«Είχα συνάψει ειρήνη με τις προσδοκίες μου. Αλλά, όταν έφτασα στη Νέα Υόρκη, μέσα σε λίγες μόνο ώρες, η Νέα Υόρκη μού έκανε ό, τι κάνει σε όλους τους ανθρώπους – ξύπνησε τις πιθανότητες. Η ελπίδα ξεσπάει σαν επιδημία.»

ΦΙΛΙΠ ΡΟΘ, ΦΕΥΓΕΙ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ

Ο Πωλ, κρατώντας στο χέρι το δόντι που του έπεσε λίγο πριν, καθώς ανέβαινε τα σκαλιά του υπόγειου σταθμού του τραίνου, στο Γκραντ Σέντραλ, μπήκε, δέκα η ώρα το πρωί, στα γραφεία Κοινωνικών Υπηρεσιών της Δέκατης Λεωφόρου, κοντά στους 45 δρόμους του Μανχάταν. Περιμένοντας τη σειρά του στην αίθουσα αναμονής, βγάζει την τραγιάσκα που του κρύβει το μισό πρόσωπο και ρίχνει μια ματιά στο μικρό καθρέφτη που κρέμεται δίπλα του. Τα μάτια εξακολουθούν να είναι κομμένα, αν και τελευταία κοιμάται καλά, τα χείλη του έχουν πάρει ένα βαθύ χαλκοπράσινο χρώμα, το μέτωπο γεμάτο ζάρες. Ανοίγει το στόμα και μετράει εφτά, μερικά κουνιούνται κιόλας. Κοιτάζει απ’ τη τζαμαρία έξω στο δρόμο, βρέχει συνέχεια, απ’ το περασμένο βράδυ. Πρώτη φορά, στα δεκαοχτώ του, νιώθει τρόμο.

Ο Πωλ γεννήθηκε στο Νότιο Μπρονξ της Νέας Υόρκης, σε μια γειτονιά γεμάτη Πορτορικάνους. Μεγάλωσε κοντά σε συγγενείς. Όταν ήταν γύρω στα τέσσερα με πέντε τον βίασε κάποιος θείος. Τον πατέρα του, συστηματικό ναρκομανή, τον επισκέφθηκε κάποτε στη φυλακή, ενώ ποτέ δεν μπόρεσε να μάθει αρκετά πράγματα για τη γυναίκα που τον γέννησε. Στα δεκατρία του κατέβηκε στις κακόφημες γειτονιές των 42 δρόμων, στο Μανχάταν, κι έμεινε από τότε εκεί. Άρχισε πολύ γρήγορα να μπαινοβγαίνει ελεύθερα στα χαμηλοτάβανα μαγαζιά με τις φανταχτερές βιτρίνες και τα πολύχρωμα φώτα, που δεν κλείνουν ποτέ, εκεί που με ελάχιστα σέντς μπορεί να δει κανείς, από μια τρύπα, το φτηνότερο και χειρότερο ζωντανό γυμνό θέαμα της Αμερικής. Τα παιδιά σαν τον Πωλ, που περιφέρονται εδώ μακριά απ’ τα σπίτια τους, έχουν  τρεις επιλογές για να επιζήσουν: την κλοπή, το εμπόριο ναρκωτικών και το εμπόριο του κορμιού τους, για πέντε δολάρια τη φορά. Ο Πωλ αναγκάστηκε να καταφύγει συχνά και στις τρεις μεθόδους. Μέσα σε πέντε χρόνια έχασε τριάντα κιλά κι όλα σχεδόν τα μαλλιά του. Δεν τον θέλει κανείς. Ούτε οι δικοί του στο Μπρονξ, ούτε κι οι τρόφιμοι στο Κόβεναντ Χάουζ, το άσυλο του κεντρικού Μανχάταν, όπου φυτοζωούν εκατοντάδες άστεγοι, πρώην κατάδικοι κι άλλοι περιθωριακοί. Έτσι όπως τον βλέπουν, ωχρό και σκελετωμένο, είναι σίγουροι ότι έχει AIDS.

Σύμφωνα με επίσημες στατιστικές τα παιδιά, που αυτοσυντηρούνται στη Νέα Υόρκη με τον τρόπο του Πωλ, έχουν μια ιδιαίτερα έντονη σεξουαλική ζωή, ίσως την πολυπλοκότερη και πλουσιότερη σε εμπειρίες από οποιονδήποτε άλλο στο δυτικό κόσμο. Πηγαίνουν συνήθως με δεκάδες περαστικούς κάθε βδομάδα, ενώ παράλληλα τα μεγαλύτερα μυούν πολλές φορές τα μικρότερα σε διάφορες τεχνικές. Είναι οι σύγχρονοι νομάδες: κάποτε κυκλοφορούν με κορίτσια κι ύστερα πάλι χάνονται απ’ την πιάτσα, βολεμένα από κάποιους ευκατάστατους πελάτες, που τα σπιτώνουν για δέκα – δεκαπέντε μέρες. Όταν εμφανίζονται ξανά, φοράνε ολοκαίνουργια ρούχα κι ακριβά αθλητικά παπούτσια. Μετά ακολουθούν οι δύσκολες μέρες, οι διαρκείς αϋπνίες, η πείνα, το κυνηγητό με την αστυνομία, τα καρφώματα. Μόνιμα καταφύγια χειμώνα – καλοκαίρι, οι σταθμοί των τραίνων, αυτή η αεικίνητη κι εύκολη αγορά της Νέας Υόρκης, η προσιτή σε όλους, που λειτουργεί με τους δικούς της νόμους, χωρίς προκαταλήψεις και περιττές διακρίσεις. Ο Πωλ ξέρει με κλειστά μάτια όλες τις γωνίες που βγάζουν πελάτη.

