«Η δημοκρατία είναι θύμα της ευτυχίας»

Μονή της Παναγίας του Ελέους, κάπου στα βουνά της Νότιας Ισπανίας. Μια δόκιμη μοναχή ετοιμάζεται για τα καθημερινά της θελήματα στην πόλη όταν αντιλαμβάνεται μια φθαρμένη βαλίτσα παρατημένη στα σκαλιά του μοναστηριού. Το νεογέννητο αγόρι που κρύβει μέσα της θα διαταράξει τη ζωή των έξι μοναχών και θα ανατρέψει για πάντα τις ευσεβείς αλλά εύθραυστες ισορροπίες της μοναστικής ζωής. Αυτά συμβαίνουν στο νέο μυθιστόρημα του 42χρονου Πάνου Καρνέζη, με τίτλο «Το μοναστήρι», που κυκλοφόρησε στη Βρετανία τον περασμένο Ιανουάριο. Με αφορμή την έκδοσή του στα ελληνικά από τις εκδόσεις Λιβάνη, που αναμένεται στα τέλη Απριλίου, και την παρουσίασή του στην 7η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης το ερχόμενο Σάββατο, ο συγγραφέας μιλάει για όλα στο “Βήμα” της Κυριακής.

– Ζείτε στη Βρετανία 18 χρόνια. Πώς αισθάνεστε, Έλληνας, Άγγλος, πολίτης του κόσμου;

«Ελληνας αισθάνομαι, δεν θα αλλάξει ποτέ αυτό, και από τη στιγμή που αποδέχτηκα ότι είμαι ξένος στην Αγγλία άρχισα να νιώθω και πιο άνετα εδώ. Είναι μια κοσμοπολίτικη χώρα και το Λονδίνο είναι μια οικονομική, εκπαιδευτική και καλλιτεχνική μητρόπολη που συγκεντρώνει ανθρώπους από όλον τον κόσμο, αλλά εγώ συναισθηματικά έχω μια απόσταση από την αγγλική πραγματικότητα».

– Την ελληνική πραγματικότητα την παρακολουθείτε; Πώς αισθάνεστε ως Έλληνας μαθαίνοντας για την οικονομική μας κρίση από μακριά;

«Το ζήτημα της ελληνικής οικονομίας πήρε μεγάλη δημοσιότητα και στη Βρετανία τους τελευταίους μήνες και ανησύχησα. Αλλά φαίνεται ότι βγαίνει από το τούνελ, με τα δάνεια και την υποστήριξη από την ΕΕ».

– Ποιες ήταν οι διαθέσεις των Βρετανών απέναντί μας αυτή την περίοδο;

«Δεν ξέρουν πολλά για την Ελλάδα, την γνωρίζουν κυρίως ως τόπο διακοπών. Δεν ξέρουν πολλά για την ελληνική ιστορία και την πραγματικότητα και η Ελλάδα δεν έχει σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ζωή της Βρετανίας. Ούτε μάς αντιπαθούν ούτε μάς συμπαθούν ιδιαίτερα. Μου έκανε πάντως καλή εντύπωση το ότι δεν επαναλήφθηκαν τα σαρκαστικά σχόλια που είχαν ακουστεί πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ισως γιατί και η Βρετανία περνάει επίσης κρίση οικονομική, όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη».

– Οι Βρετανοί τη διαχειρίζονται διαφορετικά αυτή την κρίση;

«Η βρετανική οικονομία φαίνεται να βγαίνει από τη δύσκολη περίοδο. Η διαφορά με την Ελλάδα είναι ότι εδώ δεν υπήρξε πανικός από τις φήμες και την παραπληροφόρηση, ο κόσμος δεν έτρεξε στις τράπεζες. Ολοι συμφωνούν ότι αυτή είναι μια δύσκολη περίοδος και ότι δεν πρόκειται για πλεκτάνη της κυβέρνησης προκειμένου να λάβει αντιλαϊκά μέτρα. Τα κόμματα όλου του πολιτικού φάσματος φαίνεται πως συμφωνούν σε αυτό καθώς και τα τρία μεγάλα κόμματα, μέχρι ενός σημείου, και στο ότι τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι σκληρά».

