Η ελληνική γλώσσα συνεχίζει το προβληματικό ολίσθημά της στις εισαγωγικές εξετάσεις για τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά ιδρύματα Βικτωρίας. Στοιχεία που εξασφάλισε ο «Νέος Κόσμος» αποκαλύπτουν, ότι την περασμένη δεκαετία ο αριθμός των υποψηφίων για το VCE – που διαγωνίστηκαν στην ελληνική γλώσσα – μειώθηκε αποκαρδιωτικά και, σύμφωνα με βάσιμες εκτιμήσεις ομογενών εκπαιδευτικών, η γλώσσα μας θα συνεχίσει τη φθίνουσα πορεία της στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Ο πίνακας που δημοσιεύεται κατωτέρω αποκαλύπτει, ότι από το 1998 μέχρι το 2008 ο αριθμός των διαγωνισθέντων μειώθηκε κατά 120%, σε αντίθεση με τις ασιατικές γλώσσες που παρουσιάζουν άνθηση. Φέτος, ο αριθμός των υποψηφίων που επέλεξαν την ελληνική γλώσσα για τις εισαγωγικές εξετάσεις, έπεσε στους 258, διαψεύδοντας τις προσδοκίες για αντιστροφή της καθοδικής τάσης των αριθμών.

 Ακαδημαϊκό έτος   Αριθμός διαγωνισθέντων στην ελληνική γλώσσα      
1998                      643      
1999                      658      
2000                      562      
2001                      474      
2002                      478      
2003                      430      
2004                      399      
2005                      393      
2006                      331      
2007                      318      
2008                      292      
2009                      258      

Η συνεχής μείωση των αριθμών στις εισαγωγικές εξετάσεις οφείλεται σε σειρά εξωγενών αιτιών – μείωση μετανάστευσης από την Ελλάδα, λιγοστές ευκαιρίες καριέρας αποφοίτων Πανεπιστημιακών Τμημάτων Ελληνικών Σπουδών, υποβάθμιση των Ανθρωπιστικών Σπουδών από τα αυστραλιανά πανεπιστήμια, στροφή του αυστραλιανού κράτους προς τις ασιατικές γλώσσες κ.ά.

Όμως, έρευνα που έγινε στην Ιρλανδία, τον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες και παρουσίασε πρόσφατα στη Μελβούρνη ο ακαδημαϊκός Joe Lo Bianco, διαπίστωσε ότι η διατήρηση των γλωσσών των εθνικών μειονοτήτων οφείλεται σε τρεις βασικούς παράγοντες.
Παράγων πρώτος, η δυνατότητα εκμάθησης μίας γλώσσας στο σπίτι.

Παράγων δεύτερος, η δυνατότητα χρήσης μίας γλώσσας στο σπίτι και στον ευρύτερο περίγυρο.
Παράγων τρίτος, η διάθεση των μελών μίας εθνικής ομάδας να μάθουν και να χρησιμοποιούν τη μητρική τους γλώσσα.
Κατά την έρευνα, το σπίτι είναι το κέντρο εκμάθησης μίας γλώσσας, στην περίπτωσή μας ο χώρος εκμάθησης και χρήσης της ελληνικής γλώσσας. Με απλά λόγια, το σπίτι είναι το πρώτο σχολείο.

 Κατά την απογραφή του 2006 στη Βικτώρια, 117.877 – από τους 252.220 Έλληνες της Πολιτείας – δήλωσαν ότι χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα στα σπίτια τους. Σχεδόν ο ένας στους δύο Έλληνες της Βικτωρίας χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα για την καθημερινή επικοινωνία του με τα μέλη της οικογενείας του, αναλογία που, θεωρητικά, προεξοφλεί την επιβίωση της γλώσσας μας κατά τις αμέσως επόμενες δεκαετίες.

