Ένας τίτλος με άρωμα μαστίχας στολισμένος με άγριες τουλίπες του πρέπει αυτού του άρθρου. Ο Δήμος Αβδελιώδης, ο καταξιωμένος Χιώτης σκηνοθέτης, με σημαντικές κινηματογραφικές ταινίες και άπειρες θεατρικές παραστάσεις στο ενεργητικό του, μπόρεσε και χώρεσε στην κουβέντα μας χρώματα, αρώματα και το τσακ της τουλίπας που σπάει.

Είναι υπέροχο να τον ακούει κανείς να μιλάει, πόσο μάλλον να βλέπει τις ταινίες του! «Ιερή αφέλεια», «δαιμονική χαρά», «δύναμη απέναντι στο φόβο» και «αίσθηση σαγήνης» είναι μερικές από τις εκφράσεις του καθώς συζητάμε περί τέχνης, προθέσεων, συγκυριών και φυσικά για την λατρευτή του Χίο!


– Στην Αυστραλία, του λέμε, έχουν προβληθεί – και αγαπηθεί – και οι δυο σας ταινίες. Προβλήθηκαν στο πλαίσιο των Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου αλλά η πρώτη σας «Το Δέντρο που Πληγώναμε» και από το αυστραλιανό κρατικό κανάλι της SBS. Αν και αυτά τα δυο φιλμ έχουν ως επίκεντρό τους τη Χίο – και μάλιστα μιας άλλης εποχής – εντούτοις προφανώς περιέχουν διαχρονικά αλλά και οικουμενικά μηνύματα αφού άρεσαν όχι μόνο στους μη Χιώτες, αλλά και στους μη Έλληνες.

– Όταν κανείς προσπαθήσει και σκύψει μέσα στον εαυτό του και δει αλήθειες του εαυτού του και του μικρού του χώρου, τότε σημαίνει ότι επικοινωνεί με όλους τους ανθρώπους γιατί οι αλήθειες και αυτά τα πράγματα που ψάχνει η τέχνη είναι κοινά σε όλους. Δεν πρέπει να τα ψάχνουμε μακριά μας αλλά μέσα σε μας. Όταν φτιάχνει κανείς κάτι έχει ένα είδος αφέλειας, αν δηλαδή σκεφτείς πονηρά, πως θα αρέσει κάτι έχεις ήδη χάσει το δρόμο της τέχνης, κάτι το οποίο δεν μ’ αρέσει και ποτέ δεν μπορώ να το βάλω στο μυαλό μου. Εμένα μ’ αρέσει η τέχνη να είναι αυθεντική, να έχει αυτήν την ιερή αφέλεια μέσα της, αυτήν που σε κάνει να θαυμάζεις πράγματα που οι άλλοι θεωρούν αυτονόητα.

– Οπότε είναι θέμα πρόθεσης;
– Ναι, είναι θέμα πρόθεσης γιατί έχεις να κάνεις επιλογές, όπως και σε κάθε επάγγελμα, όχι μόνο στην τέχνη. Δύο δρόμοι υπάρχουν μπροστά σου, ένας είναι ο συμβιβασμός, η καταξίωση μέσα από πράγματα σαν κανόνες για να ανέλθει κανείς και να ευδοκιμήσει και ο άλλος δρόμος είναι λίγο πιο σκληρός και δύσκολος, δε συμβιβάζεσαι με ευτελή πράγματα, προσπαθείς να κάνεις τη δουλειά σου με έναν τρόπο ειλικρινή χωρίς να το χαλάσεις. Εγώ θα μπορούσα να είμαι και πολύ πλούσιος και να κάνω εξυπνάδες με τις ταινίες, εύκολα πράγματα να ξεγελάω τον κόσμο. Δεν θα μπορούσα να το κάνω όμως, γιατί θα είχα να αντιμετωπίσω τον εαυτό μου που θα μου έλεγε ότι είμαι πολύ γελοίος και δεν τον ακολούθησα τελικά.

