Η φυγή από τα εσωτερικά προάστια της Μελβούρνης προς τα έξω, που κράτησε σχεδόν τρεις ολόκληρες δεκαετίες, έχει αρχίσει να αντιστρέφεται, παρ’ ότι η πόλη μας συνεχίζει να επεκτείνεται προς τα έξω.

Το ένα τρίτο του συνόλου όσων εγκαταστάθηκαν στη Μελβούρνη την τριετία από το 2006-2008, προτίμησε να κατοικήσει στα εσωτερικά και λίγο πιο απόμακρα προάστια που δεν απέχουν πάνω από 15 χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης.

Τα προάστια αυτά που αιμορραγούσαν πληθυσμιακά για δεκαετίες, άρχισαν να βλέπουν χιλιάδες περισσότερους ανθρώπους στους δρόμους τους και έναν πρωτόγνωρο οικοδομικό οργασμό, κυρίως σε διαμερίσματα και πολυκατοικίες.

Την επιστροφή πολλών κατοίκων στα πιο πάνω προάστια επιβεβαιώνουν, τόσα τα πρόσφατα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας όσο και ο μεγάλος αριθμός πωλήσεων κατοικιών.

Στο Bentleigh, το Thornbury και το Caulfield, για παράδειγμα, πουλήθηκαν όλα τα σπίτια που βγήκαν στη δημοπρασία αυτόν τον χρόνο, ενώ πωλήσεις πάνω από 90% σημειώθηκαν και σε πολλά από τα άλλα εσωτερικά και παραπλήσια προάστια.

Παρ’ όλα αυτά όμως και το γεγονός ότι οι πολεοδόμοι και η πολιτειακή κυβέρνηση ενθαρρύνουν αυτή την πληθυσμιακή στροφή προς τα εσωτερικά και ημιεσωτερικά προάστια, για να περιορίσει την επέκταση της πόλης, τα στοιχεία δείχνουν ότι η στροφή προς τα μέσα δεν συντελείται με γοργούς ρυθμούς, με αποτέλεσμα η πόλη να επεκτείνεται ακόμα περισσότερο στις παρυφές της.

Η επέκταση αυτή προς τα έξω θα στοιχίσει πολύ περισσότερα σε έργα υποδομής, όπως δρόμοι συγκοινωνίες, αποχέτευση, σχολεία και λοιπά. Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που η πολιτειακή κυβέρνηση και οι αρμόδιοι φορείς προωθούν τη λύση των κοντινότερων προς την πόλη προαστίων, αλλάζοντας τους συντελεστές δόμησης που θα δώσουν τη δυνατότητα να χτίζονται περισσότερες πολυκατοικίες και διαμερίσματα.

Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, το 60% της πληθυσμιακής ανάπτυξης συνεχίζει να συντελείται προς τα έξω σε προάστια που απέχουν πάνω από 20 χλμ. από το κέντρο της Μελβούρνης, όπως Werribee, Melton, Berwick, Craigieburn, Pakenham και αλλού.
Σύμφωνα πάντα με τα ίδια στοιχεία, την τριετία, 2006-2008, ο πληθυσμός της Μελβούρνης αυξήθηκε κατά 212.000, ενώ 70.000 εγκαταστάθηκαν σε προάστια που δεν απέχουν από το κέντρο της πόλης περισσότερα από 15 χιλιόμετρα.

Ας σημειώσουμε εδώ ότι την δεκαετία μόνο του 1970 ο πληθυσμός των πιο πάνω προαστίων είχε μειωθεί κατά 130.000 άτομα.
Από τις 70.000, οι 23.700 εγκαταστάθηκαν είτε στο εμπορικό κέντρο της πόλης είτε στις παρυφές της όπως στις νέες μεγάλες πολυκατοικίες που δημιουργήθηκα στο Southbank και γύρω από το λιμάνι.

Μόλις πριν 14 χρόνια, το 1996, στις πιο πάνω περιοχές έμειναν 4.000 άτομα ενώ το 2008, όπως αποκαλύπτουν τα στατιστικά στοιχεία, έμεναν 30.000.
Η στροφή αυτή προς τα μέσα είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν κατακόρυφα και οι τιμές των προνομιούχων διαμερισμάτων και να είναι αρκετοί αυτοί που προτιμούν πλέον να μείνουν σε ένα τέτοιο διαμέρισμα παρά στο Toorak και σε άλλες ακριβές γειτονιές της πόλης.

Τα τελευταία 15 χρόνια άλλαξαν, επίσης, σημαντικά και οι προτιμήσεις των κατοίκων της πόλης, όσον αφορά τη συνοικία που θα ήθελαν να μείνουν. Τα παραθαλάσσια προάστια, που δεν απέχουν περισσότερο από 15 χλμ. από το κέντρο, έγιναν πάρα πολύ της μόδας, με αποτέλεσμα να τα προτιμούν όλο και περισσότεροι.
Το ίδιο συνέβη και με το κέντρο της πόλης που το προτιμούν αρκετά νέα ζευγάρια λόγω του ότι προσφέρει περισσότερες δυνατότητες διασκέδασης και νυχτερινής ζωής.
Όλα αυτά, δηλαδή, από τη μια, η ραγδαία πληθυσμιακή ανάπτυξη και, από την άλλη, η αλλαγή προτιμήσεων και τρόπου ζωής είχαν ως αποτέλεσμα να εκτιναχτούν στα ύψη οι τιμές των ακινήτων στα εσωτερικά και παραθαλάσσια προάστια της πόλης.

Σύμφωνα με άλλη έρευνα, οι τιμές των σπιτιών θα συνεχίζουν να αυξάνονται με γοργούς ρυθμούς και την προσεχή δεκαετία. Μέχρι το 2020 οι κατά μέσο όρο τιμές των σπιτιών στο Toorak, το Portsea και το Brighton, θα κυμαίνονται από 3 έως 5 εκατομμύρια δολάρια!

Παρόμοιες αυξήσεις, τηρούμενων των αναλογιών, θα λάβουν χώρα και σε πολλά άλλα προάστια, όπου η μέση τιμή των σπιτιών θα ξεπεράσει τα $2 εκατομμύρια!
Στο μεταξύ, όσο αυξάνονται οι τιμές των σπιτιών άλλο τόσο αυξάνεται και το ποσό που δανείζονται οι αγοραστές για να τις αποκτήσουν. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμα και η πιο μικρή συγκριτικά αύξηση των τόκων θα έχει δυσμενείς συνέπειες για τις οικογένειες που ξεπληρώνουν κάποιο στεγαστικό δάνειο.

Ήδη, η όλη κατάσταση είναι οριακή για πάρα πολλούς ανθρώπους που ξεπληρώνουν δάνειο, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό των νοικοκυριών της Πολιτείας που ξεπερνά στο 14 τοις εκατό περίπου δηλώνουν ότι τα βγάζουν πέρα πάρα πολύ δύσκολα, κάνοντας αιματηρές οικονομίες προς πάσα κατεύθυνση.