Στις 18 Μαρτίου ο “Νέος Κόσμος” δημοσίευσε ένα πολύ σημαντικό κείμενο του Μιχάλη Τσιανίκα για την διδασκαλία των νέων ελληνικών στο Ντάργουϊν. Με αφορμή την επιτυχία του εγχειρήματος ο καθηγητής Τσιανίκας προέβη σε μια συστηματική κριτική του τρόπου με τον οποίο παρουσιάζουμε και προωθούμε την διδασκαλία της νέας ελληνικής και τελικώς τους λόγους στους οποίους θεμελιώνουμε το αίτημά μας.

Συμφωνώ απόλυτα με το πνεύμα και το περιεχόμενο της κριτικής του. Δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε ως επιχειρήματα για την διδασκαλία των νέων ελληνικών ούτε το κύρος των αρχαίων, ούτε την ιερότητα της Kαινής Διαθήκης, ούτε το γαστριμαργικό λεξικό, το οποίο άλλωστε, όπως παρατήρησε ο καθ. Τσιανίκας, είναι τουρκικής προελεύσεως.

Το πρόβλημα έχει, ωστόσο, και μια περαιτέρω διάσταση, όχι απλώς προσωπική αλλά και θεσμική. Τον τελευταίο καιρό, έχουν φυτρώσει σαν τα μανιτάρια όλοι οι ειδικοί οργανισμοί οι οποίοι προωθούν αντιφατικές διεκδικήσεις χωρίς να κατανοούν τις συνέπειες μιας πιθανής αποτυχίας μας.

Το να αναφερόμαστε στα αρχαία ελληνικά, είναι σαν να υπονομεύουμε τα νέα, εφόσον στο αγγλοσαξωνικό σχολικό σύστημα, για ιστορικούς λόγους, αυτά αποτελούν ξεχωριστούς εκπαιδευτικούς κλάδους. Το να συνδέουμε τα νέα ελληνικά με την ιερή γλώσσα της Καινής Διαθήκης είναι σαν να  αποξενώνουμε ένα μεγάλο αριθμό μαθητών και δασκάλων, που δεν έχουν άμεση σχέση με την χριστιανική παράδοση. Το να τα συνδέουμε με εκφράσεις της ομιλουμένης είναι σαν να συνεχίζουμε να τα βλέπουμε ως εθνοτική γλώσσα μιας μεταναστευτικής ομάδας, που κάλλιστα μπορεί να διδαχτεί εκτός εκπαιδευτικού συστήματος.

Η διδασκαλία των νέων ελληνικών έχει γίνει αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης και προσωπικών ή οργανωσιακών φιλοδοξιών από ομάδες και άτομα που αυτοπροωθούνται και αναγορεύουν τον εαυτό τους σε εθνοπατέρες, χωρίς προσόντα και χωρίς αναγνώριση από την πλειονότητα της ελληνικής παροικίας.
Πρέπει να κατανοήσουμε, ότι πρωτεύει να κερδίσουμε το εκπαιδευτικό επιχείρημα, να πείσουμε δηλαδή για την σημασία των νέων ελληνικών, χωρίς να καταφεύγουμε σε πολιτικούς εκβιασμούς και ψηφοθηρικές πιέσεις. Αυτά θα αποτελούν πρακτικές του παρασκηνίου, αλλά όχι επίσημες προτάσεις της ελληνικής παροικίας.

Το αυστραλιανό κράτος έχει θεσπίσει ένα ολόκληρο σώμα ειδικών, περίπου 25 τον αριθμό, οι οποίοι, τελικώς, θα αποφασίσουν για την συμπερίληψη της νεοελληνικής ή όχι στο ενιαίο πρόγραμμα σπουδών. Πρέπει να πείσουμε πρώτα τους ειδικούς γλωσσολόγους, παιδαγωγούς και εκπαιδευτικούς και μετά τους πολιτικούς, διότι ακόμα και αν η νεοελληνική συμπεριληφθεί, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα διδαχτεί.

Πρέπει να πάψουμε να παίζουμε αυτό το άχρηστο χαρτί της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας και της ιστορικής σημασίας της νεοελληνικής, αφού και οι περισσότεροι από εμάς ούτε διαβάζουν ούτε κατανοούν τα αρχαία ελληνικά. Ως πότε οι αρχαίοι θα μας δίνουν άφεση για όσα δεν έχουμε κάνει εμείς σήμερα; Επιπλέον, δεν επιτρέπεται να παίζουμε όλοι τους γραφικούς μιμητές των ανοησιών του ΛΑΟΣ και του κ. Άδωνη Γεωργιάδη, για να αποδείξουμε ότι είμαστε Έλληνες!