 – Υποστηρίχτηκε ότι το πρώτο σας φιλμ το «Δέντρο Που Πληγώναμε» το 1986, φέρατε στο ελληνικό σινεμά έναν αέρα καλώς εννοούμενου αγνού συναισθήματος, μιας καθαρότητας που, με αφετηρία την παράδοση, μπορούσε να βρει κοινούς τόπους με το παρόν και, γιατί όχι, με το μέλλον. Ήταν όμως και μια ταινία στηριγμένη στα δικά σας βιώματα; Τι ήταν αυτό που σάς ευαισθητοποίησε και που θέλατε να καταγράψετε και να μοιραστείτε;
– Πραγματικά ήταν θέμα ανάγκης! Όταν έφυγα από τη Χίο στα δεκαεφτά μου και πήγα στην Αθήνα, φτάνοντας στην ηλικία των τριάντα άρχισα να καταλαβαίνω ότι όλο αυτό το φορτίο που κουβαλούσα μέσα μου, τους ήχους, τις εικόνες, τη βιωματική εμπειρία ήταν ένας κόσμος που πάλευε. Αισθανόμουν ότι πνιγόμουν απ’ αυτή τη δύναμη του φωτός που υπήρχε μέσα μου εγκλωβισμένο. Ένιωσα την ανάγκη να το κοινωνήσω και με τους άλλους, έτσι θα απελευθερωνόμουν κατά κάποιο τρόπο. Αν κάτι δεν πάρει μορφή στην τέχνη δεν μπορεί ποτέ να αποκτήσει αξία επικοινωνιακή αλλά και κάθε είδους αξία.

 ΟΙ ΛΑΛΑΔΕΣ ΚΑΙ Η «ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΩΝ ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΩΝ»

– Πέρασαν αρκετά χρόνια για να έρθει η άλλη ταινία σας, επίσης γυρισμένη στη Χίο. Το φιλμ «Η Εαρινή Σύναξις των Αγροφυλάκων» η οποία επανεκδόθηκε πρόσφατα κέρδισε βραβεία και επαίνους και χαρακτηρίστηκε ως μια «υπέροχη τρίωρη ερωτική επιστολή στη Χίο του ’60, γεμάτη απίθανη επαρχιακή αγνότητα με φαινομενικά τυχαίες Ομηρικές προεκτάσεις». Διάβασα πως η ταινία αυτή είναι εμπνευσμένη από το Μυστικό Δείπνο του Λεονάρντο ντα Βίντσι και χτισμένη πάνω στις Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι. Έτσι είναι;
– Το έργο αυτό είναι εμπνευσμένο κυρίως από τις άγριες τουλίπες της Χίου, μια εικόνα που μου είχε μείνει από μικρό παιδί. (Στη Χίο τις λένε «Λαλάδες») Πολλές φορές κατεβαίνω τον Μάρτιο στη Χίο μόνο και μόνο για να συναντήσω τα αγαπημένα μου λουλούδια. Είναι εξαιρετικά ωραία και γοητευτικά γιατί δεν ανθίζουν πολύ διάστημα, μόλις δέκα μέρες, αν τα προλάβεις. Αυτό αφήνει μια αίσθηση σαγήνης που προλαβαίνεις να το ολοκληρώσεις, να το δεις, να το χορτάσεις και έτσι μου έχει μείνει μια εικόνα πολύ έντονη, και το άρωμα παρόλο που δε μυρίζει πολύ ωραία. Ο τρόπος που σπας ένα κλαρί, πώς ακούγεται αυτό το τσακ, ο ήχος του και αυτό το απίστευτο κόκκινο χρώμα συνδυασμένο με το μαύρο και το κίτρινο, το θεωρώ μαγικό, δεν ξέρω γιατί μ’ αρέσει τόσο πολύ αυτό το λουλούδι! Αυτό ήταν η αφετηρία, εκεί πάνω χτίστηκαν όλα τα άλλα. Ο Μυστικός Δείπνος του Ντα Βίντσι λειτούργησε ως προς τη συμμετρία με τους δώδεκα μήνες-μαθητές, στο κέντρο ο χρόνος–Χριστός και μετά ο Βιβάλντι, δηλαδή συνέβαλε όλη η Ιταλία για να γίνει αυτό το έργο.


