Αφού  κατάφερε να κάνει μόδα την ελληνική κουζίνα στην Αυστραλία, τώρα θα επιδιώξει να πετύχει το ακατόρθωτο. Να την κάνει και παγκόσμια!

 Ακατόρθωτο; Τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο για τον Γιώργο Καλομπάρη. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα κατάφερε να κερδίσει τα βραβεία του Κορυφαίου Μάγειρα της Χρονιάς, να αναδείξει το ελληνικό εστιατόριο του The Press Club το καλύτερο για όλη την Αυστραλία και να κάνει τους «μπεστ σέλλερ» τα βιβλία του που περιέχουν τις δικές του συνταγές για την ελληνική κουζίνα.

Ο Γιώργος Καλομπάρης έχει ήδη τρία εστιατόρια στη Μελβούρνη (Press Club, Maha και Hellenic Republic) και ετοιμάζει ένα τέταρτο στο αριστοκρατικό Σάουθ Γιάρα που θα έχει ελληνο-ιταλική κουζίνα.

Επίσης, είναι επικεφαλής του The Belvedere Club στη Μύκονο και τώρα διαπραγματεύεται να ανοίξει εστιατόρια στη Νέα Υόρκη και στην…  Αθήνα!
Την ίδια στιγμή, συμμετέχει ως κριτής στη μεγαλύτερη τηλεοπτική επιτυχία της περασμένης χρονιάς στην Αυστραλία Master Chef, η οποία επαναλαμβάνεται και φέτος. Η εκπομπή ξεκίνησε την περασμένη Δευτέρα στο κανάλι «10» και κάνει πάλι ρεκόρ τηλεθέαση.

Κάθε βράδυ της εβδομάδας εκατομμύρια Αυστραλοί  στήνονται στις οθόνες τους για να παρακολουθήσουν τη συγκεκριμένη εκπομπή με βασικό κριτή τον ομογενή σεφ Γιώργο Καλομπάρη, ο οποίος μέσα από την ίδια εκπομπή έγινε και «σύμβολο του σεξ», σύμφωνα με ψηφοφορία γυναικών
Φυσικά, μέσα από την εκπομπή ο Καλομπάρης προβάλει την ελληνική κουζίνα και τα ελληνικά προϊόντα.

Όπως λέει ο ίδιος «η ελληνική γη παράγει απίθανα προϊόντα που αν αξιοποιηθούν σωστά κάνουν τα φαγητά νόστιμα και υγιεινά».
Για όσους δεν έχουν ακουστά τον Καλομπάρη αξίζει να αναφέρουμε ότι η εφημερίδα New York Times, σε ειδικό ταξιδιωτικό ρεπορτάζ της με τίτλο «36 ώρες στη Μύκονο» ενημέρωνε τους αναγνώστες της για αυτά που «δεν πρέπει να χάσουν» όταν επισκεφθούν το κοσμοπολίτικο νησί του Αιγαίου.
Μεταξύ άλλων, τους παρότρυνε να επισκεφθούν «οπωσδήποτε» το Belvedere Hotel που προσφέρει ό,τι καλύτερο έχει να παρουσιάσει η γαστρονομία με επικεφαλής τον πολυβραβευμένο Ελληνοαυστραλό σεφ, Γιώργο Καλομπάρη.

 Λίγο αργότερα, η «βίβλος της γαστρονομίας», των Αυστραλών, το περιοδικό Gourmet Traveller κυκλοφορούσε με ένα αφιέρωμα 20 σελίδων στο Γιώργο Καλομπάρη, που περιελάμβανε και συνταγές του μαζί με την υπογράμμιση ότι «ο πολυβραβευμένος σεφ πάει τώρα και στη Μύκονο την σύγχρονη ελληνική κουζίνα του».
 Περιοδικά, εφημερίδες και κανάλια από διάφορες χώρες ασχολούνται τα τελευταία χρόνια με την «σύγχρονη ελληνική κουζίνα» χάρη στον Γιώργο Καλομπάρη.
Ο ομογενής σεφ που έχει κάνει «μόδα» την ελληνική κουζίνα στην Αυστραλία και είναι γνωστός στους διεθνείς γαστρονομικούς κύκλους.

Ο Καλομπάρης που εκπροσωπεί την Αυστραλία σε διεθνείς διαγωνισμούς ιδιαίτερου κύρους, όπως τον Βocuse d’Οr στη Λυών, έχει κερδίσει σημαντικές διεθνείς διακρίσεις, αλλά συμμετείχε και σε εκδηλώσεις του Ελληνικού Οργανισμού Προώθησης Εξαγωγών (ΟΠΕ) με τον γενικό τίτλο “Κέρασμα” και μ’ αυτή την ιδιότητα επισκέπτεται συχνά την Ελλάδα όπου και “δημιουργεί” σε καλά εστιατόρια.

Το εστιατόριό του με το “ελληνικό χρώμα” (όπου σερβίρει και τα καλύτερα ελληνικά κρασιά και ούζα) έχει γίνει το στέκι των καλοφαγάδων της Μελβούρνης. Πραγματικά, έχει κάνει “μόδα” την ελληνική κουζίνα και σχεδόν σε καθημερινή βάση τα μέσα ενημέρωσης ασχολούνται με τον ίδιο και το μαγαζί του, ενώ θεωρείται πολύ “in” για τους επώνυμους να θεαθούν στο συγκεκριμένο στέκι.

