EΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΑΡΙΝΑ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

Λίγο πριν κλείσει τα 80, ο Κλιντ Ίστγουντ συνεχίζει να γυρίζει ταινίες με ρυθμό που βρίσκουν εξαντλητικό συνεργάτες του με τα μισά του χρόνια.
«Μπορεί μια μέρα να κουραστώ και να πω ‘φτάνει’. Όμως, ως σκηνοθέτης περνάω καλά και ως ηθοποιός συνέχεια αποσύρομαι, αλλά, σαν τον Φρανκ Σινάτρα,  πάντα επιστρέφω», λέει.

Μετά τις υπέροχες ερμηνείες του στα «Million Dollar Baby» και «Gran Torino», έμεινε πίσω από την κάμερα στο «Invictus», τη νέα του ταινία που αφηγείται πώς ο Νέλσον Μαντέλα, τότε νεοεκλεγμένος πρόεδρος της Νότιας Αφρικής, ένωσε τις δυνάμεις του με τον Φρανσουά Πιενάρ, αρχηγό των Σπρίνγκμποκ, της νοτιοαφρικανικής ομάδας ράγκμπι που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1995. Ο σκοπός του ήταν να μετατρέψει ένα άθλημα-σύμβολο του απαρτχάιντ σε μέσο ενότητας ενός διχασμένου έθνους.

Ο ιστορικός τελικός μεταξύ των Σπρίνγκμποκ και των Νεοζηλανδών All Βlacks ήταν μια επική πολιτική συνάντηση «μεταμφιεσμένη» σε αγώνα. Για πρώτη φορά μετά την επιβολή του απαρτχάιντ μισό αιώνα πριν, η χώρα βρέθηκε ενωμένη μπροστά σ’ έναν κοινό στόχο: τη νίκη. Η 24η Ιουνίου ήταν η μέρα που η σχέση αφέντη – δούλου μεταξύ λευκών και μαύρων χάθηκε. Όλοι αγκαλιάζονταν, χόρευαν και τραγουδούσαν.
«Σκέφτηκα ότι ήταν μια ιστορία τέλεια για τον σημερινό κόσμο», λέει ο Ίστγουντ, ο οποίος αισθάνεται δέος απέναντι στην προσωπικότητα του Μαντέλα. «Έχουμε ανάγκη τη δημιουργικότητα αυτού του ανθρώπου. Μακάρι και ο δικός μας πρόεδρος, ο όποιος πρόεδρος, να μπορούσε να είναι τόσο δημιουργικός και να σκέφτεται τόσο αντισυμβατικά».

Ο Μαντέλα μαγεύει τον Ίστγουντ πιθανώς επειδή ο ίδιος έχει ασχοληθεί τόσο, ως ηθοποιός και σκηνοθέτης, με το θέμα της εκδίκησης. «Δεν μπορώ να το ξεπεράσω. Σαν να μην είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης. Είναι απίθανο να σε ρίξουν στο μπουντρούμι επί 27, 30 χρόνια και να μη βγεις φωνάζοντας «Ει, γ…σε τους όλους. Τώρα, που έχω τον πλούτο και την εξουσία, θα τους αφανίσω». Ο Ιστγουντ θεωρεί ότι αυτή η στάση του δεν εκπορευόταν από μεγαλοθυμία, όσο από πραγματισμό. «Θα ήταν τόσο εύκολος ο άλλος δρόμος: να τους θερίσει όλους. Αλλά ο Μαντέλα είδε πιο μακριά, οραματίστηκε έναν λαό που θα ζούσε σε κάποιου είδους αρμονία, και αυτό είναι καταπληκτικό!»