– Και οι δυο σας ταινίες αναφέρονται στην ίδια πάνω-κάτω χρονική περίοδο. Προφανώς σάς έχει αγγίξει ιδιαίτερα…

– Ναι, αλλά όχι με μια αίσθηση επιστροφής σε ένα ρετρό νοσταλγικό. Ήταν η αποκάλυψη αυτής της λάμψης που υπήρχε στην καθαρότητα της αλλαγής των εποχών σε μια περίοδο που ήμασταν ανυποψίαστοι ότι θα μπορούσε να αλλάξει τόσο ριζικά ο πλανήτης και να κινδυνεύουν να χαθούν και οι εποχές. Επειδή υπήρχε αυτός ο λαϊκός πολιτισμός εξακολουθούσε να μάς δίνει πάρα πολύ μεγάλη χαρά, εγώ την έζησα αυτή τη χαρά, τη δαιμονική χαρά δηλαδή της αγροτικής ζωής και την αίσθηση της σύμπραξης των ανθρώπων με όλα τα δεινά της αλλά μια εποχή πάρα πολύ ζωντανή, μαγική θα έλεγα.

– Οι προσδοκίες του νέου που πάει στην Αθήνα δικαιώθηκαν;
– Έδωσα εξετάσεις στη Φιλοσοφική Σχολή γιατί μ’ ενδιέφερε, αλλά στην πραγματικότητα ήταν μια πρόφαση για να μπορέσω να ασχοληθώ με το θέατρο γιατί αυτό ήταν η μεγάλη μου αγάπη. Παρ’ όλα αυτά, το ‘70 που έφτασα εγώ στην Αθήνα ήταν μια χρονιά που δεν είχε τίποτα το διαφορετικό από τον προηγούμενο αιώνα. Έτσι ήταν δύσκολο να πεις ξεκάθαρα ότι μ’ αρέσει και ασχολούμαι με το θέατρο, δεν είχες καλό κοινωνικό παρουσιαστικό. Κοινωνικά για τους γονείς μου δεν ήθελα, τι θα ‘λεγαν ότι ο γιος τους έγινε ηθοποιός!… Έτσι είχα το Πανεπιστήμιο αλλά παράλληλα και την υποκριτική, μιας ήμουν ήδη φοιτητής. Μετά το ‘80 άρχισαν να αλλάζουν τα πράγματα.
Για το καλό όλων μας, τελικά! Πάντως, ο Καραγκιόζης με την θεατρική παράσταση «Ο Μεγαλέξανδρος και το καταραμένο φίδι», πάει Badmigton, πολύ χαίρομαι γι’ αυτή του την εξέλιξη.
Έχει προσκληθεί από το Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου για να το δουν διευθυντές από όλα τα φεστιβάλ του κόσμου, οπότε πιστεύω θα έχουμε προσκλήσεις και σε ξένα φεστιβάλ και άλλες χώρες. Πρόκειται για ένα έργο που μιλάει για το νερό και το φαγητό και τις ελλείψεις που υπάρχουν, αλλά κυρίως για το αίσθημα του φόβου και την ανασφάλεια που έχει κατακλύσει τους πάντες και πρέπει να προβάλει κανείς μια πίστη και μια ελπίδα, μια δύναμη απέναντι στο φόβο. Ξεκινώντας το 2000 από τα παλιά κείμενα του Αντώνη Μόλλα, ενός σπουδαίου Καραγκιοζοπαίχτη, αποφάσισα να γράψω ένα εντελώς καινούριο κείμενο όπου να δίνω το στίγμα μου και να επαναπροσδιορίζομαι, στο σήμερα, μέσα από τους ήρωες του θεάτρου σκιών. Το έκανα λοιπόν αυτό με ένα πολύ μοντέρνο τρόπο, δηλαδή από το θέατρο σκιών το πέρασα στο θεατρικό σανίδι και έγινε μια εξαιρετική παράσταση. Ήθελα να πάρει ένα μοντέρνο χαρακτήρα και να φαίνεται ότι δε φταίει ο Καραγκιόζης αν δεν πάει καλά, αλλά φταίνε οι συγγραφείς αν δεν πάει καλά ένα είδος θεάτρου. Μάλλον πέτυχε και αυτό γιατί ο κόσμος το αγκάλιασε, ταυτίστηκε με πολλά πράγματα που γίνονται μέσα στο έργο. (Τα τραγούδια του «Καραγκιόζη» κυκλοφορούν σε CD ερμηνευμένα από τον Χιώτη τραγουδοποιό και φίλο του Παντελή Θαλασσινό).

