Ένα όνειρο έγινε πραγματικότητα, με τα εγκαίνια του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης στις 20 Ιουνίου 2009.

Επιβλητικό, καλαίσθητο, ευρύχωρο, το Μουσείο χαρακτηρίζεται ως ένα από τα σπουδαιότερα στον κόσμο, με τα σημαντικότερα εκθέματα του δυτικού πολιτισμού.
Οι αρμόδιοι υπολόγιζαν ότι οι επισκέπτες του νέου Μουσείου θα έφταναν το ενάμισι εκατομμύριο τον χρόνο. Τελικά, στους τέσσερις μήνες της λειτουργίας του, από τις 21 Ιουνίου ως τις 29 Οκτωβρίου, τα άτομα που επισκέφθηκαν το Μουσείο έφτασαν το ένα εκατομμύριο.

Το Νέο Μουσείο βρίσκεται στην ιστορική περιοχή του Μακρυγιάννη, σε απόσταση μόνο 300 μέτρων από την Ακρόπολη, εκεί όπου ο βράχος χαμηλώνει, και είναι κτισμένο έτσι ώστε να μην επισκιάζει τα προσκείμενα σε αυτό αρχαία μνημεία.

Δύο πήλινες φτερωτές Νίκες, με ανοικτά τα φτερά, καλωσορίζουν τους επισκέπτες από μακριά, και είναι σαν να  λένε πως ναι, όταν σαν έθνος βάλουμε κάποιους στόχους μπορούμε να ξεπεράσουμε τις όποιες αντιξοότητες συναντάμε στο δρόμο μας, είτε αυτές είναι οικονομικές, είτε τεχνολογικές, είτε πολιτικές και ιδεολογικές.
Όπως ακριβώς συνέβη και με την Ολυμπιάδα του 2004, που κατέπληξε τους πάντες με την αρτιότητα και λειτουργικότητα των εγκαταστάσεων, τη δημιουργική χρήση της τεχνολογίας, και την ευφάνταστη χρήση των ελληνικών μύθων και συμβόλων.
 Σύμφωνα με τους αρχιτέκτονες, το Μουσείο είναι σχεδιασμένο ώστε να αντέχει σε σεισμό 10 βαθμών στην κλίμακα Ρίχτερ. Ειδικά φράγματα που αντέχουν στη φωτιά, ενσωματωμένα στο κτήριο και αόρατα στους επισκέπτες, θα πέφτουν από το ταβάνι σε περίπτωση πυρκαγιάς, χωρίζοντας σε στεγανά διαμερίσματα τους τεράστιους χώρους, εμποδίζοντας έτσι την εξάπλωση της φωτιάς. 

Μέσα στο Μουσείο γίνεται συνεχής έλεγχος ποιότητας εσωτερικού περιβάλλοντος, καθώς ειδικά συστήματα από φίλτρα καθαρίζουν τον αέρα από το μονοξείδιο και το διοξείδιο του άνθρακα, που φθείρει τα γλυπτά.

Το Μουσείο περιβάλλεται από ειδικά κατασκευασμένο γυαλί, το οποίο προσφέρει φως και θέα στην Ακρόπολη, αλλά δίνει και τη δυνατότητα τα εκθέματα να απολαμβάνουν το φυσικό φως, σχεδόν όπως θα ήταν στο αρχικό τους περιβάλλον.
Η κατασκευή αποτελείται από δύο γυάλινα τοιχώματα σε απόσταση 70 εκατοστών μεταξύ τους. Με τη χρήση ειδικών κλιματιστικών μηχανημάτων το εσωτερικό των δύο τοιχωμάτων ψύχεται ή θερμαίνεται, έτσι που η γυάλινη κατασκευή δεν μετατρέπεται σε θερμοκήπιο το καλοκαίρι ή ψυγείο τον χειμώνα. Για παράδειγμα, όταν η θερμοκρασία έξω φτάνει τους 40 βαθμούς Κελσίου στην αίθουσα θα είναι 24.

Ο αρχιτέκτονες του Μουσείου, Μπερνάρ Τσουμί και Μιχάλης Φωτιάδης, κατέβαλαν κάθε προσπάθεια το Νέο Μουσείο να μην επισκιάσει την Ακρόπολη. Τελικά, κατόρθωσαν να ξεπεράσουν τα θεωρητικά και πρακτικά προβλήματα, επιλέγοντας τους γυάλινους τοίχους και τη γυάλινη στέγη, καθιστώντας ορατή την Ακρόπολη, η οποία κατά κάποιο τρόπο φαίνεται να γίνεται ένα σώμα με το Μουσείο.
Στο Νέο Μουσείο έχουν συγκεντρωθεί όλα τα σημαντικά ευρήματα από τον Ιερό βράχο, 4.000 στον αριθμό, και για πρώτη φορά βρίσκονται κάτω από την ίδια στέγη.  Δεν έχουν άδικο, λοιπόν, εκείνοι που αποκάλεσαν το Νέο Μουσείο «σύγχρονο ναό για την αρχαία τέχνη».

