Δεν είναι λίγοι αυτοί που αλαφιάζονται όταν τους λέω ότι η λεγόμενη «βυζαντινή αυτοκρατορία» δεν υπήρξε ποτέ με τέτοιο όνομα και ότι το ορθόδοξο χριστιανικό «Βυζάντιο» δεν ήταν ποτέ ελληνικό: ήταν μια ελληνόφωνη πανσπερμία λαών και εθνοτήτων με κοινό συνδετικό κρίκο την Ορθοδοξία. Στην πραγματικότητα, μέχρι τα μέσα περίπου του 7ου αιώνα, όλα τα επίσημα κρατικά έγγραφα γράφονταν ακόμη στη λατινική γλώσσα, όχι στην ελληνική. Ήταν ο αυτοκράτορας Ηράκλειος (610-614 μ.Χ.) που επισημοποίησε την ελληνική γλώσσα στις κρατικές υπηρεσίες. Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Ηράκλειος ήταν αρμενικής καταγωγής και ότι στο Κοράνι (ιερό βιβλίο του Ισλάμ, που ο άγγελος Γαβριήλ υπαγόρευε στον προφήτη Μωάμεθ από το 610 ως το 632 μ.Χ.) οι «Βυζαντινοί» χαρακτηρίζονται Ρωμαίοι, όχι Έλληνες. Επίσης να σημειώσουμε ότι έναν αιώνα περίπου πριν από τον Ηράκλειο βρίσκουμε στον αυτοκρατορικό θρόνο τον Ιουστινιανό από τη Δαρδανία, η οικογένεια του οποίου (αλλά και ο ίδιος) μιλούσε τη λατινική γλώσσα, όχι την ελληνική.  

Βέβαια, δεν είμαι ο μόνος που έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το ορθόδοξο χριστιανικό «βυζαντινό κράτος» ήταν ελληνόφωνο, όχι ελληνικό: υπάρχουν και άλλοι ομόγνωμοι συνοδοιπόροι – Έλληνες και ξένοι. Ένας από τους Έλληνες είναι και ο (συνταξιούχος πλέον) καθηγητής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Τάσος Μπουγάς. Σε κάποια βιβλιοπαρουσίαση ο εν λόγω τολμηρός καθηγητής δήλωσε μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:

ΚΑΤΙ ΤΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟ

 «Σταμάτησε η πολιτική και κρατική οντότητα των Ελλήνων το 146 π.Χ. με τη ρωμαϊκή κατάκτηση και επανέρχεται στο προσκήνιο της Ιστορίας ο ελληνικός λαός το 1828. Παρεμβάλλεται το Βυζάντιο. Αυτό είναι μια ολόκληρη ιστορία, δεν θα ανακινήσω το θέμα αυτό. Το Βυζάντιο είναι μια συνέχεια του Ρωμαϊκού κράτους σε ό,τι αφορά στη δομή, στη γλώσσα, στους θεσμούς, γι’ αυτό χαρακτηρίζεται «Νέα Ρώμη». Είναι μια μετατόπιση ουσιαστικά του κέντρου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας προς τα ανατολικά γιατί κατέρρεε ουσιαστικά το δυτικό κράτος και κατελύθη και τυπικά το 476 για να δημιουργηθούν τα επιμέρους κράτη και να αναδειχτεί στη συνέχεια αυτή η πανσπερμία και η πολυδιαστατικότητα των πολιτικών μορφωμάτων της Δύσης.

»Το Βυζάντιο δεν αρχίζει να γίνεται ελληνικό παρά στη δύση του, από τη γλώσσα. Στη δομή του παρέμεινε ρωμαϊκό μόρφωμα, να μην το ξεχνάμε αυτό. Και από κει μας έμεινε ο τίτλος του Ρωμιού και της Ρωμιοσύνης. Και θα πω κάτι αιρετικό. Προσωπικά εξεγείρομαι όταν ακούω ότι η πεμπτουσία του Ελληνισμού είναι η Ρωμιοσύνη. Με συγχωρείτε, δεν είναι η Ρωμιοσύνη, είναι η Ελληνικότητα. Όταν λέμε Ρωμιοσύνη τονίζουμε το στοιχείο της υποδούλωσης στους Ρωμαίους και γι’ αυτό φταίει και ο Ρίτσος και ο Θεοδωράκης, «τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις» κτλ. Ποιο είναι το στοιχείο της Ρωμιοσύνης; Ότι είμαστε υπόδουλοι, υποτελείς ενός κατακτητή;»

ΕΛΑ ΝΤΕ!

