημόσιου τομέα.
Παράλληλα, δεδομένου ότι το όλο πολιτικό σύστημα έχει ήδη απαξιωθεί στα μάτια του ελληνικού λαού, η ολική κατάρρευσή του δεν θα αποφευχθεί αν η νέα κυβέρνηση δεν ανταποκριθεί στις προσδοκίες για αλλαγή που της έδωσαν την εξουσία.

ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Διπλό, λοιπόν, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση. Από τη μια είναι η αποκατάσταση της οικονομικής ευρωστίας της χώρας, και από την άλλη η αξιοπιστία της απέναντι στον ελληνικό λαό.

Για την επίτευξη αυτών των στόχων απαιτείται ένα μακρόπνοο και μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, αλλά και μια συνεπής προσπάθεια για μια αλλαγή νοοτροπίας του ελληνικού λαού, ο οποίος θα πρέπει να κάνει πράξη το αρχαίο ρητό «Συν Αθηνά και χείρα κίνει».
Με αυτό εννοώ πως οι συμπατριώτες μας στην Ελλάδα θα χρειασθεί να κατανοήσουν πως για την επίλυση των όποιων προβλημάτων, και για τη διόρθωση των κακώς εχόντων πραγμάτων, θα πρέπει και οι ίδιοι να καταβάλλουν τις αναγκαίες προσπάθειες, αντί συνέχεια να προσβλέπουν στο κράτος.
Χωρίς τις παράλληλες κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές, το μεταρρυθμιστικό και οικονομικό έργο οποιασδήποτε κυβέρνησης καθίσταται πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο.

Εκείνο που πάνω απ’ όλα χρειάζεται η πατρίδα μας είναι η μετάβαση από κοινωνία των αντικρουόμενων συμφερόντων σε κοινωνία πολιτών, με σαφές συλλογικό όραμα για την πορεία που θα ακολουθήσει για το γενικό καλό. Οι δυνατότητες υπάρχουν, αρκεί να εκδηλωθεί το κυβερνητικό ενδιαφέρον, και να ενθαρρυνθεί η ανάληψη ευθύνης εκ μέρους των πολιτών, και συμμετοχή τους σε πρωτοβουλίες και προγράμματα περιφερειακής εμβέλειας κατ’ αρχήν, και με εθνικές προεκτάσεις μακροπρόθεσμα.

Έτσι καλλιεργείται η συμμετοχική δημοκρατία, με την ενεργό και συνεχή συμβολή των πολιτών σε τοπικό επίπεδο, αντί για την παθητική εξάσκηση του δημοκρατικού δικαιώματος της ψηφοφορίας μια φορά κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια.

Βέβαια η αλλαγή θα πρέπει να ξεκινήσει από την κεφαλή, με τη μετατροπή των προεκλογικών συνθημάτων σε προγράμματα και πράξεις, για να έχουν απήχηση και οι προτροπές της κυβέρνησης για ανταπόκριση και συνεργασία από τα κοινωνικά στρώματα.

Πολλές είναι οι προκλήσεις με τις οποίες η Ελλάδα θα βρεθεί αντιμέτωπη στο έμπα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα.
Η βελτίωση της οικονομίας, από την οποία εξαρτάται και η κοινωνική σταθερότητα είναι ίσως η πιο άμεση, και πιο δύσκολη.
Ο σωστός χειρισμός των εθνικών θεμάτων, με επιπτώσεις για την εθνική ασφάλεια, είναι μια άλλη πρόκληση, που για χρόνια τώρα επικρέμαται σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από τη χώρα. Παράλληλα, η αναβάθμιση της διεθνούς εικόνας της χώρας φαίνεται πως θα αποτελέσει ένα από τα κύρια μελήματα της Κυβέρνησης, αν κρίνουμε από την απόφαση του Πρωθυπουργού να αναλάβει ο ίδιος τα καθήκοντα του Υπουργού Εξωτερικών.

