Έκκληση στην κυβέρνηση της Βικτωρίας να συμπεριλάβει την ελληνική γλώσσα στη μελλοντική πολιτική διδασκαλίας γλωσσών, απευθύνουν οι ομογενείς εκπαιδευτικοί που συνεργάστηκαν στη διαμόρφωση προτάσεων προς την κυβέρνηση Μπράμπι για τη διδασκαλία γλωσσών (LOTE).

Η Επιτροπή, που συγκρότησαν εκπαιδευτικοί της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτωρίας, του Συλλόγου Δασκάλων Νεοελληνικών Βικτωρίας, του Τμήματος Ελληνικών Πανεπιστημίου La Trobe, του Γραφείου Συντονιστή Εκπαίδευσης του Γενικού Προξενείου στη Μελβούρνη, του Εθνικού Συμβουλίου Αυστραλίας, της Κυπριακής Κοινότητας Μελβούρνης και του Σχολείου Γλωσσών Βικτωρίας (Victorian School of languages), διαμόρφωσε σειρά προτάσεων, η υλοποίηση των οποίων θα εδραιώσει την ελληνική γλώσσα στο κρατικό σύστημα εκπαίδευσης της Βικτωρίας στο πλαίσιο του εξαγγελθέντος, το 2009, οράματος της πολιτειακής κυβέρνησης για τη διδασκαλία γλωσσών στα κρατικά σχολεία της πολιτείας.

 Παράλληλα, τα μέλη της Επιτροπής επισημαίνουν τις αδυναμίες του πολιτειακού προγράμματος διδασκαλίας γλωσσών και αναλύουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική γλώσσα μετά τις συγχωνεύσεις κρατικών σχολείων που έκαναν οι πρώην φιλελεύθερες κυβερνήσεις του Τζεφ Κένετ.
Η επιτροπή καταγγέλλει την υποβάθμιση της διδασκαλίας γλωσσών στα κρατικά σχολεία της πολιτείας, ενάντια στις διαβεβαιώσεις της πολιτειακής κυβέρνησης, ότι «η ανάπτυξη στρατηγικής για τη διδασκαλία γλωσσών στη Βικτωρία επαναδιατυπώνει τη σημασία που προσδίδει η πολιτειακή κυβέρνηση στη διδασκαλία γλωσσών και τη σημασία της για το πρόγραμμα διδασκαλίας» (Victorian Languages Strategy Discussion Paper 2009).

 «Σε σχολικό επίπεδο, η διδασκαλία των περισσοτέρων γλωσσών στα κρατικά σχολεία της Βικτωρίας απαξιώνεται και συχνά υποβαθμίζεται στα σχολεία τα τελευταία 15 χρόνια. Συχνά, αδιάφοροι διευθυντές σχολείων και αδιάφορα Σχολικά Συμβούλια αρνούνται να διαθέσουν εκπαιδευτικά μέσα και διδακτικό προσωπικό και να διασφαλίσουν τη συνεπή συνέχεια της διδασκαλίας γλωσσών και τη διασύνδεση των σχολείων με τοπικές κοινότητες και τοπικά σχολεία. Ο διαθέσιμος χρόνος διδασκαλίας είναι, συνήθως, ανεπαρκής (μία ή δύο διδακτικές ώρες) σε ακατάλληλο κλίμα για διδασκαλία», σημειώνουν.
 Οι ομογενείς εκπαιδευτικοί καταγγέλλουν, επίσης, την έλλειψη συνέχειας στη διδασκαλία γλωσσών και απαριθμούν τις συνέπειες που υφίστανται οι μαθητές και οι μαθήτριες που θέλουν να μάθουν κάποια γλώσσα.