Το περασμένο φθινόπωρο νοσηλεύτηκε για πρώτη φορά σε ειδική εντατική μονάδα δημοτικού νοσοκομείου. Οι γιατροί πίστευαν αρχικά ότι είχαν να κάνουν μ’ ένα ακόμα θύμα του κρακ, του πάμφθηνου, αλλά θανατηφόρου ναρκωτικού. Στις ερωτήσεις που του έκαναν κάθε μέρα ο Πωλ έδινε την ίδια στερεότυπη απάντηση: ναι, έπαιρνε κατά καιρούς διάφορα ελαφρά ναρκωτικά, αλλά ποτέ του δεν είχε δοκιμάσει κρακ. Ήταν πολύ δύσκολο, πάντως, να τον κρατήσουν στο νοσοκομείο. Με την πρώτη ευκαιρία έφυγε και ξαναγύρισε στα ίδια. Μια μέρα τον βρήκαν λιπόθυμο μπροστά σ’ ένα τηλεφωνικό θάλαμο, στο Πορτ Οθόριτι, το μεγάλο συγκοινωνιακό κόμβο της Νέας Υόρκης.

Έκανε άλλη μια προσπάθεια να γυρίσει σπίτι, αλλά τότε η γιαγιά του ζήτησε να της φέρει πιστοποιητικό γιατρού, που να βεβαιώνει ότι είναι εντελώς ακίνδυνος. Ποτέ του δε θυμάται ο Πωλ να ένιωσε πιο άσχημα. Οργή και ταπείνωση μαζί. Για ένα διάστημα έμεινε εκεί με κάτι φίλους, σ’ ένα παλιό εγκαταλειμμένο σπίτι, χωρίς ηλεκτρικό και θέρμανση, κοντά στους 42 δρόμους. Όποιος κατάφερνε να πληρώσει μια νύχτα σ’ ένα από τα κοντινά λαϊκά ξενοδοχεία, καλούσε και τους υπόλοιπους να το μοιραστούν μαζί του. Τον Πωλ τον μάζεψαν από το δρόμο, μες στο καταχείμωνο άλλες τρεις φορές.

Κάποια στιγμή άκουσε τ’ όνομά του, του λένε να περάσει στο τελευταίο γραφείο, βαδίζει αργά, μπαίνει μέσα και κλείνει μαλακά την πόρτα πίσω του. Έχει ξαναέρθει εδώ, πριν λίγες μέρες, του έκαναν διάφορες εξετάσεις. Ο  υπάλληλος ξεφυλλίζει το φάκελο – σε λίγα λεπτά μαθαίνει ότι έχει AIDS. Στο δρόμο πάλι. Καίει ολόκληρος. Σχεδιάζει ν’ αυτοκτονήσει το ίδιο βράδυ. Το έχει ξανασκεφτεί, ξέρει τον τρόπο, μετά αλλάζει γνώμη, θα περιμένει ν’ αποφυλακιστεί ο πατέρας του. Περνάει τους δρόμους με κόκκινο, οι οδηγοί τον βρίζουν, γίνεται μούσκεμα. Ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα αναλαμβάνει την άλλη μέρα να του βρει ένα δωμάτιο σε φτηνό ξενοδοχείο, αφού δεν γίνεται πια δεκτός από κανένα άσυλο.

Ο Πωλ αρχίζει να ξεχνάει εύκολα. Γυρνάει όλη μέρα στους διαδρόμους του ξενοδοχείου. Δεν μπορεί να θυμηθεί τον αριθμό του δωματίου του, συλλαβίζει συνέχεια ακατανόητες λέξεις. Την τρίτη μέρα βγαίνει έξω, πηγαίνει μέχρι τη γωνία, περνάει απέναντι, ο κόσμος τον παρασέρνει, απομακρύνεται συνέχεια. Όταν αποφασίζει να γυρίσει πίσω είναι αδύνατον να προσανατολιστεί και να βρει το δρόμο της επιστροφής. Κάτι σκιές μόνο στο θολό περίγραμμα του νου: αυτός και μια ξαδέλφη του, πριν μπουν στα δέκα τους χρόνια, αγκαλιά, ο θείος δίπλα τους έτοιμος να τους δείρει αν δεν του κάνουν όλα τα χατίρια, ύστερα κάτι πελώρια σοκολατένια αυγά, καραμέλες, χυμός από μήλα χύνεται μέσα του, μια βόλτα πάνω απ’ το Μανχάταν και τον ποταμό Χάντσον με μικρό ιδιωτικό αεροπλάνο, δεν θυμάται τον πιλότο …

Τον βρήκαν αναίσθητο κάπου στο Βίλατζ. Ο πατέρας του βγήκε με άδεια απ’ τη φυλακή, για λίγες ώρες, να τον δει. Ο Πωλ συνέχεια σε κώμα. Πέθανε δυο μέρες μετά. Τα έξοδα της κηδείας τα ανέλαβαν οι συγγενείς του. Μερικοί απορούσαν πού βρέθηκαν τόσα λουλούδια.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΑΚΤΗΣ ΤΩΝ ΗΠΑ

Topography displays no favorites; North’s as near as West.
More delicate than the historian’s are the map-makers’ colors.
Elizabeth Bishop, The Map.