Το από χρόνια παραμελημένο, και συνεχώς δοκιμαζόμενο, από τις κλιματικές αλλαγές, αλλά και πιο άμεσα από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, φυσικό περιβάλλον είναι ένα από τα μεγάλα προβλήματα της χώρας. Άμεσης ανάγκης είναι τα προληπτικά, και τα διορθωτικά εκεί που επιβάλλεται μέτρα.

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΧΕΙ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

Για το λόγο αυτό επικροτήθηκε όπως άρμοζε η απόφαση του κ. Γιώργου Παπανδρέου να δημιουργήσει Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.
Εξίσου σημαντική φαίνεται να είναι η προαγωγή της Τίνας Μπιρμπίλη σε Υπουργό Περιβάλλοντος. Πρόκειται για μια νέα γυναίκα, 39 ετών, η οποία ξεφεύγει από το παραδοσιακό καλούπι του επαγγελματία πολιτικού.

Το ενδιαφέρον της για οικολογικά θέματα εκδηλώθηκε από τα εφηβικά της χρόνια, και επισφραγίσθηκε με τις πανεπιστημιακές της σπουδές. Είναι πτυχιούχος φυσικών επιστημών, με διδακτορικό στη διαχείριση του περιβάλλοντος. Η επιλογή της για το νέο Υπουργείο αποτελεί ένδειξη πως ο Παπανδρέου δεν ανέθεσε τα υπουργεία σε «ημέτερους», αλλά σε άτομα που έχουν απαραίτητα προσόντα και εχέγγυα.
Στην παρθενική ομιλία της στη Βουλή η νέα Υπουργός έθεσε τις ακόλουθες προτεραιότητες για το Υπουργείο της.

*Ως μέτρο για το μετριασμό των κλιματικών αλλαγών, οι οποίες προξενούνται από το διοξείδιο του άνθρακα που εκπέμπεται στην ατμόσφαιρα, όταν χρησιμοποιούμε ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο και κάρβουνο), η Υπουργός έθεσε ως στόχο την κάλυψη του 20% της ενέργειας να παράγεται από ανανεώσιμες πηγές, όπως η ηλιακή, η αιολική, η παλιρροϊκή, κ.ά.
*Θα προσδιοριστούν με νόμο τα δάση και οι προστατευόμενες περιοχές.
*Θα καθιερωθεί αστική αναγέννηση, με την αναθεώρηση της πολεοδομικής νομοθεσίας που θα αντιμετωπίζει την αυθαίρετη δόμηση.
Αν κρίνουμε από τις εξαγγελίες της κ. Μπιρμπίλη, τα διάφορα υπουργεία φαίνεται να εκπονούν μακροπρόθεσμα στρατηγικά σχέδια, βάσει των οποίων θα λαμβάνονται οι διάφορες αποφάσεις, αντί για τις σπασμωδικές αντιδράσεις στα αναφυόμενα προβλήματα, που χαρακτήριζαν την πολιτική των υπουργείων στο παρελθόν.
Αν παράλληλα με την απαίτηση του Πρωθυπουργού για την ορθολογιστική λειτουργία των υπουργείων καταβληθεί και προσπάθεια για την πάταξη της διαφθοράς και της αδιαφάνειας, και τεθεί τέρμα στην κομματαρχία, τότε θα μπορούμε να πούμε πως έχει τεθεί τέρμα στο κομματικό κράτος, και πως η Ελλάδα μπήκε σε πορεία αναγέννησης, με μέτρο την αξιοκρατία και τη διαφάνεια, και με στόχο το γενικό καλό και το εθνικό συμφέρον.
Ελπίζω ο Χρήστος Γιανναράς να δώσει πίστωση χρόνου στην νέα Κυβέρνηση.

Σημείωση
*Ο Χρήστος Γιανναράς είναι ομότιμος καθηγητής φιλοσοφίας και πολιτιστικής διπλωματίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών της Αθήνας. Είναι συγγραφέας σημαντικών βιβλίων, και με τακτική επιφυλλιδογραφία παρεμβαίνει στην κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα.