Πριν μπω στο θέμα της Μικρασιατικής Εκστρατείας, κρίνω πως είναι απαραίτητη η αναφορά σε κάποιες από τις σημαντικές εξελίξεις από τα τέλη του 19ου αιώνα, ως την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα (1900-1910), ως προοίμιο για την εμφάνιση του Ελευθέριου Βενιζέλου στο πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας το 1910, στο οποίο έμελλε να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο κατά την επόμενη δεκαετία (1910-1920).

Επειδή η ιστορία είναι μια συνεχόμενη ροή γεγονότων και εξελίξεων, νομοτελειακά συνδεδεμένων μεταξύ τους, τα ζωτικής σημασίας γεγονότα της δεκαετίας 1910-1920 για τη νεότερη ιστορία του έθνους μας θα ήταν κατά τη γνώμη μου δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να αποτιμηθούν σε όλη τους την έκταση, χωρίς την ιστορική αναδρομή στα γεγονότα των προηγούμενων ετών.

Ο 19ος αιώνας έληξε για την Ελλάδα με δύο επεισόδια που έπληξαν όλες τις εκφάνσεις της οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής ζωής της χώρας.
Στις 10 Δεκεμβρίου 1893 ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης αναγνώρισε, σε αγόρευσή του στο Κοινοβούλιο, την πτώχευση του ελληνικού κράτους, όταν είπε εκείνο το κλασικό «Κύριοι, δυστυχώς, επτωχεύσαμεν». Mε νόμο η κυβέρνησή του περιόρισε την εξυπηρέτηση των τόκων κατά 30% και ανέστειλε την πληρωμή των τοκοχρεολυσίων.

Τέσσερα χρόνια αργότερα η Ελλάδα ενεπλάκη σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο οποίος είναι γνωστός στην ιστορία ως ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να ηττηθεί μέσα σε 30 ημέρες, και παρ’ ολίγον να χάσει τη Θεσσαλία, η οποία μόλις το 1881 είχε προσαρτηθεί στο ελληνικό κράτος.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε κηρύξει τον πόλεμο κατά της Ελλάδας όταν η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να στείλει στην Κρήτη μοίρα του ελληνικού στόλου, και στρατιωτικό σώμα, για να εμποδίσει την απόβαση οθωμανικών δυνάμεων στη Μεγαλόνησο, στόχος των οποίων ήταν να καταπνίξουν την εξέγερση των Κρητικών. Οι Κρητικοί είχαν εξεγερθεί γιατί η Οθωμανική Αυτοκρατορία παραβίαζε τις διατάξεις της Σύμβασης της Χαλέπας, με την οποία παραχωρήθηκαν στους χριστιανούς κατοίκους της Κρήτης δικαιώματα, τα οποία ουσιαστικά ισοδυναμούσαν με την παροχή καθεστώτος ημιαυτονομίας στη Μεγαλόνησο.
Η Συνθήκη Ειρήνης, που υπογράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη το Δεκέμβριο του 1897, υπήρξε ταπεινωτική για την Ελλάδα, αφού υποχρεώθηκε να πληρώσει πολεμική αποζημίωση τεσσάρων εκατομμυρίων τουρκικών λιρών, ποσό τεράστιο για τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας, ιδιαίτερα μετά από τη πτώχευση του 1893.

Η Ελλάδα αναγκάστηκε να ζητήσει δάνειο από τις Μεγάλες Δυνάμεις, με αποτέλεσμα να δεχθεί Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, απαρτιζόμενο από αντιπροσώπους των Δυνάμεων, οι οποίοι είχαν αναλάβει τη διαχείριση της ελληνικής οικονομίας μέχρι την εξόφληση του δανείου.
Τον Σεπτέμβριο του 1898, σφαγές Ελλήνων και Άγγλων από τους Τούρκους στο Ηράκλειο, συντέλεσαν ώστε οι Μεγάλες Δυνάμεις να επέμβουν και να ζητήσουν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία να αποσύρει τον στρατό της από την Κρήτη.
Τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους ο πρίγκιπας Γεώργιος αποβιβάσθηκε στην Κρήτη ως Ύπατος Αρμοστής των Μεγάλων Δυνάμεων. Η τελική ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα έγινε την 1η Δεκεμβρίου 1913, μετά τους Βαλκανικού Πολέμους.

Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ (1904-1908)
Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Από τα τέλη του 19ου αιώνα η Μακεδονία βρέθηκε στο επίκεντρο εδαφικών διεκδικήσεων από τη Βουλγαρία, η οποία μετά την πραξικοπηματική κατάληψη της Ανατολικής Ρωμυλίας το 1885, έστρεψε την προσοχή της στη Μακεδονία, που την περίοδο εκείνη αποτελούσε περιφέρεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Από το 1893 η Βουλγαρία είχε αρχίσει μια κίνηση στο χώρο της Μακεδονίας μεταξύ του χριστιανικού πληθυσμού, με σύνθημα την αυτονομία της Μακεδονίας. Με άλλα λόγια, η Βουλγαρία παρουσιαζόταν ως υπέρμαχη των δικαιωμάτων των χριστιανών κατοίκων της Μακεδονίας.
Αυτό για τη Βουλγαρία ήταν το πρώτο στάδιο ενός μακρόπνοου προγράμματος για την τελική προσάρτηση της Μακεδονίας, και την έξοδό της στο Αιγαίο Πέλαγος. Όταν όμως διαπίστωσε πως με την πειθώ δεν επιτύγχανε τον απώτερο σκοπό της, η Βουλγαρία άρχισε να χρησιμοποιεί βία, με την αποστολή ενόπλων ομάδων, και την άσκηση πίεσης στους Έλληνες ιερείς και δασκάλους να προσχωρήσουν στην Βουλγαρική Εξαρχία, απομακρυνόμενοι έτσι από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.

Κατά το διάστημα 1904-1908 ο Μακεδονικός Αγώνας μπήκε σε νέα φάση, με ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ βουλγαρικών και ελληνικών ομάδων, χωρίς όμως την επίσημη συμμετοχή του Ελληνικού κράτους, λόγω των προβλημάτων που αντιμετώπιζε, όπως ανέφερα πιο πάνω.
Παρόλα αυτά, τα ελληνικά Προξενεία της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηρίου είχαν γίνει κέντρα συντονισμού του αγώνα εναντίον των Βουλγάρων, ενώ ανταρτικά σώματα από Έλληνες της Μακεδονίας, αλλά και εθελοντές από την ελεύθερη Ελλάδα και την Κρήτη, στελεχωμένα από αξιωματικούς του ελληνικού στρατού, άρχισαν την ένοπλη δράση για να εξουδετερώσουν τις βουλγαρικές ενέργειες.
Οι επιτυχίες των Ελλήνων στον ακήρυκτο εκείνο πόλεμο εναντίον των επεκτατικών σχεδίων της Βουλγαρίας τόνωσαν την αυτοπεποίθηση του ελληνικού έθνους, το οποίο άρχισε να διαβλέπει την πιθανότητα ανάκτησης των βόρειων ελληνικών περιφερειών, οι οποίες είχαν πάρει μέρος στην Επανάσταση του 1821, αλλά δεν είχαν κατορθώσει να απελευθερωθούν.

Ως εκ τούτου, η Μακεδονία βρισκόταν στο πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας, για την οποία έγραψα την περασμένη εβδομάδα. Οι προκλήσεις της Βουλγαρίας έδωσαν το έναυσμα για την προβολή του Μακεδονικού Ζητήματος στην πολιτική σκηνή και στη συνείδηση του ελληνικού λαού.

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΟΥΡΚΩΝ ΤΟ 1908

Έτσι είχε η κατάσταση στη Μακεδονία, όταν τον Ιούνιο του 1908 έγινε το Κίνημα των Νεοτούρκων από αξιωματικούς του Γ΄ Σώματος του Οθωμανικού Στρατού, που έδρευε στη Θεσσαλονίκη.