Δεν έχουμε άραγε, πλέον, καθόλου ισχυρά επιχειρήματα για να πείσουμε για τα οφέλη, την προσφορά και την σημασία της νέας ελληνικής;
Για όσους από εμάς συνεργαζόμαστε καθημερινά με Αυστραλούς, και ειδικώς επισήμους, είναι πραγματικά επώδυνη η αμηχανία που αισθανόμαστε όταν κατανοούμε ότι μας αντιμετωπίζουν με συγκατάβαση, με προσοχή και απόσταση λες και είμαστε άρρωστοι και δεν θέλουν να επιδεινώσουν τα συμπτώματα που μας βασανίζουν.
Δεν είναι δυνατόν να έχουμε αποδεχτεί αυτό το ρόλο του αιώνιου παρία, του πολιτισμικού περιθωρίου και της ειδικής περίπτωσης, που τελικά αφαιρούν κάθε βαρύτητα από τα επιχειρήματά μας και κάθε αποτελεσματικότητα από τις ενέργειές μας. Για τους πολιτικάντηδες και τους καιροσκόπους αυτά μπορεί να είναι αρκετά, είναι όμως αρκετά για την μεγίστη πλειονότητα του νοήμονος ελληνικού κοινού;

Χρειαζόμαστε ομόνοια και σύγκλιση, συναίνεση και συμφωνία, και πάνω απ’ όλα χρειάζεται να μιλάμε την γλώσσα του εικοστού πρώτου αιώνα και όχι του 1950! Η παρουσία στην μεταπολεμική Αυστραλία, ο ακάματος μόχθος και συνεχής πολιτισμική δράση των Ελλήνων δικαιολογούν την παρουσία των ελληνικών στο εκπαιδευτικό σύστημα. Η ελληνική γλώσσα δεν είναι πλέον μια γλώσσα εθνοτική, αλλά μια γλώσσα εθνικής σημασίας για την Αυστραλία! Είναι οι δάσκαλοί μας στα σχολεία, που με τόση αυταπάρνηση αποδεικνύουν την διαρκή συμβολή του ελληνικού πολιτισμού στην διαμόρφωση της αυστραλιανής εκπαιδευτικής και κοινωνικής ζωής.

Ας προχωρήσουμε με τον χρόνο και ας δεχτούμε τις αλλαγές που έχουν επέλθει τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ο πολυπολιτισμός είναι πλέον νεκρός διότι,  ενώ ήταν απαραίτητος στην δεκαετία του 70 σήμερα έχει χάσει την δυναμική του ως πολιτικό επιχείρημα. Ο πολυπολιτισμός τόνισε την ιδιαιτερότητα κάθε παράδοσης με σκοπό να την εξισώσει πολιτικά με τον κυρίαρχο αγγλοσαξωνικό πολιτισμό. Σήμερα αυτό δεν ισχύει, πλέον, γιατί έχουμε όλοι αποδεχτεί την ισότητα και την ισονομία των πολιτισμικών παραδόσεων. Δεν υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι πολιτισμοί—μόνο ψυχοπαθείς ναζιστές καταφεύγουν σε τέτοια επιχειρήματα σήμερα.
Κάθε πολιτισμός είναι ιδιαίτερος, κάθε πολιτισμός είναι εξαίρεση, κάθε πολιτισμός είναι ενδιαφέρων.

Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί μας αρέσει να γινόμαστε γραφικοί  και  μας αρέσει να ξέρουμε, ότι οι άλλοι μας λένε «ναι» μόνο και μόνο για να μας ξεφορτωθούνε!
Όλα αυτά τα προβλήματα ανακύπτουν επειδή άσχετοι, καιροσκόποι και θεσιθήρες κάνουν τον πατριωτισμό επάγγελμα χωρίς να είναι σε θέση να συντάξουν και να προσφέρουν ένα συγκεκριμένο επιχείρημα!

Η παρούσα κρίσιμη συγκυρία πρέπει να προσφέρει την ευκαιρία «να μπει κάθε κατεργάρης στον πάγκο του!».

* Ο δρ Βρασίδας  Καραλής είναι υπεύθυνος του Τμήματος Ελληνικών του Πανεπιστημίου Σίδνεϊ