Έζησα κι εργάστηκα στη Νέα Υόρκη έξι ακριβώς χρόνια.  Συγκεκριμένα από τον Ιούνιο του 1983 έως τον Ιούνιο του 1989. Τότε, μεταξύ άλλων, έγραψα την πέμπτη ποιητική μου συλλογή Παράφραση της νύχτας, η οποία στη συνέχεια εκδόθηκε στην Αθήνα από το «Ύψιλον», τον Δεκέμβριο του 1989. Το «Κυριακή στο Πάρκο» ανήκει σ’ αυτό το βιβλίο και παρέχει ένα μέτρο των τότε αναζητήσεών μου στο πεδίο των αισθητικών εφαρμογών. Ο τίτλος ανακαλεί εμμέσως πλην σαφώς το γνωστό Σέντραλ Παρκ, που εκτείνεται στην καρδιά του Μανχάταν. Το αντιγράφω αυτούσιο: «Οι γλώσσες του κόσμου στο στόμα σου / τη δικιά σου μόνο λησμόνησες / για πέντε γραμμάρια λήθη ξεπουλιούνται εδώ / σκοτοδίνη των φυλών κι εσύ χάνεσαι / πνίγεσαι στο σάλιο της μιας λέξης που έμαθες / σωστά: Μανχάταν-είναι να βρέξει πάλι / πλαστικά, πολύχρωμα χαπάκια / υποθετικά τοπία της πατρίδας μου. / Μυρίζει παντού λιμάνι του Πειραιά / μυρίζει θανάσιμα αμαρτήματα το σώμα / η πόλη έκδοτη στο σκοτάδι / στη μαύρη μαγεία, στο στόμα τα’ ουρανού / με σπρώχνουν να ενδώσω οι φονιάδες / εγώ όμως θέλω το χώμα το έγχρωμο σώμα σου / τη σπαταλημένη δύναμη, ασήμι στους δρόμους / Κυριακή στο Πάρκο, βροχή που με πληρώνει θάνατο / κανένα υπεραστικό δε σ’ αναπληρώνει / φωνή μου που δεν είσαι πια, αλλά ποτάμι / από φωτιά και ναυάγια παραμιλητό, / ομίχλη, εσύ θα μείνεις μόνο ζωντανή / στο τέλος που έρχεται σε λίγες ώρες / μα δεν το ξέρουν, ακόμα ένα τραγούδι / ακόμα μια θάλασσα, βουητό / ένα τραγούδι θα μείνει, κύματα / αέρας, τ΄ όνομά σου, που το ‘χτισαν ζωντανό / στα θεμέλια αυτής της πόλης / αυριανά ερείπια, / οι γλώσσες του κόσμου γέρικα θηλαστικά / «μου λείπουν πενήντα σεντς για να γυρίσω σπίτι» / χίλια σκυλιά ξεφυτρώνουν από μέσα σου / μου λείπουν πενήντα σεντς για να γυρίσω σπίτι.»

Ήταν η εποχή που διάβαζα εξαντλητικά αμερικανική λογοτεχνία. Το Walden του Χένρι Ντέιβιντ Θορώ, για παράδειγμα, με συντρόφευε και στο σπίτι και στο γραφείο, έχοντας προμηθευτεί για την περίσταση δύο αντίτυπα, για να αποφύγω το καθημερινό κουβάλημα μπρος πίσω. Οι προβληματισμοί, τα ειδικότερα ανθρωπολογικά ζητήματα, το μυστικοπαθές ρήμα, η οικολογική προοπτική άνοιγαν μπροστά μου μια νέα, εντελώς ανατρεπτική διαλεκτική. Τα ποικίλα συναφή ερωτήματα, παραμένοντας αναπάντητα, διατηρούσαν συνεχώς ένα πρωτόγνωρο κειμενικό σφρίγος. Το ότι διάβαζα το Walden στη Νέα Υόρκη συνιστούσε μια από τις ευτυχέστερες συγκυρίες της εποχής: σαν  να με μυούσε ένα αβρό πνεύμα στην εντοπιότητα, στην ιθαγένεια εκείνη που τίμησε για παράδειγμα ο Γουώλτ Γουίτμαν και ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Αργότερα μάλιστα, ταξιδεύοντας στη Υποσαχαρική Μαύρη Ήπειρο, επρόκειτο να αποκτήσει μιαν άλλη ρώμη. Ήταν ένας εσωτερικός οδηγός, ο οποίος σπάνια έσφαλλε. Έστω παράδειγμα από το Walden: «Τι συμβολίζει η Αφρική – τι συμβολίζει η Άγρια Δύση; Μήπως δεν είναι τάχα και ο δικός μας εσωτερικός κόσμος λευκή, ανεξερεύνητη περιοχή του χάρτη, κι ας αποδειχθεί μαύρη σαν τις ακτές της Αφρικής όταν κάποτε ανακαλυφθεί; Τι ψάχνουμε να βρούμε, τις πηγές του Νείλου και του Μισισιπή ή το Βορειοδυτικό Πέρασμα; Αυτά είναι άραγε τα προβλήματα που απασχολούν όσο τίποτε άλλο την ανθρωπότητα; Είναι ο Φράνκλιν ο μοναδικός άνθρωπος που χάθηκε, ώστε να καταβάλει η γυναίκα του τόσες προσπάθειες για να τον βρει;»

Στο Μανχάταν βίωσα προοδευτικά την πορεία απεξάρτησης από τον μαθηματικό χρόνο. Διανοίγοντας ένα πέρασμα προς τον αναγνωστικά ενοποιημένο χωρόχρονο της γραμματολογικής παρακαταθήκης των ΗΠΑ, τεμάχισα τον χρόνο, αλλοίωσα δηλαδή τα δεδομένα των δευτερολέπτων, των λεπτών και των ωρών προκειμένου ν΄ αγγίξω αυτό που οραματικά κατάλαβα ότι μου ανήκε: την Αμερική του Βορρά με έδρα το Μανχάταν.  Το έκτο ποίημα της προαναφερόμενης συλλογής μου, με τίτλο «Εκδρομή», ας θεωρηθεί μαρτυρία της θεματολογικής προοπτικής, όπως την βίωνα την περίοδο εκείνη. Παραθέτω: «Πιστεύω πως τα τοπία ορίζουν την τύχη μας / είναι εκεί – χάρτες φανταστικοί που μας περιέχουν / αναπνέουν με τους πόρους των σωμάτων τα λεπτά φύλλα / μεγαλώνουμε μαζί με τα δέντρα / περπατάμε μαζί στα ίδια όνειρα / βουνά χαμηλά μες στο πρωινό φως, δάση διαφανή / ξετυλίγονται αθώα στην αρχή τα μονοπάτια / μετά ο αέρας θα σβήσει τα ίχνη θα χαθείς / το βάρος των ημερών που έζησες / ένα κομμάτι ασβέστης στην είσοδο της σπηλιάς.» Ο χρόνος, με άλλα λόγια, δεν με συμπίεζε, δεν μου προκαλούσε παραδόξως την αγγλοσαξονική υστερία του τύπου «ο χρόνος είναι χρήμα».  Εκεί που έπρεπε, ως εκ των πραγμάτων να υστερώ υπαρξιακά, δηλαδή να μην έχω χρόνο, απολάμβανα, στην καρδιά μάλιστα της χρηματαγοράς της Δύσης, την δαψίλεια του ένδον χρόνου. Θα συνόψιζα μάλιστα τα εν λόγω με τους εξής αφορισμούς ενός περιπετειώδους Γάλλου, του Γκυ Ντεμπόρ: «Ο ψευτο-κυκλικός χρόνος είναι ο χρόνος της κατανάλωσης της σύγχρονης οικονομικής επιβίωσης, της επαυξημένης επιβίωσης, όπου το καθημερινό βίωμα μένει στερημένο από απόφαση και υποταγμένο, όχι πια στη φυσική τάξη, αλλά στη ψευτο-φύση που αναπτύχθηκε στην αλλοτριωμένη εργασία ∙ έτσι αυτός ο χρόνος ξαναβρίσκει ε ν τ ε λ ώ ς φ υ σ ι κ ά τον παλιό κυκλικό ρυθμό που κανόνιζε την επιβίωση των προ-βιομηχανικών κοινωνιών. Ο ψευτο-κυκλικός χρόνος στηρίζεται συνάμα στα φυσικά σημάδια του κυκλικού χρόνου και συνθέτει νέους ομόλογους συνδυασμούς: τη μέρα και τη νύχτα, την εβδομαδιαία εργασία και ανάπαυση, την επιστροφή των περιόδων διακοπών.»