Στόχος των Νεοτούρκων ήταν η ανατροπή του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β΄, ο οποίος βρισκόταν στη αρχή από το 1876, και είχε επιβάλει ένα απολυταρχικό καθεστώς.
Οι εθνικιστές Νεότουρκοι – μεταξύ αυτών ήταν και ο Κεμάλ Πασάς, αργότερα γνωστός ως Ατατούρκ (πατέρας των Τούρκων) –, αφού κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη, επέβαλαν στον σουλτάνο να επαναφέρει το Σύνταγμα του 1876, πράγμα που έπραξε τον Ιούλιο του 1908.
Όταν μια αντεπανάσταση εναντίον των Νεοτούρκων το 1909 απέτυχε, ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β΄ αντικαταστάθηκε από τον Μωάμεθ Ε΄, του οποίου οι δικαιοδοσίες περιορίστηκαν σημαντικά.

Το σύνθημα των Νεοτούρκων για συναδελφοσύνη των εθνοτήτων, σεβασμό των θρησκευτικών τους δοξασιών, για ισονομία και για ισοπολιτεία, βρήκε μεγάλη απήχηση σε όλες τις εθνοτικές ομάδες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στη Μακεδονία το Κίνημα των Νεοτούρκων είχε μεγαλύτερη απήχηση, δεδομένου ότι ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη, με αποτέλεσμα να τεθεί τέρμα στον Μακεδονικό Αγώνα.

Ο Θάνος Βερέμης, Καθηγητής Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας, γράφει τα ακόλουθα:
«Η είδηση της νίκης των Νεοτούρκων έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από όλες τις εθνότητες της Μακεδονίας. Έλληνες, Βούλγαροι, Αρμένιοι και Τούρκοι αγκαλιάζονταν στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, πανηγυρίζοντας την αφετηρία μιας νέας εποχής ειρηνικής συμβίωσης»*.
Γρήγορα όμως έγινε αντιληπτό πως οι εξαγγελίες των Νεοτούρκων για αδελφοσύνη, ισονομία και ισοπολιτεία όλων των εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν «προπέτασμα καπνού», αφού κύριος στόχος τους ήταν ο βίαιος εξισλαμισμός και εκτουρκισμός των μειονοτήτων που είχαν διατηρήσει την εθνική τους συνείδηση, τη γλώσσα τους και το θρήσκευμά τους.

Ως αντίδραση σε αυτούς τους στόχους των Νεοτούρκων, αλλά και για τη βελτίωση των ενόπλων δυνάμεων, της διοίκησης και της παιδείας της χώρας, καθώς και για την απομάκρυνση του διαδόχου του Θρόνου και των πριγκίπων από ηγετικές στρατιωτικές θέσεις, αξιωματικοί του ελληνικού στρατού σχημάτισαν τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, ο οποίος στις 15 Αυγούστου 1909, στο στρατόπεδο Γουδί της Αττικής οργάνωσε κίνημα, γνωστό ως το Κίνημα στο Γουδί.
Για τη διαμεσολάβηση μεταξύ του κινήματος και του Θρόνου, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος κάλεσε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος είχε πάρει μέρος στα επαναστατικά κινήματα της Κρήτης, και είχε ταχθεί υπέρ της ένωσης της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα.
Έτσι αρχίζει η παρουσία του Βενιζέλου στο προσκήνιο της ελληνικής πολιτικής, στην οποία θα διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας 1910-1920, όπως θα δούμε στις επόμενες εβδομάδες.

Σημείωση
*Ένθετο της αθηναϊκής εφημερίδας Η Καθημερινή «Η Ελλάδα τον 20ο αιώνα, 1900-1910», 17 Οκτωβρίου 1999.

Πηγές
Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος «Νέα Ελληνική Ιστορία, 1204 – 1985», Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1997.
Michael Llewellyn Smith «Το όραμα της Ιωνίας – Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία, 1919-1922», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2009.
Νίκος Σβορώνος «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Θεμέλιο, Αθήνα 1976.
Θέματα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας από τις πηγές», Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, Αθήνα 1992.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1978.