– Το «Μοναστήρι» είναι το πρώτο σας βιβλίο που δεν έχει ήρωες και σκηνικό ελληνικό. Κλείσατε τους λογαριασμούς σας με την ελληνική θεματολογία;

«Όχι, με το μυθιστόρημα που γράφω τώρα επιστρέφω σε ελληνικά θέματα. Η έμπνευση για το “Μοναστήρι” προέκυψε σε ένα ταξίδι στην Ισπανία, με τη φανταστική εικόνα μιας βαλίτσας αφημένης στα σκαλοπάτια ενός μοναστηριού. Πάντα ξεκινάω με μια εικόνα και δυο – τρεις χαρακτήρες. Μετά αφήνω τους ήρωες να κάνουν ό,τι θέλουν αυτοί και το θέμα προκύπτει καθώς αναπτύσσεται η αφήγηση. Δεν γράφω με σκοπό να μιλήσω για συγκεκριμένο τόπο και τα προβλήματά του».

– Το γράψατε και αυτό το βιβλίο στα αγγλικά;

«Ό,τι γράφω το γράφω πάντα στα αγγλικά και μετά το μεταφράζω στα ελληνικά. Αυτή είναι η γλώσσα εργασίας μου».

– Στην καθημερινότητά σας σε ποια γλώσσα σκέφτεστε;

«Στα ελληνικά σκέφτομαι. Όταν γράφω, όμως, σκέφτομαι και γράφω κατευθείαν στα αγγλικά».

– Ακόμη και τις προσωπικές σημειώσεις ή τη λίστα για ψώνια;

«Ακόμη και αυτές. Μετράω όμως ακόμη στα ελληνικά. Αλλά οι λέξεις, όταν γράφω, μου έρχονται στα αγγλικά. Δεν ξέρω αν ονειρεύομαι στα αγγλικά, μπορεί μερικές φορές…».

– Με μητρική γλώσσα τα ελληνικά και λογοτεχνική γλώσσα τα αγγλικά, σε ποια λογοτεχνία ανήκετε;

«Σίγουρα δεν ανήκω στη βρετανική παράδοση. Μπορεί να γράφω στα αγγλικά, αλλά αυτή είναι μια γλώσσα που μιλιέται από πάρα πολλούς λαούς- Αγγλους, Αμερικανούς, Νοτιοαφρικανούς και άλλους- οι οποίοι όμως δεν ανήκουν στην ίδια κουλτούρα. Δεν μπορούμε να πούμε ότι ένας Αυστραλός είναι βρετανός συγγραφέας».

– Η βρετανική κριτική πού σας εντάσσει;

«Με θεωρούν Έλληνα που γράφει στα αγγλικά. Δεν είναι σπάνιο, πολλοί ξένοι ζουν σε αγγλόφωνες χώρες και γράφουν στα αγγλικά. Δημιουργείται μια διαφορετική λογοτεχνία ανθρώπων που γράφουν σε μια δεύτερη γλώσσα και έρχονται από άλλη κουλτούρα. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι βρετανός συγγραφέας γιατί η θεματολογία, το ύφος, ακόμη και η γλώσσα μου, παρ΄ ότι είναι σωστή γραμματικά και συντακτικά, δεν είναι καθαρά αγγλικά, έχουν κάτι μεσογειακό».

– Έναν βαλκανικό μαγικό ρεαλισμό, όπως λένε οι κριτικοί σας; Ανήκουν τα έργα σας, πιστεύετε στο είδος του μαγικού ρεαλισμού;

«Δεν θέλω να ταυτιστώ με κάποιο καλλιτεχνικό ρεύμα γιατί αυτό θα με περιορίσει, είτε άμεσα είτε έμμεσα, υποσυνείδητα.Το φανταστικό στοιχείο μού προέκυψε ως συνέπεια της ζωής μου μακριά από την Ελλάδα. Οδηγήθηκα σε εικόνες και ιστορίες φανταστικές και αλληγορικές επειδή δεν είχα τη δυνατότητα να παρατηρώ το ρεαλιστικό εκεί σε καθημερινή βάση».