ΣΤΑ ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ

Σε επίσκεψή μου στα γυρίσματα τον περασμένο Μάρτιο, παρακολούθησα μια φαινομενικώς απλή σκηνή που κόντεψε να βγάλει τον Ίστγουντ από τα ρούχα του: ήταν η αναπαράσταση της αποφυλάκισης του Μαντέλα, στις 11 Φεβρουαρίου του 1990. Περνά την πύλη, περπατά μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη και τη γροθιά του υψωμένη, γύρω του το πλήθος χορεύει, εκείνος μπαίνει σ’ ένα αυτοκίνητο και απομακρύνεται με ταχύτητα. Όμως ο οδηγός, ένας κοντόχοντρος τύπος που ζούσε την πρώτη (και μάλλον τελευταία) στιγμή κινηματογραφικής του δόξας, δεν μπορούσε να βρει το ρυθμό του: πατούσε το γκάζι πιο αργά. Και στη δεύτερη λήψη. Και στην τρίτη. Ο Ιστγουντ, που φημίζεται για την ικανότητά του να τελειώνει τις σκηνές πιο γρήγορα απ’ τον καθένα, πλησίασε αργά το αμάξι μ’ ένα χαμόγελο ψεύτικης συμπόνοιας. «Πώς τον λένε αυτόν;» ρώτησε. «Τζέιμς» απάντησε μια φωνή. «ΤΖΕΕΕΪΜΣ!», τσίριξε εκτός εαυτού ο σκηνοθέτης, τόσο αστεία που το συνεργείο ξεκαρδίστηκε.
«Γέλαγα μ’ αυτό που έβλεπα, αλλά απ’ την άλλη σκεφτόμουν ότι αυτός ο γαμ…. τύπος θα με πεθάνει!» μου είπε ο ίδιος ο Ίστγουντ όταν του θύμισα το περιστατικό μήνες αργότερα, στο Παρίσι. «Τον πλησίασα και του είπα: Τζέιμς, όταν πω «τώρα!» θα πατήσεις γκάζι. Δεν με νοιάζει καν αν ο Μόργκαν (σ.σ. Φρίμαν, ο Μαντέλα της ταινίας) δεν έχει μπει στο αυτοκίνητο. Περίμενα και μόλις είδα την πόρτα να μισοκλείνει, είπα «ΤΖΕΕΕΪΜΣ!» κι εκείνος έκανε ένα «βρρρρρουμ» (μιμείται τον ήχο του αυτοκινήτου που σπινάρει) και επιτέλους το πέτυχε…»

Αν ο Ίστγουντ έχει καταφέρει να γίνει τόσο επιτυχημένος σκηνοθέτης όσο υπήρξε ηθοποιός, οφείλεται στην προσοχή που δίνει στις λεπτομέρειες και στο σεβασμό με τον οποίο αντιμετωπίζει και τον τελευταίο συνεργάτη του. Οι Νοτιοαφρικανοί ηθοποιοί τον κοιτούσαν μαγεμένοι κι εκείνος όποτε χρειαζόταν παρακινούσε, πάντοτε με την ίδια ψυχραιμία που βγάζει και στην οθόνη, εκπέμποντας τον αέρα του ανθρώπου που δεν έχει πλέον ν’ αποδείξει τίποτα σε κανέναν. Απόλαυσε το δίμηνο των γυρισμάτων στο Κέιπ Τάουν, μ’ ένα συνεργείο αποτελούμενο κατά 90% από ντόπιους, και ολοκλήρωσε την ταινία πέντε μέρες πριν από το χρονοδιάγραμμα. Είναι και αυτό μια απόδειξη του πόσο αποτελεσματικά ασκεί τον έλεγχο, είτε διευθύνει τις πιο εσωτερικές σκηνές (στις οποίες ο Φρίμαν μεταφέρει την απέραντη μοναξιά του Μαντέλα, ενός άντρα που επέλεξε να γίνει πατέρας ενός έθνους με το επώδυνο κόστος να μη γίνει ποτέ πατέρας των παιδιών του) είτε τις πιο επικές, με πλήθος κομπάρσων.

Θυμάμαι τη φορά που μας πρωτοσύστησαν. Εκείνος σχεδόν απολογήθηκε που «τόλμησε» να αναλάβει την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου μου, ότι για τα γεγονότα δεν ήξερε τίποτα σε σύγκριση μ’ εμένα και μου είπε ότι ήλπιζε να φανεί αντάξιος της ιστορίας. Όταν εγώ, αποσβολωμένος, ψέλλισα ότι το βιβλίο θα έπρεπε να φανεί αντάξιο της ταινίας, εκείνος με ένα μειδίαμα κούνησε το κεφάλι και απομακρύνθηκε, περπατώντας χαλαρά αλλά αποφασιστικά μέχρι τη μέση ενός γηπέδου για να σκηνοθετήσει μια σύνθετη σκηνή, με τον Μαντέλα/Φρίμαν να φτάνει με ελικόπτερο στην προπόνηση…

«Η ΤΥΧΕΡΗ ΣΑΣ ΜΕΡΑ!»

Ο Ιστγουντ και ο Φρίμαν έχουν καλή χημεία μεταξύ τους – αστειεύονται συνέχεια ο ένας με τον άλλο, αλλά με αμοιβαίο σεβασμό. Τους συνδέουν δύο επιτυχημένες ταινίες («Ασυγχώρητοι», «Μillion Dollar Baby»), έχουν την ίδια πάνω-κάτω ηλικία (ο Φρίμαν είναι 73), παίρνουν σοβαρά τη δουλειά τους αλλά όχι τους εαυτούς τους και αντιμετωπίζουν τον επιφανειακό, φιγουρατζίδικο κόσμο του σινεμά με το ίδιο δόγμα: «No bullshit». Ο Ιστγουντ λέει ότι δεν του πέρασε καν από το μυαλό να ζητήσει από κάποιον άλλον να παίξει τον Μαντέλα. Αν και στην πραγματικότητα συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Το καλοκαίρι του 2007, ο Φρίμαν ήταν εκείνος που τον επισκέφτηκε με την ιδέα για την ταινία, λέγοντάς του: «Έχω ένα πραγματικά σπουδαίο σενάριο για σένα». Ο Ιστγουντ το διάβασε, ενθουσιάστηκε, το «έτρεξε» στη Warner Brothers, κάλεσε τον Ματ Ντέιμον για συμπρωταγωνιστή (στο ρόλο του αρχηγού της ομάδας), εκείνος δεν το σκέφτηκε καν και… είκοσι μήνες μετά, πανηγύριζαν με αγκαλιές και χειροκροτήματα την ολοκλήρωση της τελευταίας τους σκηνής. «Ο Φρίμαν με πλησίασε και χαμογέλασε», θυμάται ο Ιστγουντ. «Φαντάζομαι, είπε, ότι αυτή είναι η τελευταία φορά που προσποιούμαι ότι είμαι ο Μαντέλα»

Ντυμένος, μακιγιαρισμένος και… σεμνός σαν τον Μαντέλα (λέει ότι δεν υπάρχει τίποτα το εντυπωσιακό στη δουλειά που κάνει για να ζήσει, είναι μόνο «προσποίηση»), ο Φρίμαν θεωρεί την εμπειρία του από αυτή την ταινία μία από τις σημαντικότερες στη ζωή του. Είχαμε συναντηθεί, εντελώς κατά τύχη, στις 20 Ιουνίου 2006, πολύ προτού μού περάσει απ’ το μυαλό η απίθανη ιδέα ότι το βιβλίο μου για τον Μαντέλα θα γινόταν ταινία. Εκανα ένα ρεπορτάζ για τη φτώχεια στον βαθύ Νότο των ΗΠΑ και από τα εκατοντάδες μέρη που θα μπορούσα να είχα διαλέξει, το βλέμμα μου έπεσε στο Κλάρκσντεϊλ του Μισισίπι, μια μικρή πόλη που είναι γνωστή κυρίως λόγω του… κατοίκου της Μόργκαν Φρίμαν. Την ώρα που έφτανα με το αυτοκίνητο, εκείνος προσγείωνε το ιδιωτικό του αεροπλάνο. Αυτό ήταν η μεγαλύτερη σύμπτωση. Οπως και το γεγονός ότι η μοναδική επαφή που μου είχαν δώσει για την πόλη, ήταν ένας δικηγόρος ονόματι Μπιλ Λάκετ, ο οποίος ήταν φίλος του Φρίμαν και έκανε τις συστάσεις. Εκεί που καθόμασταν στο σαλόνι, μου ήρθε η ιδέα: «Κύριε Φρίμαν», είπα με εξωφρενικό θράσος, «αυτή είναι η τυχερή σας ημέρα. Εχω μια ταινία για σας!» «Α, ναι; Περί τίνος πρόκειται;». Μου είχε ήδη δώσει την εντύπωση λιγομίλητου ανθρώπου, επιφυλακτικού με τους αγνώστους, οπότε επιστράτευσα όλη τη λακωνικότητα και την πειθώ μου: «Βασίζεται σε ένα βιβλίο που γράφω, για ένα γεγονός που συμπυκνώνει την ιδιοφυΐα του Μαντέλα και την ουσία του νοτιοαφρικανικού θαύματος». «Ω…», απάντησε, «εννοείς το ματς του ράγκμπι»!

