Όλοι λίγο φτωχότεροι

Η πικρή είδηση της «αποχώρησης» του Χρήστου Τέο από τη ζωή, χτύπησε αναπάντεχα την πόρτα της παροικίας. Οι πολλοί δεν ήξεραν καν ότι ήταν άρρωστος. Μέχρι τελευταία κυκλοφορούσε με τη σύντροφο της ζωής του, Κούλα, με το κεφάλι ψηλά, το γνωστό καλοσυνάτο χαμόγελο στα χείλη, το βλέμμα γεμάτο στοχασμό και ενδιαφέρον για τον άνθρωπο. Όταν σού μιλούσε, ένοιωθες ότι ήταν εκεί μόνο για σένα. Διακριτικός, αξιοπρεπής, ευφυής, ρουφούσε τη χαρά της ζωής στα συχνά ταξίδια του, αλλά και στην καθημερινή του ζωή. Τού άρεσε η καλή συντροφιά, το έξυπνο χιούμορ, διψούσε για νέες εμπειρίες, για συσσώρευση γνώσεων που γενναιόδωρα μοιραζόταν με τους άλλους.

Η γνωριμία μου μαζί του πάει πολλά χρόνια πίσω, όταν φοιτήτρια ακόμη στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης δίδασκα Ελληνικά σε μη Έλληνες ενήλικες. Μπαίνοντας, θυμάμαι, μέσα στην τάξη την πρώτη μέρα, ήταν ο μόνος που σηκώθηκε όρθιος και μού είπε ευγενικά «καλημέρα σας».

«Ωραία», σκέφτηκα, «να που και οι Κινέζοι της Αυστραλίας, ενδιαφέρονται για τη γλώσσα μας. Τώρα, κατά πόσον θα τη μάθουν, είναι άλλο θέμα». Ήταν μια σκέψη που αποδείχτηκε…  βέβηλη. Γιατί ο Χρήστος Τέο, «ο Κινέζος», όπως τον έλεγα, όταν γινόταν λόγος για τους μαθητές μου, αποδείχτηκε άριστος μαθητής. Στην πραγματικότητα, ο πιο καλός ο μαθητής, ήταν αυτός στην τάξη!

Πάντα διαβασμένος, με σωστή προφορά και πολλή όρεξη για μάθηση.
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι και οι δρόμοι μας συναντήθηκαν ξανά στα πολιτιστικά δρώμενα της παροικίας που παρακολουθούσε ανελλιπώς με τη σύντροφο της ζωής του, Κούλα. Πάντα καλά πληροφορημένος, με σχόλια επί της ουσίας, ευγενικός, εγκάρδιος, άνετος, ετοιμόλογος, με άποψη και έκδηλη αυτοπεποίθηση, κέρδιζε εύκολα τον συνομιλητή του.

ΣΤΗΡΙΞΗ ΑΝΕΥ ΟΡΩΝ

Όταν δε εκδηλώθηκε το ταλέντο της Κούλας στη συγγραφή θεατρικών έργων και ακολούθησε το ανέβασμά τους στη σκηνή, ήταν ο πιο ένθερμος υποστηρικτής και θαυμαστής της.

«Έχει φοβερό ταλέντο. Μπράβο της», θα πει ξανά και ξανά. Κάνοντας, μάλιστα, ένα βήμα, πέρα από τη λεκτική στήριξη, θα φοιτήσει ο ίδιος σε Δραματική Σχολή, για να μπορέσει να βοηθήσει στη σκηνοθεσία. Τη συνοδεύει παντού. Μοιράζεται τις αγωνίες της, τις προσπάθειές της να δώσει όσο καλύτερα γίνεται αυτό που δημιουργεί, άνευ όρων. Τον θυμάμαι, συγκεκριμένα, στην πρεμιέρα «Τα Δίδυμα», υπέρκομψο με ολόλευκο σακάκι και μαύρο παπιγιόν να εποπτεύει τα πάντα, λάμποντας από ικανοποίηση και περηφάνια.