ΕΡΓΑ ΤΕΧΝΗΣ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΧΙΛΙΑΔΩΝ ΕΤΩΝ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΕΓΗ

Μπαίνοντας στο Μουσείο από τον πεζόδρομο της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου, οι επισκέπτες περπατάνε πάνω σε γυάλινα δάπεδα που στο βάθος αποκαλύπτουν την ανασκαφή με την αρχαία γειτονιά της Ακρόπολης, από την κλασική εποχή μέχρι το Βυζάντιο, η οποία διατηρήθηκε ανέπαφη.
Να και ένας νέος συμβολισμός του νέου Μουσείου: ο χώρος στον οποίο στεγάζονται τα γλυπτά και άλλα μνημεία της Ακρόπολης έχει τα θεμέλιά του πάνω σε έναν αρχαίο συνοικισμό της Αθήνας. Με άλλα λόγια η πολιτισμική συνέχεια του ελληνικού πνεύματος.

Από το χώρο υποδοχής ανηφορίζουν προς τον πρώτο όροφο, διασχίζοντας μια ελαφρώς επικλινή αίθουσα όπου εκτίθενται αντικείμενα της καθημερινής ζωής από τις πρώιμες περιόδους κατοίκησης στις πλαγιές του βράχου της Ακρόπολης, αλλά και αναθήματα.

Περίπου 1.500 τετραγωνικά μέτρα στην ανατολική και νότια πλευρά του πρώτου ορόφου είναι αφιερωμένα στην αρχαϊκή περίοδο. Τα αρχιτεκτονικά εκθέματα συνδυάζονται με μαρμάρινα γλυπτά και ανάγλυφα, αφιερώματα αριστοκρατών και πιστών στο ιερό της Αθηνάς.

Στο τρίτο επίπεδο είναι τοποθετημένα τα γλυπτά του Παρθενώνα και ο χώρος έχει το προνόμιο να επικοινωνεί οπτικά με τον ναό πάνω στον Ιερό Βράχο.
Με τα εκθέματα του Μουσείου Ακρόπολης παρουσιάζεται η Ακρόπολη με τον περίγυρό της, ως τόπος κατοίκησης και ως θρησκευτικό, πολιτικό και καλλιτεχνικό κέντρο, από τα προϊστορικά χρόνια ως την ύστατη αρχαιότητα, που φτάνει ως τον 6ο αιώνα μ. Χ.

Για την πληρέστερη αντίληψη αυτής της διαχρονικότητας του ελληνικού πολιτισμού μεταφέρω εδώ αποσπάσματα από την ιστοσελίδα του Υπουργείου Πολιτισμού της Ελλάδας.