Με χτύπησε κεραυνός. Αίφνης έγινε λαλίστατος, εξήγησε ότι χρόνια ήθελε να παίξει τον Μαντέλα, τον γνώριζε προσωπικά, τον θαύμαζε, αλλά και ο Μαντέλα είχε δηλώσει δημοσίως ότι ήταν επιθυμία του να τον υποδυθεί ο Φρίμαν. Ο ηθοποιός ξαναπήγε στη Νότια Αφρική πολλές φορές, πέρασε χρόνο μαζί του μελετώντας τον από κοντά και μάλιστα αγόρασε τα κινηματογραφικά δικαιώματα της αυτοβιογραφίας του Μαντέλα «Μακρύς δρόμος προς την ελευθερία». Πώς όμως είχε κάνει τη σύνδεση μεταξύ αυτού που είχα πει και του αγώνα ράγκμπι; «Α», χαμογέλασε, «δεν υπάρχουν μυστικά στο Χόλιγουντ… Εχω διαβάσει την πρότασή σας για το βιβλίο». Πέντε μήνες μετά, πούλησα τα κινηματογραφικά δικαιώματα του «Invictus» στη δική του εταιρεία παραγωγής.

ΜΟΡΓΚΑΝ… ΜΑΝΤΕΛΑ

Αυτό που εκτίμησε ο Ιστγουντ, όπως μου είπε, είναι ότι η ιστορία του «Invictus» είναι συγκεκριμένη: «Δεν χρειάζεται να γυρίσεις στο παρελθόν και να δεις τον Μαντέλα νεαρό, δεν υπάρχει αναφορά στην υπόθεση με τη γυναίκα του Γουίνι και όλα αυτά. Για τον ίδιο, ο Μαντέλα είναι «πιθανώς η πιο χαρισματική πολιτική προσωπικότητα όλων των εποχών»: «Το να διαλέξει το ράγκμπι, το «λευκό» σπορ που οι μαύροι δεν θέλουν να ξέρουν ότι υπάρχει, να φορέσει ένα καπελάκι των Σπρίνγκμποκ μπροστά σε μια ομάδα από μαύρους… Χριστέ μου! Θα ήταν σαν ο Ομπάμα να φορούσε καπέλο Ρεπουμπλικανών. Ή να ανεμίζει μια σημαία των Νότιων».

Σκοπός του ήταν να παρουσιάσει τον Μαντέλα όχι μόνο ως ήρωα, αλλά ως άνθρωπο με σάρκα και οστά, με πολλές πλευρές και μερικά ελαττώματα. «Δίνουμε μια γεύση στην ταινία από το γεγονός ότι υπήρξε γυναικάς, όπως και από τα λάθη του ως οικογενειάρχη. Αλλά κυρίως εστιάζουμε στη μεγάλη εικόνα γι’ αυτόν, που αφορά στο ότι είναι ένας σπουδαίος πρόεδρος. Ο πειρασμός θα μπορούσε να είναι να κάνεις ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ, αλλά αυτό είναι ένα σπουδαίο παραμύθι».

Ένα παραμύθι, στο κέντρο του οποίου έβαλε τον Φρίμαν. «Είχα δουλέψει μαζί του με επιτυχία, κι έτσι, από… προληπτικότητα και μόνο, θα έπρεπε να κάνω και αυτή την ταινία μαζί του. Όμως, εκτός από αυτό, μου φαίνεται ότι, αν κάποιος είχε γεννηθεί για να παίξει τον Μαντέλα, αυτός είναι ο Μόργκαν. Αποπνέει την ίδια αύρα όταν μπαίνει μέσα σε ένα δωμάτιο. Γοητεύει τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο. Και δεδομένου ότι πρόκειται για τον Νέλσον Μαντέλα, δεν μπορείς να πάρεις έναν οποιονδήποτε ηθοποιό και να του πεις: «Τώρα θα παίξεις αυτό τον τύπο». Υπάρχουν λίγοι που θα μπορούσαν να το κάνουν, για την ακρίβεια υπάρχει μόνο ένας αυτήν τη στιγμή για να τον παίξει σε αυτή την ηλικία».

Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΕΜΙΕΡΑ

Στην επίσημη πρεμιέρα, στο Λος Αντζελες, καθόταν δίπλα μου η Ζίντζι Μαντέλα, η 49χρονη κόρη του Μαντέλα, η οποία ήταν δύο χρόνων όταν ο πατέρας της μπήκε στη φυλακή. Πριν καν η ταινία φτάσει στη μέση, άρχισε να μου τραβάει το μανίκι για να μου πει πόσο την είχε εντυπωσιάσει ο τρόπος με τον οποίο ο Φρίμαν είχε «πιάσει» τις εκφράσεις του πατέρα της.

