Όπως γνωρίζουν οι αναγνώστες μας, φέτος φιλοξενήθηκαν πολλές αυθεντικές και προσωπικές ιστορίες με αναφορές στο ταξίδι προς τους Αντίποδες, την φιλοξενία στο Μεταναστευτικό Κέντρο της Μπονεγκίλα, τα πρώτα και, όντως δύσκολα, χρόνια της εγκατάστασης στη χώρα του Νότου, το εργοστάσιο, το πρώτο σπίτι, τη γειτονιά και άλλα σχετικά, που δείχνουν, ότι το πέρασμα του χρόνου, μπορεί να έχει ξεθωριάσει τις εικόνες, τίποτε όμως δεν μπορεί να σβήσει τις μνήμες και τις θύμισες – ατσάλινες γέφυρες θα λέγαμε – που ενώνουν τη γενέθλια γη με τη χώρα που διαλέξαμε για δεύτερη πατρίδα.

Παρελθοντικοί; Όχι, βέβαια. Απλά πρόκειται για ένα γλυκό νόστο που γυροφέρνει στους πιο πολλούς και πάνω από τον τάφο.

Σήμερα, δημοσιεύουμε την προσωπική ιστορία του συμπάροικου, κ. Παύλου Ζυγούρα, όπως την κατάγραψε μισό αιώνα και κάτι πριν, μόλις καταλάγιασε η πρώτη αγωνία της ξενιτιάς.

Ο ποιητάρης, με απλό λόγο εξιστορεί τα γεγονότα όπως τα έζησε, φέρνοντας στο προσκήνιο εικόνες, που ενδεχομένως έζησαν και όσοι ομογενείς ταξίδεψαν με το καράβι «Μπονσεράτ» τον Μάη του 1955.

Εισαγωγή:
Ήτανε αρκετός καιρός που είχα αγωνία
κι ετοίμαζα τα χαρτάκια μου για την Αυστραλία.
Όταν με ειδοποιήσανε στα ξένα για να φύγω
ενόμιζα πως πήγαινα σε γλέντι να γλεντήσω.
Εγώ ήμουνα άμυαλος, δεν ήξερα τι να κάνω
ένα μονάχα έλεγα, στην Αυστραλία να πάω.
Από τα πολλά τα βάσανα κι από την αγωνία
ένα Μαγιάτικο πρωί έφυγα για την Αυστραλία.

Ο αποχωρισμός:
Στον Πειραιά που πήγαμε το Moνσεράτ να δούμε
όλοι μαζί φωνάζαμε τι καραβάρα που είναι.
Όταν επρωτοσφύριξε το πλοίο για να φύγει
εμένα τ’ αδελφάκι μου μού κούναγε το μαντήλι.
Όταν δευτεροσφύριξε το πλοίο για να φύγει
γονείς, αδέλφια, συγγενείς κούναγαν το μαντήλι.
Το τρίτο και το τέταρτο ήταν απελπισία
γιατί όλοι μάς φωνάζανε σας πάει στην Αυστραλία.
– Ένα μονάχα θέλουμε όπου κι αν θα πάτε
την όμορφη Ελλάδα μας ποτέ μη την ξεχνάτε.

Η αναχώρηση:
Στο τέλος πια ξεκόλλησε ευθύς απ’ το λιμάνι
και μένα την καρδούλα μου, πόνος βαρύς την πιάνει.
Ημέρα Πέμπτη ήτανε που μπήκαμε στο πλοίο
και άφησα την πατρίδα μου στα μαραμένο φύλλο.

Αφήγηση
Τρεμουλιαστά τα χέρια μου θα γράψω τα βάσανά μου
και φανταστείτε μάνα μου τον πόνο της καρδιάς μου.
Δεν θέλω να δακρύσετε ούτε να λυπηθείτε
θέλω να το διαβάσετε κα μένα να χαρείτε.
Γραμματάκι μου περήφανο χαρτί μου τιμημένο
να πας να πεις στο σπίτι μου στην Αυστραλία πως μένω.
Αρχίζω εδώ στο άψυχο χαρτί και σημειώνω
του Μπονσεράτ τα βάσανα της θάλασσας τον τρόμο.