«Συχνά, μία γλώσσα δεν προσφέρεται σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένου και του VCE, γεγονός που αποκαρδιώνει τους μαθητές και τους στρέφει σε κοινοτικά και ιδιωτικά σχολεία με προσωπικό και οικονομικό κόστος. Η ερώτηση που πρέπει να απαντηθεί είναι, γιατί στα κρατικά σχολεία της Βικτωρίας το 92% των μαθητών σπουδάζει μία γλώσσα μέχρι το Year 7, αλλά μόνο το 17% συνεχίζει να τη σπουδάζει μέχρι το Year 10 και μόνο το 8% στο Year 11 και Year 12;» τονίζουν.

Η ελληνική γλώσσα, εξηγούν, έχει τον υψηλότερο δείκτη συνέχειας (42%) από τις 46 γλώσσες που διδάσκονται στα κρατικά σχολεία της Πολιτείας. Ο μεγαλύτερος αριθμός Ελληνόπουλων σπουδάζει την ελληνική γλώσσα σε κοινοτικά και ιδιωτικά σχολεία. Τα κρατικά σχολεία υποφέρουν από την έλλειψη προγραμματισμού στη διδασκαλία γλωσσών, η οποία υπερτονίζεται από την εξάρτηση της διδασκαλίας γλωσσών σε κάποιες περιοχές «από ειδικά κρατικά κονδύλια {…} τη διδασκαλία των ίδιων γλωσσών στην ίδια περιοχή {…} την έλλειψη εξορθολογισμού και την παραγνώριση των δομών που έχουν δημιουργήσει τοπικές κοινότητες».
Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα κρατικά σχολεία επλήγη άμεσα τα τελευταία 15 χρόνια, από τις συγχωνεύσεις των σχολείων που έγιναν το 1990. Οι συγχωνεύσεις προκάλεσαν «απώλεια έμπειρου διδακτικού προσωπικού και την κατάργηση της διδασκαλίας των Ελληνικών. Οι συνέπειες (των συγχωνεύσεων) αντανακλώνται στη μείωση του αριθμού των μαθητών, των δασκάλων Ελληνικών και στη μείωση του αριθμού των κρατικών σχολείων, που διδάσκουν την ελληνική γλώσσα», υπογραμμίζουν.

«Η κάμψη της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας αντανακλά την αδυναμία ή την απροθυμία πολλών κρατικών σχολείων να διαμορφώσουν και να συντηρήσουν ολοκληρωμένα προγράμματα διδασκαλίας γλωσσών. Πολλά σχολεία σε περιοχές με μεγάλο ελληνικό πληθυσμό δεν διδάσκουν την ελληνική γλώσσα. Η διακοπή της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας το 1990 και το 2000 υποχρέωσε πολλούς εκπαιδευτικούς να σταματήσουν να τη διδάσκουν, με αποτέλεσμα τη μείωση των ελληνικών προγραμμάτων διδασκαλίας», προσθέτουν.

Η Επιτροπή εισηγείται την περίληψη της ελληνικής γλώσσας στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών, αφενός, για «λόγους ιστορικής σημασίας» και, αφετέρου, διότι «η ελληνική γλώσσα χρησιμοποιείται ευρύτατα στην Αυστραλία».

Η Επιτροπή επικαλείται την τελευταία απογραφή πληθυσμού, σύμφωνα με την οποία «η ελληνική γλώσσα είναι η τρίτη πιο εύχρηστη γλώσσα, που ομιλείται σε όλες τις μεγάλες πόλεις και τα μεγάλα εμπορικά κέντρα» και προτείνει τη διδασκαλία της γλώσσας μας από το Νηπιαγωγείο μέχρι το Year 10, τουλάχιστον σε ένα κρατικό σχολείο των περιοχών της Βικτώριας με μεγάλο ελληνικό πληθυσμό.