Μανχάταν, το υπέρ-άστυ, δηλαδή το μείζον κείμενο. Απέναντι η υπόλοιπη χώρα, η άλλη Αμερική: ίσως το αναγκαίο επίμετρο, οι αντιθετικοί προσδιορισμοί, οι επιλογικές παρατηρήσεις, οι ενδεχόμενες υποσημειώσεις. Έτυχε να λειτουργήσω αισθητικά, να παρατηρήσω τα φαινόμενα γύρω μου και να γράψω μέσα-πάνω στο πρώτο, στο κυρίως κειμενικό σώμα. Eκεί που επαληθεύεται η εκπλήρωση του ονείρου της Βαβέλ. Ή όπως διευκρινίζεται στο Walden: «Μακροπρόθεσμα, ο άνθρωπος δεν πετυχαίνει παρά εκείνο το οποίο έχει στοχεύσει. Καλά θα έκανε, επομένως, να στοχεύσει κάτι που βρίσκεται ψηλά, ακόμα κι αν με την πρώτη αποτύχει.». Στο νησί Μανχάταν, ο άνθρωπος-Οικοδόμος πέτυχε να εξωραΐσει το άγαν. Στο πλαίσιο αυτό δοκίμαζα μια νέα ανάγνωση, μια αλλαγή της ατομικής γραφής. Φρονώ ότι μου δόθηκε, μεταξύ άλλων, η ευεργεσία, η ανακάλυψη του ορθού χρόνου. Με τον τρόπο, με το ύφος των προσδιορισμών που θα έλεγα ότι  κατέγραψε ο Τζωρτζ Στάϊνερ: «Ο χρόνος επιταχύνθηκε εκπληκτικά, όπως το είχαν διαπιστώσει, από τους πρώτους, ο Χέγκελ και ο  Κίρκεγκωρ. Οι αληθινές περίοδοι επιτρεπτού χρόνου, από τις οποίες εξαρτάται κάθε σοβαρή, σιωπηλή και υπεύθυνη ανάγνωση, έχουν μετατραπεί σε αποκλειστικότητα των πανεπιστημιακών και των ερευνητών. Σκοτώνουμε το χρόνο αντί, μέσα στα όριά του, να νοιώθουμε σαν στο σπίτι μας.» Ανήκα σ’ αυτούς που κατοίκησαν στο χρονο-Μανχάταν παραγωγικά. Διαλέγω, για τις εποπτικές ανάγκες της στιγμής, την εξής αναφορά από τις Στρατιές της νύχτας του Νόρμαν Μέιλερ, όπου αντιστικτικά αποδίδεται το αντι-Μανχάταν, εκεί που ίσως κάποτε γραψωταξιδέψω: «Η μικρή αμερικανική πόλη… αναπτυσσότανε τρεφόμενη ξανά και ξανά από τον ίδιο τον εαυτό της∙ τα κύτταρά της ταξιδεύανε, εργάζονταν για την κυβέρνηση, βρίσκανε ασφάλεια μέσω των πολέμων σε ξένες χώρες, κι οι εφιάλτες που καβάλαγαν τους αέρηδες στις παλιές μικρές πολιτείες τώρα ταξιδεύουν στη μπούκα του φλογοβόλου, δεν υπάρχουν πια όνειρα βάρβαρης λαγνείας, σφαγμένα χωριά, αιματηρές μάχες, τίποτ’ απ’ αυτά, καμιά ανάγκη γι’ αυτά-η τεχνολογία έδιωξε την παραφροσύνη απ’ τους ανέμους, απ’ τις σοφίτες, απ’ όλα τα χαμένα μέρη,  τ’ αρχέγονα και τ’ άξεστα: την τρέλα την έβρισκε πια στον πυρετό, στη δύναμη, στις μηχανές, στο Λας Βέγκας, στις κούρσες, στο ποδόσφαιρο, στις φυλετικές εξεγέρσεις για τους νέγρους, στα όργια των προαστίων- και τίποτε απ’ αυτά δεν αρκούσε-έπρεπε να φτάσει στο Βιετνάμ ∙ εκεί έπρεπε να φτάσει η μικρή πόλη για να τη βρει!»