– Η Ελλάδα υπήρξε χώρα εξαγωγής μεταναστών. Η Χίος, ιδιαίτερα το βόρειο μέρος της, έχει ερημώσει από τη μετανάστευση. Και όμως, στον ελληνικό κινηματογράφο το κεφάλαιο αυτό, με ελάχιστες εξαιρέσεις, αντιμετωπίστηκε επιδερμικά. Πώς και μέσα στην καταγραφή αυτών που σημάδεψαν την Χίο την δεκαετία του ’80 δεν περιελάβατε και το «έπος» της μετανάστευσης;
– Υπήρχε παλαιότερα μια πρόταση από το συχωρεμένο το νομάρχη Χίου, το Γιώργο Καλουτά, αλλά ο πρόωρος θάνατός του δε βοήθησε στο να εξελιχθεί αυτή η ιδέα που ήθελε να κάνω. Ήταν συνδυασμός με τα κεραμεία της Χίου και εγώ ήθελα να το συνδυάσω με τη μετανάστευση. Ήθελα πολύ να το κάνω, αλλά είναι ορισμένα πράγματα που δεν γίνονται γιατί δεν βοηθάνε και άλλοι παράγοντες.

– Πώς θα χαρακτηρίζατε την κατάσταση του ελληνικού κινηματογράφου σήμερα;
Νομίζω ότι είναι η μόνη ίσως χώρα στην Ευρώπη που δεν υπάρχει σοβαρότητα της πολιτείας απέναντι όχι μόνο στον κινηματογράφο ή το θέατρο, αλλά γενικά στον πολιτισμό. Είμαστε μία χώρα που, δυστυχώς, ντρεπόμαστε για τη στάση της πολιτικής απέναντι στην τέχνη και συμβαίνει από όλα τα τμήματα του πολιτικού χώρου. Πρόκειται για μια κακώς εννοούμενη κουλτούρα, αυτή η αρνητική κουλτούρα απέναντι στην παιδεία και τον πολιτισμό, αν και αυτά είναι τα μόνα πράγματα που η Ελλάδα θα έπρεπε να προσέχει.


– Κλείνοντας, θα δανειστώ μια ερώτηση από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Γιατί να γυρίζει κανείς κινηματογράφο στις μέρες μας;

– Πολύ σωστό αυτό, αλλά νομίζω ότι η τέχνη σε όλες τις εποχές και ηλικίες του ανθρώπου πρέπει να είναι ζωντανή και σημαίνουσα διότι χωρίς την τέχνη δεν βλέπουμε, είμαστε τυφλοί. Δεν υπάρχει άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα που μπορεί να υποκαταστήσει αυτό το πράγμα, δεν υποκαθίσταται. Η τέχνη γενικότερα, όχι μόνο το θέατρο και ο κινηματογράφος, ανοίγει τα μάτια της ψυχής μας, μας κάνει να νιώθουμε βιωματικά και εμπειρικά κάτι το οποίο μπορεί να μη μας φτάσουν δέκα ζωές για να το νιώσουμε. Έτσι μέσα σε αυτή τη συμπύκνωση και τον οραματισμό που έχει η τέχνη, μιλάω πάντα για την τέχνη τη μη εμπορική γιατί η εμπορική είναι αποπροσανατολιστική και χυδαία και οδηγεί σε ένα μεσαίωνα τους ανθρώπους. Μιλάω πάντα για την τέχνη την αποκαλυπτική που μας οδηγεί σε αλήθειες και στη βαθύτερη κατανόηση της ύπαρξής μας και σαν υπαρξιακά και σαν πολιτικά όντα.