ΜΕΡΟΣ 2ο
Παρέκβαση: Ο φίλος Πάνος Σταματόπουλος σταμάτησε την αγωνία μου να μάθω γιατί αφαίρεσε το όνομά μου από το άρθρο του στον «Ν.Κ.», απαντώντας μ’ ετούτα εδώ τα «αποκαλυπτικά» λόγια: «Το γιατί έγινε αυτό, δεν υποχρεούμαι να δώσω λόγο, εξηγήσεις και απολογίες σε κανέναν». Μπράβο, φίλε! Αυτό θα πει να είσαι «λεβέντης», ορθόδοξος ρωμιός κομμουνιστής – να πετάς τον άλλον στον σκουπιδότοπο του μυαλού σου και να μη δίνεις εξηγήσεις σε κανέναν! Με τέτοια αξιοζήλευτη πνευματική «λεβεντιά» το σκουριασμένο σφυροδρέπανο έχει μέλλον! 

Σχετικά με το πρώτο δάνειο που πήρε το νεοσύστατο νεοελληνικό κράτος, μετά την Επανάσταση του 21, πληροφορώ τον αγαπητό Ν. Ραυτόπουλο («Ν.Κ. 29/10/09») ότι το ποσό του δανείου ήταν 800.000 λίρες στερλίνες (όχι 1.000.000), με ετήσιο τόκο 5% (όχι 20%). Μεταφέρω εδώ τη μαρτυρία του πρώτου πρωθυπουργού της ελεύθερης Ελλάδας, Σπ. Τρικούπη: «Η δε εις Λονδίνον σταλείσα επιτροπή επί ευρέσει δανείων ευδοκίμησεν. Ο Ορλάνδος και ο Λουριώτης κατευοδώντες την 14 Ιανουαρίου [1824] υπέγραψαν την 9 Φεβρουαρίου συμφωνητικόν μετά των τραπεζιτών Λογμάνου και Οβριένου περί 800,000 λιρών στερλινών . . . επί τόκω 5 τοις %» (Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, κεφ. ΜΘ, σ. 131). Τέλος παρέκβασης.

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ…

 «Ένας άλλος συλλογισμός μού έρχεται εις τον νουν, συλλογισμός τόσον ορθός και αληθινός όσον προσαρμοσμένος εις την περίστασιν της πατρίδος μας. Ακούσατε, Έλληνες, με προσοχήν αυτόν τον συλλογισμόν, επειδή θέλω να γενεί και συλλογισμός εδικός σας και συλλογισμός παντοτινός.

»Πολλά εστάθησαν τα λαμπρά έθνη εις τον κόσμον, αλλά ολιγώταταις αι εποχαίς της αληθινής των λαμπρότητος. Ένα όμως φαινόμενον, στοχάζομαι, λείπει από τα χρονικά όλου του λαμπρού κόσμου, φιανόμενον το οποίον εδίσταζεν, αν ποτέ ημπορεί να φανεί, και αυτός ο παρατηρητικός νους της φιλοσοφίας. Όλα σχεδόν τα έθνη της γης έπεσαν από τα χέρια του ενός εις τα χέρια άλλου αυθέντου. Κάποτε εκαλλιτέρευσαν, κάποτε εχειροτέρευσαν. Πουθενά όμως το μάτι του ιστορικού δεν είδε κανένα έθνος κατασκλαβωμένον από βαρβάρους και μάλιστα βαρβάρους ριζωμένους από αιώνας εις αυτό το έθνος, δεν το είδε, λέγω, να ξεσκλαβωθεί αφ’ εαυτού του. Ιδού το φαινόμενον. Τούτο σήμερον παρουσιάζεται κατά πρώτην φοράν εις τον κόσμον και φαίνεται εις μοναχήν την Ελλάδα. Ναι, εις μοναχήν την Ελλάδα φαίνεται. Το βλέπει μακρόθεν ο φιλόσοφος και χάνει τον δισταγμόν του, το βλέπει ο ιστορικός και ετοιμάζεται να το διηγηθεί ως νέαν ανακάλυψιν της τύχης των εθνών, το βλέπει ο πολιτικός και γίνεται σκεπτικότερος και προφυλακτικότερος. Τόσον παράδοξος είναι ο καιρός εις τον οποίον ζούμεν αγαπητοί μου Έλληνες! Η επανάστασις της Ελλάδος δεν είναι εποχή του έθνους μας μόνον, είναι εποχή όλων των εθνών, όλων των αιώνων, επειδή, καθώς σας είπα, είναι φαινόμενον μοναδικόν εις την πολιτικήν κατάστασιν των εθνών.