«Στο βραχώδη λόφο της Ακρόπολης, που δεσπόζει στο κέντρο της σύγχρονης Αθήνας, βρισκόταν το σπουδαιότερο και μεγαλοπρεπέστερο ιερό της αρχαίας πόλης, αφιερωμένο, κατά κύριο λόγο, στην προστάτιδα θεά της, την Αθηνά. Με τον ιερό αυτό χώρο σχετίζονται οι σημαντικότεροι μύθοι της αρχαίας Αθήνας, οι μεγάλες θρησκευτικές εορτές, οι παλαιότερες λατρείες της πόλης αλλά και ορισμένα από τα καθοριστικά για την ιστορία της γεγονότα. Τα μνημεία της Ακρόπολης, αρμονικά συνδυασμένα με το φυσικό περιβάλλον, αποτελούν μοναδικά αριστουργήματα της αρχαίας αρχιτεκτονικής, που εκφράζουν πρωτοποριακούς συσχετισμούς ρυθμών και τάσεων της κλασικής τέχνης και επηρέασαν την πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία για πολλούς αιώνες αργότερα. Η Ακρόπολη του 5ου αιώνα π.Χ. αποδίδει με τον τελειότερο τρόπο το μεγαλείο, τη δύναμη και τον πλούτο της Αθήνας στην εποχή της μεγαλύτερης ακμής της, τον «χρυσό αιώνα» του Περικλή.
Ο λόφος επιλέχθηκε ήδη από τα νεολιθικά χρόνια (4000/3500-3000 π.Χ.) ως τόπος εγκατάστασης των κατοίκων της περιοχής… Κατά το 13ο αιώνα π.Χ., ο βράχος τειχίσθηκε και αποτέλεσε την έδρα του τοπικού ηγεμόνα… Τον 8ο αιώνα π.Χ. η Ακρόπολη απέκτησε για πρώτη φορά τον αποκλειστικά ιερό της χαρακτήρα με την καθιέρωση της λατρείας της Αθηνάς Πολιάδος. Η θεά είχε το δικό της ναό, στη βορειοανατολική πλευρά του λόφου. Στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., την εποχή του  Πεισίστρατου, το ιερό απέκτησε μεγάλη αίγλη. Καθιερώθηκαν τα Παναθήναια, η μεγαλύτερη γιορτή των Αθηναίων προς τιμή της θεάς και ιδρύθηκαν τα πρώτα μνημειακά κτήρια και οι ναοί για τη λατρεία της, μεταξύ των οποίων, ο λεγόμενος «Αρχαίος ναός» και ο Εκατόμπεδος, πρόδρομος του Παρθενώνα… Μετά τη νίκη εναντίον των Περσών στο Μαραθώνα, το 490 π.Χ., οι Αθηναίοι επιχείρησαν να κτίσουν ένα πολύ μεγαλύτερο ναό στη θέση του Παρθενώνα, γνωστό ως Προπαρθενώνα. Αυτός ο ναός δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, γιατί το 480 π.Χ., οι Πέρσες εισέβαλαν στην Αττική, λεηλάτησαν την Ακρόπολη και πυρπόλησαν τα μνημεία. Μετά την αποχώρηση των εχθρών, οι Αθηναίοι ενταφίασαν το γλυπτό διάκοσμο των κατεστραμμένων ναών καθώς και όσα αναθήματα είχαν διασωθεί, γεμίζοντας τις φυσικές κοιλότητες του εδάφους…
{…} Στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., την εποχή που μεταφέρθηκε στην Ακρόπολη η έδρα της Αθηναϊκής Συμμαχίας και η Αθήνα ήταν το σημαντικότερο κέντρο του πνευματικού κόσμου, τέθηκε σε εφαρμογή, με πρωτοβουλία του Περικλή, ένα μεγαλεπήβολο οικοδομικό πρόγραμμα που διήρκεσε όλο το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π. Χ. Τότε οικοδομήθηκαν, με την επίβλεψη των ικανότερων καλλιτεχνών, αρχιτεκτόνων και γλυπτών, τα σημαντικότερα μνημεία που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης: ο Παρθενώνας, τα Προπύλαια, το Ερέχθειο και ο ναός της Αθηνάς Νίκης.
Πράγματι, ο Παρθενώνας αποτελεί την έκφραση των δυνατοτήτων του ανθρώπινου πνεύματος, και σηματοδοτεί μια μοναδική περίοδο στον αέναο ρου της Ιστορίας, γνωστή ως ο Χρυσός Αιώνας, κατά την οποία αναπτύχθηκαν και αναδείχθηκαν τα υψηλότερα ιδανικά του ανθρώπινου γένους. Ιδανικά που αποτελούν το λίκνο, αλλά και το υπόβαθρο του Δυτικού πολιτισμού μέχρι τις ημέρες μας.
Οκτακόσια από τα τέσσερις χιλιάδες εκθέματα που φιλοξενεί το Μουσείο, μέχρι τώρα βρίσκονταν σε αποθήκες, και ως εκ τούτου για πρώτη φορά παρουσιάζονται στο κοινό. Τα υπόλοιπα προέρχονται από τα ακόλουθα Μουσεία: το Εθνικό Αρχαιολογικό, το Επιγραφικό, το Νομισματικό και της Ακρόπολης.
Με άλλα λόγια, για πρώτη φορά οι επισκέπτες θα είναι σε θέση να δουν τα ανεπανάληπτα αυτά μνημεία τέχνης της αρχαίας Ελλάδας το ένα δίπλα στο άλλο.
Δεν είναι μόνο η συγκέντρωση των εκθεμάτων σε έναν χώρο. Είναι και η διάταξή τους, έτσι που να παρακολουθείς την εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής τέχνης διαχρονικά. Πριν από τα κορυφαία αριστουργήματα της κλασικής εποχής βρίσκονται τα εξίσου αξιόλογα ευρήματα των προγενέστερων εποχών, όταν λάβουμε υπόψη την ανελικτική πορεία της τέχνης, με την κλιμάκωσή της κατά τον Χρυσό Αιώνα, όταν η Αθήνα του Περικλή είχε φτάσει στο απόγειο της πολιτικής, φιλοσοφικής και καλλιτεχνικής της εξέλιξης.

(Η συνέχεια την ερχόμενη εβδομάδα)