Τίποτε δεν πρόδιδε τα ατελείωτα ξενύχτια που είχαν προηγηθεί, την κούραση και την ένταση για την τήρηση ισορροπιών στη συμμετοχή του στις πρόβες και σ’ όλη τη διαδικασία που συνεπάγεται μια τέτοια υπόθεση, όπως το ανέβασμα ενός έργου που με τόσο μεράκι αναλάμβανε και έφερνε σε πέρας η σύντροφος της ζωής του.
 «Βλέπω τη ζωή μου, μετά την αποχώρησή μου από τον επαγγελματικό χώρο, ως ένα υπέροχο, συναρπαστικό κεφάλαιο, το ωραιότερο ίσως όλων. Αν μπορούσα να το υποπτευθώ πριν, ίσως αποχωρούσα νωρίτερα. Μού δίνεται η ευκαιρία να είμαι δημιουργικός εκεί που μ’ ενδιαφέρει», είχε πει τον Νοέμβρη του 2006, όταν φιλοξενήθηκε στη στήλη με την ευκαιρία του πρώτου βραβείου Λιθογραφίας που κέρδισε σε έκθεση που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Καλών Τεχνών Waverly.

Αναφερόμενος στο συγκεκριμένο έργο, θα πει: «Πρόκειται για ένα πρόσωπο που είδα κάποτε, στο πλήθος και χαράχθηκε μέσα μου. Ο στόχος μου ήταν να δώσω τη σύσπαση της συγκίνησης, από κάποια εσώτερη, δυνατή αιτία, την εξωτερίκευση μιας σκέψης στην έκφραση του προσώπου, τη συνύπαρξη της σκιάς και του φωτός, στο ίδιο έργο. Είδα τον άνθρωπο που, αν και χαμένος στο ανώνυμο πλήθος, μπορεί να επικοινωνεί με τον δικό του εσωτερικό κόσμο. Πιστεύω ότι, σ’ ένα βαθμό το πέτυχα, αλλά δε σταματώ εδώ, πάω πιο πέρα», είχε πει μετριόφρονα.

Η κλίση του Χρήστου Τέο και το πραγματικά εκπληκτικό ταλέντο του στη ζωγραφική, θα εκδηλωθούν και θα ανθίσουν όταν θα αποτραβηχτεί από την επαγγελματική δράση όπου, να σημειωθεί, υπήρξε άριστος επαγγελματίας, εντυπωσιάζοντας πάντα με τον επαγγελματισμό, την οξυδέρκεια και την εντιμότητά του.

ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

«Η ζωγραφική είναι το μεγάλο μου πάθος και πολύ πριν καθίσω στα θρανία ζωγράφιζα».
Ο Χρήστος Τέο αποτελούσε ζωντανό παράδειγμα ανθρώπου που έβλεπε την τρίτη ηλικία ως την αρχή ενός υπέροχου κεφαλαίου και όχι ως τον επίλογο του βιβλίου της ζωής, εμπνέοντας όλους όσους είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν.

Τα πορτραίτα και η νεκρή φύση ήταν τα αγαπημένα του θέματα στη ζωγραφική, που, παράλληλα με τις προσωπικές του δημιουργίες, μετέδιδε τις γνώσεις του και σε μαθητές του.

«Αυτά τα μαθήματα, μού δίνουν ζωή», είχε πει πριν ένα χρόνο περίπου, όταν με άλλους φίλους, μάς είχαν καλέσει με την Κούλα να απολαύσουμε τα καβούρια που είχαν πιάσει. «Οι μαθητές μου φτιάχνουν εξαίσια πράγματα», μού εμπιστεύθηκε και σηκώθηκε να φέρει έναν πίνακα…  για του λόγου το αληθές.
Αξιοσημείωτο ότι μέχρι τελευταία, δεν τους είχε εγκαταλείψει. Δίδασκε και όταν ακόμη η αρρώστια είχε γίνει αδυσώπητα επιθετική. Επίσης, ο ίδιος δημιουργούσε αριστουργήματα και όταν ακόμη οι φυσικές του δυνάμεις τον είχαν προδώσει.

Πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, με δύναμη και αξιοπρέπεια, έβλεπε το τέλος να πλησιάζει.