Πρόκειται για το Ρress Club, στο παλιό κτίριο του εκδοτικού συγκροτήματος Ηerald & Weekly Τimes στην καρδιά της Μελβούρνης, που ανακηρύχθηκε το καλύτερο νέο εστιατόριο της Αυστραλίας το 2007 και ο Καλομπάρης «κορυφαίος σεφ της χρονιάς» και μάλιστα για δεύτερη φορά.
Μετά την επιτυχία του Ρress Club στο κέντρο της Μελβούρνης, και την παρουσία του στη Μύκονο, ο Καλομπάρης άνοιξε και ένα τρίτο «πιο παραδοσιακό» εστιατόριο στη Μελβούρνη που το ονόμασε «Ελληνική Δημοκρατία».

Μόλις που πάτησε τα 30 και ήδη ο Ελληνοαυστραλός ψηφίστηκε ως ένας από τους 40 σεφ με τη μεγαλύτερη εμπειρία στον κόσμο από το περιοδικό Global Food and Wine Μagazine.

Πιστεύοντας ακράδαντα ότι το ελληνικό φαγητό είναι εξαιρετικό όταν μαγειρεύεται καλά και εφοδιασμένος με μια λίστα από παραδοσιακές οικογενειακές συνταγές, δημιουργεί ένα προσωπικό μαγειρικό όραμα που φαίνεται να αρέσει σε όσους ξέρουν από καλό φαγητό.

Ο ίδιος επιμένει πολύ στην χρησιμοποίηση παραδοσιακών ελληνικών συνταγών, αλλά και εκλεκτών ελληνικών υλικών. Και φυσικά δεν χάνει ευκαιρία να προβάλει τα ελληνικά προϊόντα και την ελληνική κουζίνα με τις προσβάσεις που έχει στα μέσα ενημέρωσης.

Παράλληλα συμμετέχει και σε μεγάλους γαστρονομικούς διαγωνισμούς
Για παράδειγμα, πέρυσι η ελληνική κουζίνα είχε την τιμητική της με την ευκαιρία του μεγάλου Φεστιβάλ Κρασιού και Φαγητού της Μελβούρνης (Melbourne Food and Wine Festival).

Πρόκειται για ετήσιο θεσμό που συγκεντρώνει πάνω από 300.000 πότες και καλοφαγάδες στις δεκάδες εκδηλώσεις του, σε μερικά από τα κορυφαία εστιατόρια της πόλης.

Εκεί ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε και στην ελληνική κουζίνα, χάρη στον Καλομπάρη που έφερε από την Ελλάδα προσκεκλημένους του  τον ζαχαροπλάστη, Στέλιο Παρλιαρό, και τον σεφ Χριστόφορος Πέσκια, οι οποίοι, μαζί με τον Ελληνοαυστραλό, παρουσίασαν “Μια Σύγχρονη Ελληνική Οδύσσεια” που ήταν μια περιπλάνηση στο χώρο της ελληνικής γαστρονομία και «έκοβε την ανάσα» των καλοφαγάδων.

 Ο ίδιος μιλώντας για την επιστροφή των ξένων στην ελληνική κουζίνα μας λέει:
“Μέρα με τη μέρα, χτίζουμε ένα καινούργιο κοινό που αγαπάει το ελληνικό φαγητό και το ελληνικό κρασί. Ο βασικός μας στόχος είναι η προώθηση των ελληνικών προϊόντων, χρησιμοποιούμε ελληνικό μέλι, φέτα, κρόκο Κοζάνης, τα καλύτερα ελληνικά κρασιά, μαστίχα Χίου κ.ά».

“Είμαι ερωτευμένος με την Ελλάδα» προσθέτει και συνεχίζει «μου χάρισε όλα τα εφόδια για να δημιουργήσω το “Press Club”.
 Την Ελλάδα την λάτρεψε πιο πολύ όταν προσκεκλημένος του ΟΠΕ την επισκέφθηκε για να μαγειρέψει ορισμένους από τους μεζέδες του και τις δημιουργίες του στα πλαίσια του Διεθνούς Συνεδρίου του Kerasma.

 Ο Καλοπάρης (με μόνιμα ξυρισμένο το κεφάλι του), διαθέτει εντυπωσιακή αυτοπεποίθηση, είναι ιδιαιτέρως ευφράδης, καταξιωμένος και… αυτοδίδακτος.
Είναι Έλληνας της Αυστραλίας δεύτερης γενιάς, η οικογένειά του έχει σούπερ μάρκετ στη Μελβούρνη και χάρη στις απαιτήσεις της δουλειάς αυτής, έμαθε την αξία της “σκληρής δουλειάς” από πολύ μικρή ηλικία. Εκπαιδεύθηκε κλασικά σε κουζίνες στην Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά υποστηρίζει ότι συχνά διαφωνεί με τον ορισμό των περισσοτέρων ανθρώπων περί “υψηλής γαστρονομίας”.

Σε παλαιότερη συνέντευξή του είχε δηλώσει: “Ήμουν ένας από τους 29 σεφ ενός εστιατορίου που σερβίριζε 50 πιάτα τη βραδιά. Αυτό θεωρεί ο κόσμος υψηλή κουζίνα. Τα περισσότερα εστιατόρια σαν κι αυτό είναι απλά κουζίνες που σφύζουν από εγωισμούς. Επειδή έχεις κερδίσει δύο αστέρια Μichelin δεν σημαίνει και τίποτα. Έχω εργαστεί σε εστιατόρια που δεν έχουν κερδίσει αστέρια αλλά σερβίριζαν πολύ καλύτερο φαγητό”.

Ο ίδιος πιστεύει ότι από τη Μελβούρνη ξεκίνησε μια «αναγνώριση» της ελληνικής κουζίνας που θα επεκταθεί διεθνώς και γι’ αυτό θεωρεί «υψίστης σημασίας» να έχει παρουσία και στην Αθήνα.