Εν πλω
Όταν εξεκινήσαμε παιδιά απ’ την Αθηνά
όλοι υπολογίζαμε να κάνουμε ένα μήνα.
Και το ταξίδι ήτανε περήφανο ως το Άντεν
μα όταν φύγαμε από εκεί το πλοίο ήταν για κλάματα.
Το πλοίο μας εχάλασε στου Ινδικού τη μέση
τρεις μέρες ακυβέρνητο σ’ αυτή, την ίδια θέση.
Σιγά – σιγά το πήγαμε σπρώχνοντας στο Κολόμβο
και όταν το εξέτασαν δεν είχε μείνει γλόμπος.
Οι μαύροι αναλάβανε να το επισκευάσουν
μα πού να φανταστούμε μεις πως θα μας το χαλάσουν.
Δυο εβδομάδες κάνανε να το επισκευάσουν
κι ο καπετάνιος έφυγε χωρίς να υπογράψουν.
Οι αραπάδες κάνανε μεγάλη απεργία
και μεις αναχωρήσαμε, μη χάνουμε ευκαιρία.
Και πήρε την απόφαση ένα Σάββατο βράδι
το πλοίο και ξεκίνησε για να μας πάει στον Άδη.
Τρεις μέρες ταξιδεύαμε και με καιρό ωραίο
Μα πάνω κει στην τέταρτη συνέβη το μοιραίο.
Εκεί που ταξιδεύαμε φουλαριστοί, κεφάτοι
το Μπονσεράτ μας έκανε ένα μεγάλο «κράτι».
Κι έτσι αναγκαστήκαμε και σ’ άλλη απελπισία
και ο κοσμάκης έπεσε σε νέα ανησυχία.

Η δοκιμασία
Για το Κολόμβο φίλε μου ξαναγυρνάμε πάλι
και νέα ζάλη βάλαμε ξανά εις το κεφάλι.
Η βλάβη λεν πως βρέθηκε μη χάνουμε ευκαιρία
ξαναγυρνάμε φίλε μου πάλι για Αυστραλία.
Μα πλέον αυτή η κατάσταση πρέπει να σταματήσει
γιατί ο κοσμάκης τώρα πια έχει αγανακτήσει.
Ο καπετάνιος θέλησε για να μας βγάλει λόγο
και όλοι μας φωνάζαμε θέλουμε στο Κολόμβο.
Επάνω στο κατάστρωμα εμαζευτήκαμε όλοι
και ο Ύπαρχος ηθέλησε, να βγάλει το πιστόλι.
Παρόλα αυτά οι Έλληνες διόλου δεν φοβηθήκαν
με σανίδες, ξύλα και κουπιά, επάνω τους ριχτήκαν.

Οι ευθύνες
Κι ο καπετάνιος φώναξε γυρνώ για το Κολόμβο
μα όταν φτάσουμε εκεί, όλοι θα δώσετε λόγο.
Γιατί εστασιάσατε κατά του κυβερνήτη
και για Κολόμβο γύρισε παρά τη θέλησή του.
Μα όταν συλλογίστηκε αυτός πως φέρνει ευθύνη
τον Ύπαρχο εκάλεσε συμβούλιο να γίνει.
Κολόμβο αν θα πήγαινε χωρίς αμφιβολία
το πλοίο θα το δένανε δίπλα στην παραλία.
Γι αυτό αποφασίσανε να το ξαναγυρίσουν
μα πρώτα εθελήσανε να μας ειδοποιήσουν.
Πρωί – πρωί αρχίσανε πολλά – πολλά μας λέγουν
μα για καλό και για κακό οι μηχανές δουλεύουν.
Και μη από φιλότιμο και από λύπη τόση
του το εσυγχωρέσαμε κι αλλού θα τα πληρώσει.

Ο απολογισμός
Αυτά είναι τα βάσανα και πιο πολλά ακόμα
τόσα πολλά που δεν μπορεί για να τα πει το στόμα.
– Στου στέλνω χαιρετίσματα φιλιά απ’ τα παιδιά σου
σου εύχομαι μανούλα μου ότι ποθεί η καρδιά σου.
Μάνα μου με μεγάλωσες σαν δέντρο στην αυλή σου
και τώρα ξενιτεύτηκα δεν είμαι πια κοντά σου.

Επίλογος
– Το γράμμα ετελείωσε και παύει η ομιλία
και την καλή αντάμωση ας φέρει η Παναγία.
Μάνα αυτού που βρίσκεσαι για μέτρα τα παιδιά σου
σού λείπουν τα καλύτερα και καίγεται η καρδιά σου.
Δεν κάνω εγώ τον ποιητή ούτε δακτυλογράφο
με πήρε το παράπονο και κάθομαι και γράφω.

5 Μαΐου 1959