»Αυτό το μοναδικόν φαινόμενον επαρατήρησεν ο μεγάλος νους του μεγαλόφρονος, του πολυθρηνήτου Μπάιρον, και ηθέλησε να ενώσει την αθάνατήν του δόξαν με την δόξαν σας και να εμβάσει το όνομά του εις την ιστορία των λαμπρών σας κατορθωμάτων. Δεν έγιναν και άλλαις επαναστάσεις εις ταις ημέραις του; Καμμίαν όμως δεν ακολούθησε, καμμίαν δεν υπερασπίσθη, επειδή ήτον πολλά διαφορετικός ο χαρακτήρ και πολλά διαφορετική η φύσις τους. Η μοναχή δόξα της Ελλάδος ήτον άξια δόξα δια εκείνον, τον οποίον δοξολογούν όλα τα σοφά στόματα. Βλέπετε, ω Έλληνες, βλέπετε εις τι καιρόν ζήτε, εις τι αγώνα εμβήκατε; Βλέπετε ότι με την δόξαν σας δεν ημπορεί να συγκριθεί καμμία δόξα περασμένη; Οι φιλελεύθεροι, οι φιλάνθρωποι, οι φιλόσοφοι όλων των εθνών, και μάλιστα της μεγαλόδωρης Αγγλίας, σας χαιρετούν όλοι μακρόθεν, όλοι σας συγχαίρονται, όλοι σας εμψυχώνουν, και ο ποιητής των καιρών μας, αγκαλά και στεφανωμένος αθανασίαν, εζήλευσε την δόξαν σας και ήλθε προσωπικώς να ξεπλύνει μαζί σας με το αίμα του τα μολυσμένα από την τυραννίαν χώματά μας.

»Γεννημένος εις την λαμπροτάτην μητρόπολιν της Λόνδρας, ευγενέστατος και από πατέρα και μητέρα, πόσην χαράν αισθάνθηκεν η φιλελληνική του καρδία, όταν η πτωχή μας πόλις εις σημείον ευγνωμοσύνης τον επολιτόγραψεν; Εις αυτόν τον αγώνα του θανάτου του, ήγουν εις την στιγμήν, όταν κρυμμένη η αιωνιότης δείχνεται εις τον άνθρωπον ευρισκόμενον εις τα όρια της θνητής και της αθανάτης ζωής, όταν λέγω όλος ο ορατός κόσμος φαίνεται ένα μόνον σημείον ως προς τα λαμπρά έργα της θείας παντοδυναμίας, εις εκείνην την φοβερήν στιγμήν ο πολυένδοξος τούτος νεκρός αφίνωντας τον κόσμον όλον, εβάσταξεν εις το στόμα του μονάχα δύο ονόματα της μονάκριβης και πολυαγαπημένης του κόρης, και της Ελλάδος. Αυτά τα δύο ονόματα, βαθιά ριζωμένα εις τα σπλάγχνα του, μήτε η στιγμή του θανάτου δεν ημπόρεσε να τα εξαλείψει. Κόρη μου είπεν, Ελλάς είπε, και η φωνή του έλειψε!! Ποία Ελληνική καρδία να μη συντρίβεται όσαις φοραίς ενθυμείται αυτήν την περίστασιν;

»Δεκτά βέβαια, αγαπητοί μου Έλληνες, πολύ δεκτά είναι εις την σκιάν του τα δάκρυά μας, επειδή είναι δάκρυα ειλικρινή, δάκρυα των κληρονόμων της αγάπης του. Αλλά πολύ δεκτότερα δι’ αυτόν θα είναι τα έργα μας δια την πατρίδα, τα οποία και χωρισμένος από ημάς, θα παρατηρεί επάνωθεν από τους ουρανούς, τους οποίους του άνοιξεν η αρετή του. Αυτήν και μοναχήν την ευγνωμοσύνην γυρεύει από ημάς εις ταις ευεργεσίαις του, αυτήν την ανταμοιβήν εις την προς ημάς αγάπην του, αυτήν την ελάφρωσιν εις ταις ταλαιπωρίαις του, αυτήν την πληρωμήν δια τον χαμόν της πολύτιμης ζωής του. Όταν, αγαπητοί μου Έλληνες, η δύναμίς σας κατορθώσει να αποσυντρίψει τα χέρια οπού μας αλυσόδεναν, τα χέρια οπού άρπαζαν από ταις αγκάλαις μας τους αδελφούς, τα τέκνα, την κατάστασίν μας, τότε θα χαρεί η σκιά του, τότε θα αγαλλιασθεί η κόνις του. Ναι, εις την μακαρίαν εκείνην ώραν του ευτυχισμένου τέλους των αγώνων σας ο αρχιερεύς θ’ απλώνει την ιεράν του και ελεύθερην δεξιάν και θα ευλογεί και αγιάζει τον πολυένδοξον τάφον του.
 (Συνεχίζεται)