 «Η μεθόδευση αυτή θα επιτύχει την ομαλή μετάβαση από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο και τη συνέχεια της διδασκαλίας, που είναι αναγκαία για τη διδασκαλία, την εκμάθηση της ελληνικής και τη διασύνδεση με την κοινότητα και τις επιχειρήσεις κάθε περιοχής».
Η Επιτροπή προτείνει, ακόμη, τη δημιουργία Κέντρου Γλωσσών για τη διδασκαλία της ελληνικής και γενικά των 46 γλωσσών που διδάσκονται στη Βικτωρία, στα πρότυπα του Κινέζικου Κέντρου Εκπαίδευσης Δασκάλων (Chinese Teacher Training Centre).
Το Κέντρο αυτό θα λειτουργεί ως «σύνδεσμος» με πανεπιστήμια, προγράμματα επαγγελματικής ειδίκευσης εκπαιδευτικών και κοινοτικούς φορείς, ώστε να επιτυγχάνεται «η υψηλότερη δυνατή μόρφωση σε διάφορες γλώσσες και κατανόηση των διαφόρων πολιτισμών», καθώς και «επαγγελματική εκπαίδευση» για την απόκτηση γλωσσικών δεξιοτήτων.

Η Επιτροπή προτείνει την παροχή κινήτρων για την προσέλκυση ειδικευμένων δασκάλων Ελληνικών, που διδάσκουν άλλα μαθήματα στα κρατικά σχολεία που υπηρετούν, χωρίς να αποκλείει τη χρήση δασκάλων που έχουν ειδικευτεί στο εξωτερικό και υπενθυμίζει ότι το Ελληνικό Κράτος διαθέτει 5 εκ. δολάρια ετησίως για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα κρατικά σχολεία της Βικτωρίας.

Συνοπτικά η Επιτροπή προτείνει στην πολιτειακή κυβέρνηση:
-Τουλάχιστον τρίωρη (150 λεπτά) διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα κρατικά σχολεία
-Το Σχολείο Γλωσσών Βικτωρίας (Victorian School of Languages) *, ως κρατικό σχολείο που λειτουργεί εκτός ωραρίου των σχολείων – απογεύματα και Σάββατο – και απασχολεί ειδικευμένους εκπαιδευτικούς πρέπει να στηριχθεί για την καλύτερη διδασκαλία γλωσσών, που δεν προσφέρονται ή δεν διατηρούνται στα ημερήσια κρατικά σχολεία καθώς και για τους μαθητές που θέλουν την προσθήκη διδασκαλίας γλωσσών στα σχολεία τους
-Εκπαιδευτικοί που απασχολούνται από κοινοτικά/ιδιωτικά σχολεία, που λειτουργούν εκτός ωραρίου σχολείων, πρέπει να επιδιώκουν την πρόσληψη ειδικευμένων εκπαιδευτικών που βελτιώνονται συνεχώς επαγγελματικά και πληρώνονται ανάλογα.
Η Επιτροπή καταλήγει με την εκτίμηση, ότι το όραμα της πολιτειακής κυβέρνησης να διαμορφώσει στρατηγική διδασκαλίας γλωσσών είναι θετικό αλλά δεν είναι καθολικό.

«Η ελληνική κοινότητα πιστεύει, ότι η ελληνική γλώσσα έχει εξαιρεθεί από τις μελλοντικές κατευθύνσεις του υπουργείου Παιδείας. Η νέα πολιτική γλωσσών πρέπει να περιλαμβάνει την ελληνική γλώσσα, η οποία έχει επιδείξει προγράμματα διδασκαλίας υψηλής ποιότητας, άρτια καταρτισμένους εκπαιδευτικούς, αξιόλογη οικονομική στήριξη από το Ελληνικό Κράτος και, κυρίως, επιτυχημένη διδασκαλία».

* To Σχολείο Γλωσσών Βικτωρίας (Victorian School of Languages) διδάσκει την ελληνική γλώσσα από τις αρχές του 1970, σε απευθείας επαφή με τους μαθητές και τις μαθήτριες καθώς και διδασκαλία εξ αποστάσεως και συνεχίζει να παράγει εκπαιδευτικό υλικό και να στηρίζει τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας σε συνεργασία με το Γραφείο Συντονιστή Εκπαίδευσης του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στη Μελβούρνη.