– Σε όλα τα βιβλία σας υπάρχουν ατιμίες και εγκλήματα που ζητούν τιμωρία, ένοχοι που ζητούν συχώρεση. Πιστεύετε στη θεία δίκη, στις Ερινύες;

«Κάθε άνθρωπο που δεν πάσχει από κάποια ψυχιατρική νόσο τον καταδιώκει, πιστεύω, ένα έγκλημα που διέπραξε, ακόμη και μια λάθος επιλογή, και προσπαθεί συνειδητά ή ασυνείδητα να επανορθώσει».

– Η δική σας σχέση με τον Θεό ποια είναι;

«Δεν πιστεύω στον Θεό, αλλά έχω μεγάλη περιέργεια για τη θρησκεία και το μεταφυσικό. Είναι μια παράμετρος στη ζωή μας που δεν μπορούμε να τη μετρήσουμε με τους τρόπους της επιστήμης, αλλά είναι εκεί και μου κεντρίζει το ενδιαφέρον. Γι΄ αυτό και πολλές φορές ιερείς ή θρησκευόμενοι χαρακτήρες τρυπώνουν στα μυθιστορήματά μου».

– Στο προηγούμενο βιβλίο,στο «Πάρτι γενεθλίων», από τα βασικά στοιχεία πλοκής ήταν μια υποτιθέμενη εγκυμοσύνη. Εδώ ένα παρατημένο βρέφος είναι το κύριο θέμα. Σας απασχολούν τα παιδιά αυτή την περίοδο;

«Κάθε βιβλίο μου έχει στοιχεία από το προηγούμενο, διότι, αφού τελειώσω ένα βιβλίο, ύστερα από λίγο δεν αντέχω να μένω άπραγος και ξεκινώ να γράφω κάτι νέο. Κάτι έχει μείνει όμως στο μυαλό μου από το προηγούμενο βιβλίο, η δεξαμενή της φαντασίας δεν έχει αδειάσει εντελώς. Κάπως έτσι περνάνε, χωρίς να το θέλω, στοιχεία από το ένα βιβλίο στο άλλο, όπως εδώ η εγκυμοσύνη και το παιδί». – Και στη ζωή,θέλετε παιδιά; «Με ενδιαφέρει η οικογένεια, τα παιδιά. Δεν συμφωνώ με εκείνους που λένε ότι η οικογένεια είναι πρόβλημα για έναν συγγραφέα. Οταν ζεις κοντά σε παιδιά ο χρόνος κυλάει διαφορετικά, παρατηρείς τη ζωή από άλλη οπτική. Αυτό είναι καλό για τον συγγραφέα, είναι, αν μη τι άλλο, μια εκπαίδευση στην ανθρώπινη πραγματικότητα».

– Υφίσταται πιέσεις ο επαγγελματίας συγγραφέας;

«Η προφανής πίεση είναι ότι, αν δεν γράψει, θα πεινάσει. Μπορεί όμως να δουλέψει κανείς με έναν ρυθμό λογικό και σε τρία- τέσσερα χρόνια να βγάλει ένα βιβλίο, χωρίς να πούμε ότι βιάστηκε ή ότι συμβιβάστηκε. Από την άλλη, το καλό όταν είσαι επαγγελματίας είναι ότι έχεις τον χρόνο να ασχοληθείς με τη συγγραφή χωρίς να ανησυχείς για πράγματα έξω από το βιβλίο. Σίγουρα δεν μπορούν να είναι όλοι επαγγελματίες. Εξαρτάται και από το τι ζωή έχεις. Κάνω μια ζωή που μου επιτρέπει, για όσο χρειάζεται να γράψω ένα βιβλίο, να μπορώ ζήσω από τα δικαιώματα και τις μεταφράσεις του προηγούμενου. Πάντως, αν δεν μπορούσα να ζω από τη συγγραφή, πάλι θα έγραφα. Θα μου έπαιρνε όμως περισσότερο χρόνο».