Αντιλαμβάνομαι τώρα ότι συνειδητά έμενα μέσα στο όνειρο του Μανχάταν.  Επρόκειτο για ένα είδος αντίστασης στη φθορά που κάθε ημερολόγιο γραφείου υπαινίσσεται καθημερινά. Εκεί και στο Πεκίνο, δυόμιση χρόνια μετά, ένοιωσα τη μέθεξη με το χώρο, στο βαθμό που εγώ γίνομαι πότε αναπόσπαστο μέρος του και πότε εκείνος προέκτασή μου. Κατ’ αναλογίαν θα μπορούσα να προσθέσω τις παρακάτω κρίσεις  του Ζαν Πολ Σαρτρ ως περαιτέρω συμπτώματα αυτής της χρόνιας ενατένισης του νεοϋρκέζικου τοπίου: «Οποιαδήποτε στιγμή μπορώ να ξυπνήσω και το ξέρω • αλλά δε το θέλω: η ανάγνωση είναι ένα ελεύθερο όνειρο[…] Όταν μαγεύομαι από ένα τοπίο, ξέρω πολύ καλά ότι δεν είμαι εγώ που το δημιούργησα, ξέρω καλά επίσης ότι χωρίς εμένα δεν θα υπήρχαν καθόλου οι σχέσεις που δημιουργούνται μπρος στα μάτια μου, ανάμεσα στα δέντρα, στα φυλλώματα, στη γη, στο χορτάρι. Ξέρω καλά ότι δεν μπορώ να εξηγήσω αυτή τη μορφή της τελικότητας που ανακαλύπτω μέσα στο συνταίριασμα των χρωμάτων, στην αρμονία των σχημάτων και στις κινήσεις που προκαλεί ο άνεμος. Εντούτοις υπάρχει παντού, είναι εκεί μπρος στο βλέμμα μου, και τελικά δεν μπορώ να την κάνω να υ π ά ρ χ η παρά μόνο εάν το είναι της ήδη υ π ά ρ χ η.»  Με το «Φθινόπωρο στη Νέα Υόρκη», το προτελευταίο κομμάτι της Παράφρασης της νύχτας, ίσως να διαφαίνεται η επιθυμία του διαρκούς προσεταιρισμού ενός απόλυτα εικονοφιλικού Μανχάταν. Παραθέτω: «Στην αρχή να μην ξέρω από ρυθμούς / μόνο λαϊκά τραγούδια χυμένα παντού / απ’ αυτά που ανέβαιναν παλιά στο λαιμό / κι εσύ που μ’ εμπιστεύεσαι μόνο στα όνειρά σου / να μην αφήνεις φλέβα για φλέβα, ούτε σταγόνα, / όλο το αίμα μου να κυλάει μέσα σου / η πόλη πληγή η γλώσσα μια κόκκινη πληγή / γεμίζει ιδιωματισμούς το στόμα / λίγοι καταλαβαίνουν πια τι λες / ναι, ο χειμώνας που έρχεται θα’ ναι με το μέρος σου / κι όλο το σώμα μου δικό σου / εδώ ρουφάς το παρόν σα να’ ταν καφές/ με τα κουβάρια της μοναξιάς να σέρνονται αργά στους δρόμους / με τα θαμπά φώτα ενός άλλου κόσμου / με το σκληρό εκείνο κομμάτι της νύχτας / το αδιαπέραστο, να γίνεται ένα με την καρδιά σου / έξω γκρίζοι λύκοι ας τρέχουν ως το πρωί / σκαλί σκαλί ως την ταράτσα της τρέλας / θ’ ανέβω να σε φτάσω ως τον θάνατο -/ άλλοι ας το πουν αυτό έκσταση / για μένα είναι ένα ταξίδι χωρίς τοπία. / Με το δέρμα και τα όνειρα ακέραια / κάτω απ’ τον ουρανό των μάγων και των αγίων / μνημονεύω τις πέντε αισθήσεις / τη μεγάλη, αδυσώπητη πόλη / κερί στον άνεμο μα δε σβήνει / όταν θα φύγει το φθινόπωρο / θα είμαι ακόμη εδώ.»

Τα ζεύγη πόλη-είδωλο, τοπίο-άνθρωπος συνιστούσαν τις εστίες μιας περιστροφής που κάποια στιγμή πέρασε από την σχεδόν παρακείμενη Aτλάντικ Σίτι. Το ποίημα «Ατλαντική πόλη» συντελούσε από την άποψη αυτή στη διαμόρφωση μιας περιηγητικής πτυχής της Παράφρασης της νύχτας, η οποία δεν είχε κατ’ αρχήν προγραμματιστεί. Ξαναθυμάμαι: « Το χειμώνα τα κύματα σκεπάζουν τον παραλιακό δρόμο. / Ένα παραμιλητό των νερών τα κύματα / ένα ξύλο όρθιο στο μάτι της καταιγίδας. / Το παλιό τραγούδι των ναυτικών φτάνει από μακριά / το χειμώνα τα κύματα σκεπάζουν τον παραλιακό δρόμο / φτάνουν μέχρι τα δέντρα / πλημμυρίζουν το καζίνο τις υπαίθριες ζωές μας / μια υπόγεια, επίμονη αντήχηση στα θεμέλια του κόσμου. / Το παλιό τραγούδι των ναυτικών τα κύματα / ακούγεται ξανά η κραυγή ο τελευταίος τρόμος / έρχεται απ’ τη μεριά του ωκεανού η νύχτα. / Μυρίζει λάδι φάλαινας αυτό το χέρι. / Σκιές πνιγμένων βγαίνουν στη στεριά / δεν μπορούν να ξεχωρίσουν πια τ’ άστρα /απ’ τα δόντια του καιρού και μπαίνουν στα σπίτια / απ’ τα’ ανοιχτά παράθυρα, απ’ τις μισάνοιχτες πόρτες / να ρημάξουν τα όνειρα ∙ είναι τα μαύρα πουλιά / των ποιημάτων που φώλιασαν στα μακριά μαλλιά σου. / Φοβάσαι τη μεγάλη ατλαντική νύχτα. / Τόσο κλεμμένο φως και κλείνεις τα μάτια να θυμηθείς / να σώσεις όπως μπορείς τους έρωτες της μέρας / την ηδονή που χαρίζει η λάμψη η τρομερή στο σώμα. / Εδώ καταλύεται αργά αλλά σταθερά η δυναστεία / της όρασης κι ορίζοντας ελευθερώνεται επιτέλους / απ’ το βάρος των αρχαίων ματιών./ Εσύ τώρα γίνεσαι σκοτάδι./ Το αλάτι έχει βαλσαμώσει τα βράχια / τα φύκια τα πόδια σου το πείσμα για ζωή. / Καταλαβαίνω, αν και είσαι ένα κομμάτι νύχτα / φοβάσαι τις ατέλειωτες ώρες του Ατλαντικού./ Προχθές μια στήλη άλατος είχε τη μορφή σου στην παραλία./ Η ζεστή ανάσα του θαλασσινού δαίμονα / θα σου δώσει ξανά τη ζωή να τρέξεις / στην πιο βαθειά σπηλιά να γεννήσεις. / Η λάσπη ∙ το χειμώνα τα’ ακρωτήρια χάνονται μέσα στη νύχτα. / Ένα φύλλο γης τρίβεται στα δάχτυλα, υγρασία του θεού / τρυπάει τα κόκκαλα σε λιώνει / ένα φτερό λίγο σάλιο λίγη άμμος στο ξερό πρόσωπο / ενθύμια ερωτικά σκορπισμένα στους πέντε δρόμους / σκουπίδια που γλίτωσαν τη φωτιά μες στη φωτιά. / Βρέχει και θολώνει ο δρόμος του πουλιού. / Οι λόφοι γίνονται κομμάτια. / Τοίχοι από χρυσάφι και μάρμαρο. / Πετάγονται μες στον ύπνο σου κοράκια / να ψάξουν στη στάχτη τους σπόρους του θανάτου. / Κάτι παγώνει μέσα σου γίνεται κρύσταλλο μυτερό / σε ματώνει και δεν ξέρεις τι μπορεί να σε βρει / ως το πρωί.»

