Διαφωνούσαν ριζικά, όλοι στην συντροφιά, με κάποιον της παλιάς σχολής που ισχυρίζονταν πως ότι και να πουν οι σύγχρονοι παιδαγωγοί και ψυχίατροι, το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο και πως… «μικρό πισινό δεν έδειρες, μεγάλο μη γυρεύεις».

Σύμφωνα με τα λεγόμενά του δεν έδειρε τα παιδιά του, γιατί δεν χρειάστηκε ή γιατί δεν του έδωσαν αφορμή, αλλά ποτέ δεν τον πείραξε όταν οι δάσκαλοι τα έβαζαν τιμωρία και δεν δυσαρεστήθηκε όταν πληροφορήθηκε πως η δασκάλα τράβηξε το αυτή της κόρης του.
Προσπάθησε να πείσει το ακροατήριο του πως ο ίδιος και τα αδέλφια του δοκίμασαν κατ’ επανάληψη την…. λουρίδα του πατέρα τους, αλλά σε κανέναν από αυτούς δεν άφησε… ψυχολογικό τραύμα.

Διαφωνούσε ριζικά με τα καινούργια παιδαγωγικά συστήματα και το είχε δηλώσει και στην κόρη του, που ήταν εκπαιδευτικός.
Θεωρούσε απαράδεκτο το να εμφανίζονται γονείς στην τηλεόραση και στις εφημερίδες, διαμαρτυρόμενοι και καταγγέλλοντας τις διευθύνσεις των σχολείων και τους αρμοδίους γιατί δεν απέτρεψαν επίθεση ή γενικά άσκηση βίας, εκ μέρους βάναυσων συνομήλικων, συμμαθητών των παιδιών τους, προς τα αδύναμα, ευαίσθητα, αθώα και ανήμπορα παιδάκια τους.

Μπήκαν κι’ άλλοι στη συζήτηση και το πράγμα άρχισε να… χοντραίνει.

Κάποιος, θέλοντας να συμπαρασταθεί στον διαφωνούντα με τα μοντέρνα παιδαγωγικά συστήματα, αναφέρθηκε σε ένα σημείωμα που έλαβε στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, από την Ελλάδα και που είχε σαν τίτλο, «Για όσους είναι γεννημένοι μεταξύ 1940-1980».
Άρχισε να υποστηρίζει (ότι είχε διαβάσει) και ανάφερε με στόμφο ορισμένα από όσα θυμόταν μπερδεύοντας, τις… παπαρούνες με τις κάλτσες.
Επειδή έτυχε, το σχετικό κείμενο να πέσει και στα δικά μου χέρια (το έστειλε ο φίλος Ιωάννης… Π και δεν αναφέρω το επώνυμό του για λόγους αρχής) και επειδή διαφωνώ καθέτως και οριζοντίως με αρκετά απ’ όσα γράφονται στο σχετικό (σίγουρα εξ Ελλάδος προερχόμενο) κείμενο, θα σας βάλω αμέσως στο θέμα για να το… συζητήσουμε.   

Όπως προανέφερα το κείμενο είχε τίτλο «Για όσους είναι γεννημένοι μεταξύ 1940και1980» και συνεχίζει:
«Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πως καταφέραμε να επιβιώσουμε. Ήμαστε μια γενιά σε αναμονή: περάσαμε την παιδική μας ηλικία περιμένοντας.
Έπρεπε να περιμένουμε δύο ώρες μετά το φαγητό πριν κολυμπήσουμε, δύο ώρες μεσημεριανό ύπνο για να ξεκουραστούμε και τις Κυριακές έπρεπε να μείνουμε νηστικοί όλο το πρωί για να κοινωνήσουμε. Ακόμη και οι πόνοι περνούσαν με την αναμονή.

Πρώτα απ’ όλα δεν νομίζω πως μπορούμε να συμφωνήσουμε πως οι γεννημένοι από το 1940, λίγο πριν και λίγο μετά, έζησαν την ίδια ζωή και μεγάλωσαν με τον ίδιο τρόπο με αυτούς που γεννήθηκαν το ‘50, το ‘60, το ‘70 και το ‘80. Δεν παίξανε με τα ίδια παιχνίδια τα παιδιά του 40 με τις άλλες γενιές δεν έφαγαν τα ίδια και δεν ντύθηκαν το ίδιο. Μπορεί να απέμεναν οι γονείς και να επιμένουν ακόμη, να κολυμπήσουν τα παιδιά τους μετά ένα δίωρο, αλλά τα παιδιά του 40 και του 50 δεν πήγαιναν διακοπές όπως τα παιδιά του 60 και του 70 και οι διακοπές των γεννημένων το 80, διέφεραν τελείως με τις διακοπές των προηγούμενων γενναίων.
Δεν ντύθηκαν το ίδιο, δεν έφαγαν το ίδιο και δεν έπαιξαν το ίδιο αυτές οι γενιές.
Αναφέρεται στο κείμενο ότι ταξιδέψαμε χωρίς ζώνη ασφαλείας. Άλλωστε είναι γνωστό πως μόλις πρόσφατα αρχίσαμε, στην Ελλάδα, να την φοράμε εκείνη την έρημη ζώνη. Σωστό.

Καβαλούσαμε ποδήλατα και μοτοσικλέτες χωρίς κράνος και ταξιδεύαμε ώρες, πέντε και έξη άτομα μ’ ένα σαραβαλάκι. Σωστό.
Μιλάει για τα παιχνίδια αυτών των γενεών και είναι φανερό πως ο … συγγραφέας θα πρέπει να είναι της γενιάς του 80 και δεν άκουσε τίποτα για το κρυφτό ντενεκέ, το ξυλίκι, το πατίνι με τα ρουλεμάν, τη ζάντα του ποδηλάτου με τη διχάλα και τη σφεντόνα.
Στοχάζεται και…μονολογεί, λέγοντας: «Είχαμε ελευθερία, αποτυχία, επιτυχία και υπευθυνότητα και μέσα από όλα αυτά μάθαμε και ωριμάσαμε.»
Συνεχίζει λίγο πριν τελειώσει:
Αν εσύ είσαι από τους «παλιούς»… συγχαρητήρια, είχες την τύχη να μεγαλώσεις σαν παιδί…
Δεν αναφέρεται το όνομα του συγγραφέα. Δεν με πειράζει. Γλαφυρός ή γλαφυρή νοσταλγός. Εκ μέρους της γενιάς του 40, λίγο πριν και λίγο μετά, θέλω να δηλώσω υπεύθυνα πως χωρίς να φταιμε και παρά τη θέλησή μας, δεν έχουμε καμία σχέση με τις υπόλοιπες μεταγενέστερες γενναίες.
Μακάρι να είχαμε. Αν γινόταν να μην είχαμε πεινάσει, να μην είχαμε ζήσει τα συσσίτια, να μην γνωρίζαμε κατοχή, βομβαρδισμούς, καταφύγια, αν γινόταν να μην είχαμε πονέσει.

Η δική μας η γενιά διάβασε με τη λάμπα του πετρελαίου, έκλαψε για τον διπλανό, έψαχνε να φαει στα σκουπίδια.
Η γενιά του ‘30, του ‘40 και λίγο πριν, είχε το προνόμιο και την ιδιομορφία ν’ αγωνιστεί για να ελευθερώσει την πατρίδα και να δεχθεί να μάθει να σκοτώνει τον αδελφό της!