Χαίρομαι που ο φιλοσοφικά ομογάλακτος καθηγητής Τάσος Μπουγάς υποστηρίζει την άποψη που εδώ και πολλά χρόνια υποστηρίζω κι εγώ: ότι δηλ. το στοιχείο της Ρωμιοσύνης είναι η υποτέλεια στους Ρωμαίους κατακτητές και ότι ο Ρίτσος και ο Θεοδωράκης κακώς προβάλλουν τη Ρωμιοσύνη, σαν να επρόκειτο για κάτι που μας τιμά ως Έλληνες. Εξεγείρεται ο καθηγητής Μπουγάς (όπως κι εγώ), όταν ακούει κάποιους να ταυτίζουν τη Ρωμιοσύνη με την Ελληνικότητα, μια ταύτιση που αντίκειται στην ιστορική πραγματικότητα.

Όμως γιατί μας εξεγείρει αυτή η άκριτη ταύτιση; Διότι Ρωμιοσύνη σημαίνει: α) ευνουχισμός του αρχαίου ελληνικού κριτικού νου, β) ασφυκτικός εναγκαλισμός του Ελληνισμού από την ιουδαϊκή θρησκευτική παράδοση, γ) αναθεματισμός της αρχαίας ελληνικής παιδείας και τρόπου σκέψης, δ) συγκερασμός θρησκείας και πολιτείας, με αποτέλεσμα «Έλληνας» να σημαίνει «ορθόδοξος χριστιανός»!

Με συγχωρείτε, αλλά το όνομα «Ρωμιός» είναι κατάρα για μένα που νιώθω στις φλέβες μου να τρέχει ο Όμηρος. Μόνο αν θέλετε να με βρίσετε, βαφτίστε με «Ρωμιό» και ρίξτε με κάτω από τα λάβαρα της Ρώμης. Και κλείνω με λίγα λόγια του Ελύτη:
 «Στην ολίγη Ελλάδα που μας απόμεινε, το μόνο που μπορείς ακόμη να κάνεις είναι να δέεσαι στους θεούς σου. Ποιους θεούς; Ω, μα είναι πολλοί. Σχεδόν όσοι και ο πληθυσμός της χώρας. Δύο μέτρα κάτω από τη γη ή πάνω από τον πλαϊνό σου τοίχο, τον γδαρμένο, αγρυπνούν. Με σπασμένες μύτες. Κομμένο τον ένα βραχίονα. Λίγο πράσινο παλαιού καιρού στον μανδύα ή βυσσινί στους ώμους, κι ένα βλέμμα που δεν σταματάει επάνω σου, μοιάζουν συλλογισμένοι και σκυφτοί, σαν να κρατάνε πετονιές, που είναι τα νήματα της ζωής μας . . . Ζω στο ίδιο ανάλλακτο ομηρικό τοπίο και έχω στο αίμα μου τον Πλάτωνα.»

Ποιος Νεοέλληνας έχει στο αίμα του τον Πλάτωνα και θέλει να τον αποκαλούν «Ρωμιό»; Ποιος Νεοέλληνας διαβάζει Αριστοτέλη κι εξακολουθεί να πιστεύει σε ουράνιους τριαδικούς Θεούς και νεκραναστάσεις θνητών ανθρώπων; Ποιος Νεοέλληνας απαγγέλλει τον Επιτάφιο του Περικλή και μετά ψάλλει τον Ακάθιστο Ύμνο, που λέει: «Χαίρε, φιλοσόφους ασόφους δεικνύουσα»; Ποιος Νεοέλληνας θαυμάζει τη μεγαλοπρέπεια του Παρθενώνα και μετά τρέχει ν’ αναστηλώσει αγιορείτικες μονές; Να γιατί άλλο πράγμα ο Ρωμιός, άλλο ο Έλληνας. Μόνο αν είσαι αλλήθωρος τους βλέπεις και τους δυο μαζί.