Το Μανχάταν του αιφνιδιασμού, η πόλη – νησί των ανατροπών. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1930 ο Κλωντ Λεβί-Στρως αφήνει ένα κύμα ενθουσιασμού να καλύψει τις όποιες αντιφάσεις στοίχειωναν τότε την πραγματική πρωτεύουσα του Νέου Κόσμου. Τον ρυθμό του λόγου τον καθορίζει εδώ η πολυπρισματική συνεκδοχή της πόλης – τροφού: «Υπάρχει στη Νέα Υόρκη ένας τόπος μαγικός όπου έχουν ορίσει να συναντιούνται τα όνειρα της παιδικής ηλικίας ∙ όπου αιωνόβιοι κορμοί δέντρων τραγουδούν και μιλούν ∙ όπου ακαθόριστα αντικείμενα παραμονεύουν τους επισκέπτες με ένα μάτι ανήσυχο ∙ όπου ζώα μιας χάρης ανώτερης από του ανθρώπου ενώνουν σαν χέρια  τα μικρά πόδια τους και παρακαλούν να τους δοθεί το προνόμιο να χτίσουν το παλάτι του κάστορα για τον εκλεκτό τους, να τον ξεναγήσουν στο βασίλειο της φώκιας ή να τον διδάξουν μ΄ ένα μυστικό φιλί τη γλώσσα του βατράχου ή της αλκυόνης. Αυτόν το χώρο, όπου παρωχημένες αλλά ιδιαίτερα αποτελεσματικές μουσειογραφικές μέθοδοι  πρόσθεσαν τη γοητεία που έχει το κιαροσκούρο μιας σπηλιάς και οι ετοιμόρροπες στοίβες των χαμένων θησαυρών, μπορεί κανείς να τον βρει από τις 10 ως τις 5 κάθε μέρα στο American Museum of Natural History: Πρόκειται για την απέραντη αίθουσα του ισογείου, την αφιερωμένη στις Ινδιάνικες φυλές της βόρειας ακτής του Ειρηνικού, που φθάνει από την Αλάσκα ως την Βρετανική Κολομβία.»

Διαπιστώνω ότι στο Μανχάταν κατανόησα σε βάθος έναν ορισμό του Γουόλας Στίβενς μαζί με τα κυριότερα από τα συμφραζόμενά του, που αναφέρεται στην σχέση που συνδέει τον παρατηρητή της πραγματικότητας με μια συγκεκριμένη κάθε φορά απόχρωσή της. Εννοώ τον εξής: «Η πραγματικότητα είναι προϊόν της πιο μεγαλειώδους φαντασίας.» Ειδικότερα, στο ποίημα «Μανχάταν (έξω από το σπίτι του Πόε)», που ανήκει στην έβδομη συλλογή μου, με τίτλο Χρυσαλλίδα στον πάγο, που εκδόθηκε το 1999, δέκα χρόνια μετά την οριστική μου αναχώρηση από το Νέο Κόσμο, δοκίμασα να αποτυπώσω το ισχυρό αίσθημα μιας γειτονιάς, μιας στροφής του δρόμου καλύτερα, καθώς επίμονα με καλούσε προς τα πίσω, τότε ακριβώς που ο χρόνος έδειχνε την άλλη φύση του. Υποτασσόμουν στη διάρκεια του Μανχάταν, γνωρίζοντας ότι έγραφα κατ’ ουσίαν μια φούγκα από τις πλέον διαυγείς μου. Επαναφέρω, λοιπόν: «Το φως ξεκόλλησε τα νοήματα, ξημερώνει / συνήθως Φεβρουάριος / με πατημένο μαύρο χιόνι στην 84η οδό / που της έδωσαν το όνομα του Έντγκαρ Άλλαν Πόε / βλέπω τ’ αυστηρά, καπνισμένα πρόσωπα / με τα σπασμένα σπυριά και το σκούρο πύον-/ με λίγα σεντς θέλουν ν΄ αγοράσουν εμπιστοσύνη / στη λήθη. / Είμαι ασφαλώς πάλι εγώ που ανοίγω την πόρτα / και μπαίνω στο σκουριασμένο ταξί / ενώ την ίδια ακριβώς στιγμή με αγγίζω / στην απέναντι γωνία, είκοσι μέτρα μακριά, / στην παγωνιά των χρωμάτων / κάτι σαν όνειρο μέσα στις ψυχές και στα δώρα / του τοπίου, άστεγος αλλά άτρωτος. / Γιατί να δίνουμε, άραγε, τόση σημασία / στα σημάδια του καιρού / αφού όλοι, χωρίς καμία εξαίρεση, /  θα γυρίσουν πάλι σ’ εμάς, μέσα μας, / ίσως με άλλο επίθετο, ίσως με άλλο αίμα, / αλλά με τα ίδια ακριβώς μάτια / με τα ίδια τρύπια κασκόλ / του λιγδιασμένου χειμώνα;»