ΑΜΟΙΒΑΙΟ ΑΓΚΑΛΙΑΣΜΑ

Την παροικία ο Χρήστος Τέο την αγκάλιασε με αγάπη και σεβασμό κι εκείνη τού ανταπέδωσε θερμά το αγκάλιασμά του.
Ο άνθρωπος που έλεγε «δεν είμαι απλά φιλέλληνας, νοιώθω Έλληνας», έκανε πραγματικά «δικά του», τη γλώσσα μας και τον πολιτισμό μας. Είναι ο άνθρωπος που με χίλιους τρόπους, στην πορεία των τελευταίων δεκαετιών, μας έκανε να νοιώσουμε ότι είναι ‘ένας από μας’. Είχε έναν ιδιαίτερο, εντελώς δικό του τρόπο, να εκδηλώνει την ικανοποίησή του και την περηφάνια του για το ότι ήταν μέλος της παροικίας. Κάτι αδιόρατο, μα αισθητό, κάτι που πήγαινε πέρα από το πρώτο πρόσωπο πληθυντικού που χρησιμοποιούσε. Απλά, μετριόφρονα, αληθινά.

Απόπνεε μια θετική αύρα, αισθητή και σε άτομα ακόμη που δεν τον γνώριζαν καλά. «Μ’ αρέσει να βλέπω τους ανθρώπους να προοδεύουν, να πάνε μπροστά», συνήθιζε να λέει.

Αυτό, όμως, που θυμάμαι με πολλή συγκίνηση αυτές τις μέρες είναι ο ενθουσιασμός για τα έργα του Κωστή Κοκκινάκη, του αδελφού μου, στην έκθεση που είχε γίνει τον Οκτώβρη του 1988 στη Βιβλιοθήκη του Toorak, παρουσία του ζωγράφου: «Είναι καταπληκτικός θαλασσογράφος. Μοναδικός στο είδος του. Χαίρομαι πραγματικά που γνωρίζω τον ίδιο και τη δουλειά του», μού είχε πει.

Πριν δυο βδομάδες, παρ’ ότι πια τον είχε καταβάλει φοβερά η αρρώστια, όταν έμαθε ότι ο αγαπημένος μου αδελφός δεν ήταν πια ανάμεσά μας, έστειλε  το παρακάτω μήνυμα για δημοσίευση. Το κράτησα μέχρι σήμερα για τον εαυτό μου, αλλά τώρα που και ο ίδιος δεν είναι πλέον ανάμεσά μας και μετά από παρότρυνση της συντρόφου του και φίλης Κούλας, το μοιράζομαι μαζί σας.

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΩΣΤΗ ΚΟΚΚΙΝΑΚΗ

«Κάπου είκοσι χρόνια πριν, η σύζυγός μου Κούλα, με πληροφόρησε ότι ένας εξαιρετικός καλλιτέχνης, ονομαζόμενος Κωστής Κοκκινάκης, έχει έλθει από την Ελλάδα για να εκθέσει τα έργα του.

Ήταν πραγματική ευχαρίστηση η γνωριμία μου μαζί του. Ήταν ένας καλοσυνάτος τζέντλεμαν μ’ ένα ευγενικό χαμόγελο στα χείλη και απαλή φωνή. Τα περισσότερα από τα έργα του πουλήθηκαν στα εγκαίνια. Τελικά, μπόρεσα να αγοράσω έναν από τους πίνακές του, προς το τέλος της βραδιάς, όταν είχαν μείνει ελάχιστοι. Θέμα το Ποντικονήσι, απέναντι από την Κέρκυρα. Ο πίνακας είναι πραγματικό αριστούργημα. Τέλεια φιλοτεχνημένο με τα σωστά χρώματα στα σπίτια και τις βάρκες και καταπληκτικές φωτοσκιάσεις. Ιδιαίτερα μ’ αρέσουν οι αντανακλάσεις του νερού. Για να δώσει προφανώς ζωή στη σύνθεση, είχε προσθέσει έναν ψαρά να χτυπά ένα χταπόδι στα βράχια.

Είναι λυπηρό να ξέρουμε ότι ο Κωστής δεν είναι πλέον μαζί μας. Η μνήμη του, όμως, θα μείνει ζωντανή μέσα από το εξαιρετικό έργο του.
Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή του και ας δώσει δύναμη και κουράγιο στην οικογένεια».
Αυτά, δώδεκα μέρες ακριβώς, πριν τη δική του αναχώρηση, που γνώριζε μεν,  δεν έπαυε όμως να έχει ζωντανή μέσα του την αγάπη και τη συμπόνια για τον συνάνθρωπο.

Ανάπαυση και στη δική σου υπέροχη ψυχή Χρήστο. Δεν πρόκειται να σε ξεχάσουμε ποτέ!