Πέντε λεπτά πριν από το τέλος, έσφιξε το χέρι μου και το κράτησε μέχρι να πέσουν οι τίτλοι. Τα φώτα άναψαν και τα μάτια της ήταν κόκκινα. Το ίδιο και τα μάτια του Φρανσουά Πιενάρ. Η γυναίκα του μου είπε ότι ποτέ στη ζωή της δεν είχε δει τον ψηλό, ξανθό επιθετικό του ράγκμπι πιο συγκινημένο. Έσπευσα στο λόμπι του κινηματογράφου, όπου βρισκόταν ο Ίστγουντ, και του μετέφερα τις αντιδράσεις.

«Ευχαριστώ, ευχαριστώ», είπε με αυτό τον συγκρατημένο μισοψίθυρό του. «Αυτό είναι πραγματικά καλό να το μαθαίνεις».

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ ΤΙΣ ΕΥΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΝΕΛΣΟΝ ΜΑΝΤΕΛΑ

Ως ανταποκριτής της εφημερίδας Indepedent από το 1989 ώς το 1995 στη Νότια Αφρική, κάλυψα την αποφυλάκιση του Μαντέλα και την εκλογή του στην προεδρία. Του πήρα συνεντεύξεις ή μίλησα μαζί του πάρα πολλές φορές.

Είναι μακράν ο πιο γενναιόδωρος και o πιο έξυπνος πολιτικός που συνάντησα τις τρεις δεκαετίες που είμαι δημοσιογράφος. Οσο για τον τελικό του ράγκμπι, δεν έχω ξαναδεί γεγονός με μεγαλύτερη επιρροή στη ζωή ενός έθνους. Στο βιβλίο προσπαθώ να εξηγήσω πώς έφτασε εκεί ο Μαντέλα.
Πώς, τρεις δεκαετίες νωρίτερα, πήρε την απόφαση, όντας φυλακισμένος, να μάθει καλά τον εχθρό του και πώς, μετά την αποφυλάκισή του, το ’90, γοήτευσε έναν-έναν όλους τους λευκούς που γνώρισε με αποκορύφωμα αυτό τον αγώνα ράγκμπι.

Μεταξύ αυτών που τον αγάπησαν ήταν και ο Φρανσουά Πιενάρ. Ο Μαντέλα τον «στρατολόγησε» στον αγώνα του για εθνική ενότητα, όπως και τους υπόλοιπους παίκτες των Σπρίνγκμποκ, οι οποίοι έκαναν τα πάντα, πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο, για να πλησιάσουν τους μαύρους: προπονούσαν παιδιά στις φτωχογειτονιές και κόπιασαν να μάθουν τον καινούργιο εθνικό ύμνο, ο οποίος υπήρξε ο ύμνος της αντίστασης των μαύρων.

Το 2001 επισκέφτηκα τον Μαντέλα στο σπίτι του. Καθώς πίναμε τσάι, του είπα ότι ήθελα να γράψω ένα βιβλίο γι’ αυτόν: ένα παραμύθι βγαλμένο από την πραγματική ζωή του που θα φώτιζε τον ιδιοφυή τρόπο με τον οποίο σταμάτησε τον πόλεμο, απελευθέρωσε τον λαό του και έριξε τα θεμέλια για την οικοδόμηση μιας σταθερής δημοκρατίας. Η κλιμάκωση του αφηγήματος, του είπα, θα ήταν η ημέρα που το όνειρο του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ για φυλετική ενότητα έγινε πραγματικότητα στο πιο απίθανο μέρος του κόσμου – τη Νότια Αφρική. Και ότι εννοούσα την ημέρα του αγώνα ράγκμπι… Ο Μαντέλα με διέκοψε με ένα χαμόγελο που φώτισε το δωμάτιο: «Τον τελικό του Μουντιάλ στο ράγκμπι!». Ακριβώς, του ανταπέδωσα το χαμόγελο. «Καταλαβαίνω ακριβώς το βιβλίο που έχεις στο μυαλό σου», είπε με φωνή δυνατή, σαν να μην ήταν 82 χρόνων αλλά 40, και συνέχισε: «Τζον, έχεις την ευλογία μου. Με όλη μου την καρδιά».