Ας δώσουμε την ευκαιρία στον  Πωλ Μοράν, τον γάλλο  διπλωμάτη και διακεκριμένο συγγραφέα που «ερωτεύτηκε τον δρόμο», να μας γυρίσει και πάλι στη Νέα Ρώμη του 1930. Οι περιγραφές του διατηρούν ακέραιο το πρώτο, το καταλυτικό εκείνο ξάφνιασμα του παρθενικού ταξιδιού-βλέμματος:  «Η Νέα Υόρκη είναι μια πόλη που τρώει κρέας ∙ οι επιστήμονες μας έχουν πει πώς να τρώει κανείς κρέας ισοδυναμεί σχεδόν με το να πίνεις αλκοόλ ∙ ο Νεοϋορκέζος είναι σαρκοφάγος ∙ πίνει πολύ, γιατί έχει ανάγκη να έχει δυνάμεις και να αντέχει όσο το δυνατόν περισσότερο. Η πόλη καταβροχθίζει οκτώ εκατομμύρια αυγά την ημέρα! Έχει μια βιβλική φρίκη για ό, τι είναι μολυσμένο ∙ γι’ αυτό τα εστιατόρια δίνουν την εντύπωση κλινικής ∙ το παραμικρό σάντουιτς, το παραμικρό κομματάκι ζάχαρης πωλείται σε ερμητικά κλειστά σακουλάκια, τα χάρτινα ποτήρια πετιούνται μόλις χρησιμοποιηθούν. […] Στις λαϊκές, όλα τα προϊόντα έχουν ετικέτες και είναι ταξινομημένα, καθορισμένα ∙ στις αγορές κυκλοφορεί ένας στρατός από ελεγκτές κρεάτων και ειδικούς επιθεωρητές για τα λαχανικά, τα φρούτα και κυρίως το γάλα ∙ το γάλα υπόκειται σε διαρκείς ελέγχους (υπάρχουν τρεις κατηγορίες γάλακτος) και όλοι αυτοί που το επεξεργάζονται χρειάζεται να έχουν περάσει ιατρική εξέταση. Υπολογίζεται πως τα μισά καθημερινά φορτία στις αγορές καταστρέφονται. «Τα υπολείμματα της Νέας Υόρκης θα συντηρούσαν την Ασία», μου έχει πει ο Κλωντέλ.»

Ο Πωλ Μοράν διηγείται με την ορμή του νεοφώτιστου των ταξιδιών. Σα να θέλει να χτίσει από την αρχή το Νέο Κόσμο. Ας τον αφήσουμε λίγο ακόμη στις δικαιολογημένες ηδονές του: «Ολόκληρη η Αμερική ονειρεύεται να αποκτήσει ένα Μπρόντγουεϊ. Η ανάγκη για διασκέδαση ξεσπάει σαν επανάσταση. Το  Μπρόντγουεϊ είναι ένα λιμάνι από όπου η Αμερική αντλεί τα πληρώματά της ∙ σε σύγκριση με αυτό, οι δρόμοι της Σαγκάης, του Αμβούργου, είναι σκοτεινά δρομάκια. Απατηλή γιορτή των πόλεων, αλλά απατηλή μόνο την επομένη, σαν όλες τις γιορτές. Υπάρχει μόνο μία πραγματικότητα, εκείνη της ίδιας νύχτας! Stimulating, spectacular, επαναλαμβάνουν διαρκώς οι εφημερίδες ∙ είναι η ζωή σε υπερθέαμα. Είκοσι χιλιάδες φωτεινές επιγραφές σε τούτη την πλατεία ∙ είκοσι πέντε εκατομμύρια κεριά. […] Η Τεσσαρακοστή Δεύτερη οδός, σαν χίλιες πλατείες Πιγκάλ, ένα χριστουγεννιάτικο βράδυ, βαλμένες πλάι-πλάι. Ξεχνάς την ιστορία. Η φύση, η θάλασσα, οι θεοί, έχουν αντικατασταθεί από καινούργιες λέξεις, που πρέπει να τις μάθεις. […] Στο Μπρόντγουεϊ, ο ταλαντούχος κάνει μια τόσο σύντομη καριέρα όσο ένας μποξέρ ∙ μαζεύει εκατό εκατομμύρια σε δύο μήνες, ύστερα του δίνουν μια μπουνιά στο σαγόνι ∙ τον εξαφανίζουν, είναι η σειρά κάποιου άλλου.[ …] Στην Τεσσαρακοστή Πέμπτη οδό δεν υπάρχουν πια παράθυρα στις πολυκατοικίες: μονάχα γράμματα ∙ πρόκειται για μια πυρακτωμένη άσφαλτο, μια συνωμοσία του εμπορίου ενάντια στη νύχτα ∙ στον ουρανό, ένα διαφημιστικό αεροπλάνο.[…] Προβολείς σαρώνουν ό, τι απομένει από τον ουρανό. […] Ανυπομονούμε να το σκάσουμε από την Ευρώπη, αυτή τη «φυλακή» για χρέη». Μονάχα η Νέα Υόρκη μάς προσφέρει το περιττό, μητέρα των τεχνών. «Δικαιοσύνη, αλήθεια, ευγενείς προσπάθειες, λέει ο Ταγκόρ, βασίζονται στη δύναμη του περιττού». Μία από τις επιτυχίες της Νέας Υόρκης είναι ότι ζεις σε μια χώρα όπου ούτε το φωταέριο ούτε το ηλεκτρικό ούτε ο τηλέγραφος ούτε το τηλέφωνο ούτε τα μέσα μαζικής μεταφοράς ούτε η εκπαίδευση αποτελούν κρατικό ή κοινοτικό μονοπώλιο, και χάρη σε αυτό δουλεύουν. Ένας άκακος αέρας, μια πόλη όπου μπορείς να είσαι ευτυχισμένος χωρίς να ντρέπεσαι, αυτά μας γαληνεύουν.»

