Η βιογραφία του Μιχάλη Κακογιάννη, του σκηνοθέτη που στάθηκε ικανός να στρέψει τους διεθνείς προβολείς στην Ελλάδα, ήδη από την δεκαετία του ’50 και ’60 και με κάθε ταινία του, προκαλεί πάντα το ενδιαφέρον.

Χωρίς ο ίδιος να έχει σκεφτεί ποτέ να γράψει την βιογραφία του, ανταποκρίθηκε στο αίτημα του δημοσιογράφου Χρήστου Σιάφκου, τον εμπιστεύτηκε και το αποτέλεσμα της συνεργασίας τους , τιτλοφορείται «Ο Μιχάλης Κακογιάννης σε πρώτο πλάνο», από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Σε μια αφήγηση ποταμό καταθέτει με τρόπο συναρπαστικό την πολυκύμαντη ζωή του. Το ταξίδι του ξεκινά από την Κύπρο όπου η αστική του καταγωγή του εξασφάλισε σπουδές νομικής στο Λονδίνο, όμως το ελεύθερο πνεύμα του δεν περιορίστηκε στις οικογενειακές προσδοκίες.
Στη διάρκεια της μεγάλης του καριέρας, σκηνοθέτησε το «Κυριακάτικο ξύπνημα», την «Στέλλα», τον «Ζορμπά», την «Ηλέκτρα» και τόσα άλλα έργα, από τα οποία είχε την τύχη να γευτεί τεράστια επιτυχία και διεθνή αναγνώριση.

Είχε το χάρισμα και τις στέρεες γνώσεις να μεταπηδά από το θέατρο στον κινηματογράφο και στην όπερα, διατηρώντας την καλλιτεχνική του ακεραιότητα, με ρίσκο και εμμονή στις καλλιτεχνικές του αξίες για τις οποίες δεν έκανε καμία παραχώρηση. Ούτε καν για να δουλέψει στο Χόλιγουντ.
Είχε πάθος με την Ελλάδα, όπως ο ίδιος λέει στην βιογραφία του, και στα 88 του χρόνια εγκαινίασε φέτος το Ίδρυμα που φέρει το όνομά του, επί της Πειραιώς 260. Ένα ίδρυμα που το έφτιαξε, όπως λέει ο ίδιος “για να διατηρηθεί η υστεροφημία του. Ένας χώρος τέχνης ο οποίος ξεφεύγει από τα πεπερασμένα του όρια. Ένα φυτώριο και όχι ένα μαυσωλείο”.

Στο ίδρυμα Μ. Κακογιάννη, παρουσιάστηκε το βιβλίο του Χρήστου Σιάφκου, «Ο Μιχάλης Κακογιάννης σε πρώτο πλάνο».
Ο σκηνογράφος Απόστολος Βέτας, χαιρέτησε το βιβλίο, λέγοντας ότι ο Μ. Κακογιάννης «ήρθε στην Ελλάδα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1953, νεαρός τότε, αγγλοσαξονικής μόρφωσης και έβαλε με τις ταινίες του ζητήματα πολιτικής μέσα από τη καθαρότητα του ελληνικού τοπίου, για να ξαναφτιάξει τους δικούς του μύθους. Με εξωτερικά γυρίσματα σε δρόμους και κτίσματα των Εξαρχείων, μέσα από το πρόσωπο της Έλλης Λαμπέτη, χτίζει την σχέση του τοπίου με την πόλη. Με εφόδιά του το θράσος και την επινόηση φτιάχνει εικόνες πολύ δυνατές».

Η ηθοποιός Τατιάνα Παπαμόσχου, η «γλυκιά του Τατιάνα», όπως τρυφερά την αναφέρει ο Κακογιάννης, πρωταγωνίστριά του, μόλις 13 ετών τότε, στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι, χαιρέτησε επίσης το βιβλίο, αναγνωρίζοντας ότι χωρίς τον Κακογιάννη δεν θα είχε στραφεί στην ηθοποιία και ότι από την ανάγνωση του βιβλίου και τις λεπτομέρειες “κατάλαβε πώς εκτινάχτηκε από το Λονδίνο σ΄ ολόκληρη την οικουμένη, πώς έκανε αυτό που ήθελε ρισκάροντας τα πάντα. Όπως η άρνηση συνεργασίας του με την 20th Century Fox, επειδή τους αρνήθηκε κάποια πράγματα ή η άρνησή του στην Σιμόν Σινιορέ να παίξει αντί της Κέντροβα στον «Ζορμπά» και πολλά ακόμα. Τέλος, η Τατιάνα Παπαμόσχου δεν παρέλειψε να αναφερθεί στις «ακατανόητες και μεμψίμοιρες κριτικές, για μεγάλο διάστημα, σε βάρος του έργου του Μ. Κακογιάννη».

Ο δημοσιογράφος Φώτης Απέργης, μιλώντας για το βιβλίο αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στον τρόπο που ξετυλίγεται η βιογραφία «με δημοσιογραφικό βήμα και καλλιτεχνική ζωντάνια” και πως “κάποτε προϋπόθεση της καταξίωσης της άρχουσας τάξης ήταν και η μόρφωση».
Τέλος, ο συγγραφέας Γιάννης Ξανθούλης, μίλησε για την «καθαρή και τίμια βιογραφία του Κακογιάννη που έδωσε ο Χρ. Σιάφκος στο αναγνωστικό κοινό».