– Είναι πιο εύκολο να είστε επαγγελματίας συγγραφέας στη Βρετανία;

«Είναι πιο εύκολο όταν γράφεις στην αγγλική γλώσσα επειδή διαβάζεται ευρέως και ένα βιβλίο μπορεί να κυκλοφορήσει σε όλες τις αγγλόφωνες χώρες χωρίς να χρειάζεται μετάφραση. Από την άλλη, επειδή τα αγγλικά είναι πλέον διεθνής γλώσσα, η μετάφραση σε μια άλλη γλώσσα γίνεται ευκολότερα από ό,τι ενός ελληνικού βιβλίου».

– Στην Ελλάδα σκέφτεστε να επιστρέψετε μόνιμα;

«Αμεσα όχι, αλλά δεν το αποκλείω κάποια στιγμή. Επειτα όμως από 18 χρόνια στη Βρετανία έχω φτιάξει τη ζωή μου εδώ και επαγγελματικά νιώθω ότι εδώ λειτουργώ καλύτερα».

– Το προεκλογικό κλίμα των ημερών δεν σας χαλάει τη συγγραφική ηρεμία;

«Ολα είναι ήσυχα, δεν έχουμε αφισοκολλήσεις κτλ. Αν δεν παρακολουθεί κανείς ειδήσεις, δεν καταλαβαίνει ότι έχουμε εκλογές σε έναν μήνα».

– Ψηφίζετε στη Βρετανία; Ποιο κόμμα πιστεύετε ότι θα κερδίσει στις εκλογές;

«Ψηφίζω, αλλά πρόβλεψη δεν μπορώ να κάνω. Το πρόβλημα τα τελευταία δέκα χρόνια είναι η μεγάλη αποχή των ψηφοφόρων. Που σημαίνει αφενός ότι η δημοκρατία είναι θύμα της ευτυχίας, ότι ο κόσμος δεν νιώθει ότι τα πράγματα είναι τόσο δύσκολα ώστε να πρέπει να αγωνιστεί για να τα αλλάξει. Από την άλλη, αυτή είναι και μια αντίδραση σε σκάνδαλα που έχουν γίνει με βουλευτές ή οφείλεται στην πεποίθηση ότι τα κόμματα έχουν πολύ μικρές διαφορές μεταξύ τους και ότι τα ίδια μέτρα θα παρθούν όποιο κόμμα και αν εκλεγεί».

– Μια νίκη των Συντηρητικών δεν θα ήταν ήττα για τη βρετανική κοινωνία;

«Οπωσδήποτε, γιατί, όσο και αν αλλάξει, μια συντηρητική κυβέρνηση πρεσβεύει την ιδιωτική πρωτοβουλία, το πολύ μικρότερο κράτος, τους χαμηλούς φόρους και άρα τις χαμηλότερες δαπάνες για την Παιδεία, την υγεία κτλ. Οσα λάθη και αν έχει κάνει το Εργατικό Κόμμα, και το μεγαλύτερο ήταν η συμμετοχή στον πόλεμο στο Ιράκ, παραμένει εκφραστής της ιδεολογίας ότι το κράτος πρέπει να είναι εκεί».

– Ο αναγνώστης στον οποίο απευθύνεστε πού ανήκει;

«Δεν έχω κάποιον συγκεκριμένο αναγνώστη κατά νου όταν γράφω, από πλευράς οικονομικού προφίλ, μόρφωσης ή πολιτικών πεποιθήσεων».

– Είναι Βρετανός ή Ελληνας;

«Γράφω έχοντας τον βρετανό αναγνώστη κατά νου. Μιλάω για πράγματα ελληνικά αλλά με τρόπο που να μπορεί να τα καταλάβει κάποιος που δεν γνωρίζει λεπτομέρειες της ιστορίας και της κοινωνικής κατάστασης στην Ελλάδα. Δεν το βλέπω ως συμβιβασμό, αλλά ως πρόκληση. Μου αρέσει αυτή η “οικουμενική λογοτεχνία”, οι ιστορίες που μπορεί κάποιος να τοποθετήσει σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου και σε οποιαδήποτε εποχή και πάλι να διατηρήσουν πλήρες το νόημά τους».