Το ερώτημα, βέβαια, είναι ποιο είδος της ελληνικής γλώσσας μαθαίνουμε και χρησιμοποιούμε στα σπίτια μας. Μαθαίνουμε να λέμε καλημέρα στη γιαγιά, τον παππού, το θείο και τη θεία, ή βάζουμε βάσεις πάνω στις οποίες θα μπορέσουμε σταδιακά να χτίσουμε αποτελεσματικά;
Πόσο συχνά χρησιμοποιούμε την ελληνική γλώσσα στο σπίτι; Είναι το άλλο ερώτημα. Τη χρησιμοποιούμε καθημερινά ή περιστασιακά;
Κατ’ επέκταση, τα σχολεία, Ημερήσια, Σαββατιανά και Κρατικά, σε ποιο επίπεδο διδάσκουν την ελληνική γλώσσα; Τη διδάσκουν στο επίπεδο της «απλής επικοινωνίας» των παιδιών μας με τον περίγυρό τους ή θέτουν και αυτά βάσεις για περαιτέρω καλλιέργεια του γλωσσικού σπόρου που φυτεύει η οικογένεια;
Οι ομογενείς εκπαιδευτικοί συμφωνούν, στην πλειοψηφία τους, με τα πορίσματα της έρευνας και προτρέπουν τις νέες γενιές Ελληνοαυστραλών γονέων να χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα στα σπίτια τους, να προσφέρουν στα παιδιά τους τη δυνατότητα εκμάθησης και χρήσης της ελληνικής γλώσσας μέσα στο σπίτι, βασικές προϋποθέσεις για τη διατήρηση της γλώσσας μας.

Οι ομογενείς εκπαιδευτικοί εκτιμούν το πρόβλημα της γλώσσας μας στη Δευτεροβάθμια και Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, αλλά υπογραμμίζουν ότι όλες οι εθνικές μειονότητες αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα.
Όπως έλεγε, χαρακτηριστικά, ομογενής εκπαιδευτικός με πολύχρονη πείρα «όλες οι εθνικές ομάδες έχουν ικανοποιητικούς αριθμούς στο Δημοτικό και τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, αλλά οι αριθμοί μειώνονται σημαντικά στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου, που οι μαθητές και οι μαθήτριες καλούνται να επιλέξουν τα μαθήματα στα οποία θα διαγωνιστούν στις εισαγωγικές εξετάσεις».
 Γιατί συμβαίνει αυτό; Η ίδια εξηγεί, ότι «η Αυστραλία παραμένει μονογλωσσική, κατά κύριο λόγο, χώρα. Το γεγονός ότι η επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η αγγλική, η lingua franca, ο κώδικας επικοινωνίας της μεγαλύτερης μερίδας του πληθυσμού του πλανήτη συντηρεί την λανθασμένη αντίληψη ότι οι άλλες γλώσσες δεν είναι απόλυτα αναγκαίες», τονίζει.

Η αδιαφορία του επίσημου κράτους για τη διδασκαλία γλωσσών μεταθέτει την ευθύνη εκμάθησης γλωσσών στις εθνικές ομάδες που συνθέτουν την πολυπολιτισμική, πολυγλωσσική Αυστραλία.
Αυξημένη λοιπόν και η δική μας ευθύνη να διδάσκουμε τη γλώσσα μας σωστά στα παιδιά μας στο σπίτι και σε όλους τους φορείς εκπαίδευσης.
Ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εθνοτικών Σχολείων, κ. Τάσος Δουβαρτζίδης, δηλώνει αισιόδοξος για τη μελλοντική πορεία της ελληνικής γλώσσας, για δύο λόγους. Πρώτον, το ενδιαφέρον των νεαρών γονέων να μάθουν τα παιδιά τους ελληνικά από την προνηπιακή ηλικία και, δεύτερον, διότι, ενάντια στην κρατούσα αντίληψη, τα παιδιά μας ωφελούνται βαθμολογικά από το διαγωνισμό τους στην ελληνική γλώσσα με αποτέλεσμα να εξασφαλίζουν την εισαγωγή τους σε πανεπιστημιακές σχολές της αρεσκείας τους».

Η αισιοδοξία του ενισχύεται από τους αριθμούς των παιδιών μας που σπουδάζουν την ελληνική γλώσσα στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Σύμφωνα με στοιχεία του Γραφείου Εκπαίδευσης του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στη Μελβούρνη, φέτος φοίτησαν στα τμήματα ελληνικών των Ημερήσιων Κολεγίων, των Σαββατιανών και των Κρατικών Σχολείων, πάνω από 13.000 μαθητές και μαθήτριες.