Από το παρελθόν των εγκωμίων του Μανχάταν διαλέγω ένα από το ποίημα «Δώς μου τον Ήλιο το Λαμπρό το Σιωπηλό» του Γουώλτ Γουίτμαν. Οι υψηλοί τόνοι προαναγγέλλουν σ΄ ένα βαθμό την εικονοποιία που θα ακολουθήσει τους επόμενους αιώνες:
«Δώς μου εικόνες – δώς μου τους δρόμους του Μανχάταν! / Δώς μου το Μπρόντγουαίη με τους στρατιώτες που παρελαύνουν – δώς μου τον ήχο του τύμπανου και των πνευστών. /  (Οι στρατιώτες παρέες ή στη γραμμή –άλλοι φεύγουν ξαναμμένοι κι ανήσυχοι / Άλλοι που η άδειά τους τελείωσε, γυρίζουν σκόρπιοι, νέοι / κι όμως πολύ μεγάλοι, κατάκοποι, βαδίζουν μη προσέχοντας τίποτα) / Δώς μου ακτές κι αποβάθρες μπουκωμένες με μαύρα πλοία! / Αυτά είναι για μένα. Μια έντονη ζωή, ξεχυλισμένη και άστατη! / Η ζωή στο θέατρο, στο μπαρ, στο μεγάλο ξενοδοχείο για μένα! / Το σαλόνι του ατμόπλοιου! Η ζωηρή εκδρομή! Η λαμπαδηφορία! / Το τάγμα δεμένο έτοιμο για τον πόλεμο, τα στρατιωτικά βαγόνια  φορτωμένα ακολουθούν. / Κόσμος πολύς, πλημμύρα, με δυνατές φωνές, πάθη, φαντασμαγορία. / Του Μανχάταν οι δρόμοι με το δυνατό τους παλμό, / με τα τύμπανα που τώρα χτυπούν / Τον ατέλειωτο και βουερό χορό, το θρόισμα και την κλαγγή των όπλων, / (ακόμα κι η όψη των πληγωμένων), / Του Μανχάταν τα πλήθη με τους θυελλώδεις μουσικούς χορούς. / Του Μανχάταν τα πρόσωπα και τα μάτια για μένα.»

Συγκρατώ άλλη μια εικόνα. Κοιτάζω με τα μάτια του ακαταπόνητου ταξιδευτή Σελίν, του συγγραφέα που υπογράμμισε τον ερωτισμό του Μανχάταν, όσο ελάχιστοι. Εδώ υπήρξα και νοερώς εξακολουθώ να υπάρχω: «Figurez-vous qu’elle était debout leur ville absolument droite. New York c’est une ville debout. On en avait déjà vu nous des villes bien sur, et des belles encore, et des ports, et des fameux même. Mais chez nous, n’est-ce pas, elles sont couchées les villes, au bord de la mer ou sur les fleuves, elles s’allongent sur le paysage, elles attendent le voyageur, tandis que celle-là l’américaine, elle ne se pâmait pas, non, elle se tenait bien raide, là , pas baisante du tout, raide à faire peur.» Ή όπως το μετάφρασε στη γλώσσα μας η επαρκέστατη Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου: « Φανταστείτε πως ήταν ορθή η πόλη τους, ολόισια. Η Νέα Υόρκη είναι μια πόλη ορθή. Κι είχαμε βέβαια ξαναδεί πόλεις και πόλεις εμείς, ωραίες, και λιμάνια, σπουδαία μάλιστα! Μα στους τόπους μας, είναι ξάπλα οι πόλεις, στην παραλία ή στην όχθη των ποταμών, πλαγιάζουν στο τοπίο, περιμένουν τον ταξιδιώτη, ενώ τούτη δω, η Αμερικάνα, δεν λίγωνε, όχι, στεκόταν ντούρα, εκεί, διόλου ερωτιάρα, τόσο ντούρα που σε τρόμαζε.»

Τα ποιήματα, οι πεζόμορφες μαρτυρίες μου συναποτελούν τον κορμό της ενιαίας γραφής μου, που τροφοδότησε το είδωλο του Μανχάταν. Οι εικόνες θα πολλαπλασιάζονται. Από μέσα τους βγαίνουν το ένα μετά το άλλο τα κείμενα. Αυτά που έγραψα κι αυτά που γράφονται πρώτα στην οθόνη του νου μου και περιμένουν την ώρα για να τυπωθούν. Όπου προλάβουν προτού γίνουν σκόνη…

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βishop, Elizabeth. The Complete Poems, 1927-1979. New York: Farrar, Straus, and Giroux, 1983.

Θορώ, Χένρι Ντέιβιντ. Walden ή η ζωή στο δάσος. Μετ. Βασίλης Αθανασιάδης. Αθήνα: Κέδρος, 2007.

Μέιλερ, Νόρμαν. Οι στρατιές της νύχτας, ιδέτε  David Lodge, Ο μυθιστοριογράφος σε δίλημμα, μετάφραση: Σπύρος Τσακνιάς, Δοκίμια για τη Λογοτεχνία και την Κριτική. Αθήνα: Καστανιώτη, 1984.

Μοράν Πολ, Ταξίδια, μετάφραση: Βάσω Μέντζου, εκδόσεις Ολκός, 2008
Ντεμπόρ, Γκυ. Η κοινωνία του θεάματος, μετάφραση: Μαρία Ζάκκα, Αθήνα: Διεθνής Βιβλιοθήκη, 1972.

Ροθ, Φίλιπ. Φεύγει το φάντασμα. μετάφραση: Κατερίνα Σχινά, Αθήνα: Πόλις, 2009.

Σαρτ, Ζαν – Πολ. «Γιατί γράφουμε» στο Τι είναι η λογοτεχνία; μετάφραση: Μαρία Αθανασίου, «Εκδόσεις 70», 1971.

Σελίν. Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, μετάφραση, σημειώσεις, επίμετρο: Σεσίλ Ιγγλέση  Μαργέλλου Αθήνα: Εστία, 2007.

Steiner George, Η σιωπή των βιβλίων. Μετ: Σοφία Διονυσοπούλου. Αθήνα: Ολκός, 2008.

Στήβενς, Γουάλας. Adagia, μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός. Αθήνα: Άγρα, 2007.