Η πορεία της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση λειτούργησε ως καταλύτης με εντυπωσιακά αποτελέσματα στον οικονομικό τομέα. Η ίδια πορεία έφερε την Άγκυρα αντιμέτωπη με μια δυσάρεστη για αυτήν πολιτική πραγματικότητα. Την ανάγκη εξομαλύνσεως των σχέσεών της με την Κυπριακή Δημοκρατία και η αδυναμία της να λειτουργήσει σε αυτό το επίπεδο έχει ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση της ενταξιακής διαδικασίας. 

Αλλά κυρίως η ευρωπαϊκή πορεία της ανέδειξε ένα πρόβλημα πολιτιστικής ταυτότητος. Έφερε στο προσκήνιο το ερώτημα υπάρξεως ή ανυπαρξίας πολιτιστικής συμβατότητας μεταξύ της Τουρκίας και της υπόλοιπης Ευρώπης.

Καμία άλλη υποψήφια χώρα δεν βρέθηκε εμπρός σε ένα παρόμοιο δίλημμα. Καμία χώρα της Ενώσεως -με εξαίρεση τη Γαλλία του κ. Νικολά Σαρκοζί- δεν έθεσε το ερώτημα προσδιορισμού της εθνικής ταυτότητός της. Και μόνον στην Τουρκία υπάρχει μια τάση διερευνήσεως αυτού που γενικώς χαρακτηρίζεται ως ευρωπαϊκή πολιτιστική ταυτότητα. Τη σχετική έρευνα ξεκίνησε το 2008 η ευρωτουρκική οργάνωση «Πολιτιστικές Γέφυρες» και τα αποτελέσματά της αναμένονται εντός του έτους.

ΣΥΓΚΛΙΣΗ

Ο πρέσβης της Ε. Ε. στην Άγκυρα κ. Μαρκ Πιερίνι προωθεί με συστηματικότητα μεταξύ άλλων ένα πρόγραμμα πολιτιστικής συγκλίσεως ή εξοικειώσεως της Τουρκίας με την Ένωση, με κινητές βιβλιοθήκες σε 24 πόλεις της χώρας, με τη συμμετοχή περίπου πενήντα Ευρωπαίων συγγραφέων, φωτογράφων και σκηνοθετών κινηματογράφου από εννέα χώρες της Ε. E.

Αλλά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει τρόπος που η Τουρκία αντιμετωπίζει το πρόβλημα, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων Κωνσταντινούπολη 2010, Πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης. 

Το κεμαλικό καθεστώς ήταν αναμφιβόλως μια ριζοσπαστική απόπειρα εισαγωγής στη χώρα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Σήμερα όμως ο πολιτιστικός χώρος της Ευρώπης προσδιορίζεται από την ανοχή στην ετερότητα, έχει σαφέστατα διάσταση πολυπολιτιστική και πολυεθνή, στοιχεία με άλλα λόγια αναιρετικά της βασικής κεμαλικής αρχής «μια χώρα, ένας λαός, μια γλώσσα.»

Η ανάγκη προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα οδηγεί την Τουρκία σταδιακώς στην εκ νέου ανακάλυψη της ύστερης Οθωμανικής περιόδου, με τον πολυπολιτισμικό και πολυεθνικό της χαρακτήρα. Η υπεύθυνη του προγράμματος «Πολιτιστικές Γέφυρες»,  κ. Νιλγκιούν Μιρζέ, αρνείται την ύπαρξη αντιφάσεως και υποστηρίζει ότι το ενδιαφέρον για την Οθωμανική περίοδο δεν είναι ασύμβατο με τις αρχές της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Η τάση εκδυτικισμού της Κωνσταντινουπόλεως κατά την ύστερη περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι αρχιτεκτονικά εμφανής στα κτίρια που βρίσκονται στην κεντρική οδό του Πέραν. Πολιτικά θα έλεγε κανείς επιβεβαιώθηκε, από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1850, όταν οι Σουλτάνοι εγκατέλειψαν τα παλαιά ανάκτορα του Τοπ Καπί και εγκαταστάθηκαν στο ανάκτορο του Ντολμά Μπαχτσέ, στις όχθες του Βοσπόρου, ένα κτίριο αρχιτεκτονικής μπαρόκ και ροκοκό, επιπλωμένο από τους καλύτερους τεχνίτες της Ευρώπης.

Ακόμη και ο Σουλτάνος Αμπντούλχαμίτ Β’,  που επανέφερε την ιδέα του Οθωμανικού Χαλιφάτου και εμφανιζόταν ως ο ηγέτης του Ισλάμ εναντίον των χριστιανών,   όταν διαμόρφωνε το ερημητήριό του, το Γιλντίζ Σεράι, χρησιμοποίησε τον Ιταλό αρχιτέκτονα Ραϊμόντο ντ’ Αρόνκο, έναν διάσημο εκπρόσωπο της Αρτ Νουβώ της εποχής εκείνης.

AΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΑΝ

Σήμερα μετά από χρόνια εγκατάλειψης, αρχίζει η αποκατάσταση της ευρύτερης περιοχής του Πέραν, μια περιοχή που οι αστοί κάτοικοί της -μεταξύ των οποίων χιλιάδες Έλληνες- αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν σταδιακώς και στη συνέχεια εποικίσθηκε από μετανάστες της Ανατολίας για να υποβαθμισθεί πλήρως. Σε αυτή την περιοχή εισδύουν καλλιτέχνες, με αντιλήψεις νεωτερικές, δημιουργώντας πυρήνες πολιτιστικής ανορθώσεως.  Σε έναν μόνον δρόμο, στην οδό Μπογκαζκεσέν (Αποκεφαλισμός στην ελληνική) έχουν δημιουργηθεί έξι γκαλερί. Είναι μια διαδικασία που ακολουθείται σε υποβαθμισμένες περιοχές μεγαλουπόλεων, στο Βερολίνο, στην Αθήνα στου Ψυρρή και φυσικά παντού αλλού.

Το 1929, με την εδραίωση του κεμαλικού καθεστώτος ιδρύθηκε στην Τουρκία ο Σύνδεσμος Ανεξαρτήτων Ζωγράφων και Γλυπτών που εισήγαγε τις αντιλήψεις των κυβιστών και άλλων συγχρόνων τάσεων της εποχής, σε μια χώρα όπου κυριαρχούσε έως το 1920 ο εξπρεσιονισμός. Σήμερα ο νεωτερισμός δεν συνιστά στόχο πρωταρχικό. Το νέο άνοιγμα της Τουρκίας προς τη Δύση επιχειρεί να συνδέσει τη διαδικασία εκδυτικοποιήσεως που άρχισε στην ύστερη περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και φθάνει έως σήμερα, όπως τουλάχιστον πιστεύουν όσοι μετέχουν στη διαμόρφωση της πολιτιστικής φυσιογνωμίας της Τουρκίας. Φαίνεται πως η χώρα αυτή αναζητεί τις ρίζες της σε κάθε επίπεδο.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΕΣ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΝΕΑ ΜΟΥΣΕΙΑ

Η συμβολή των Τούρκων επιχειρηματιών στην ανάδειξη της πολιτιστικής ταυτότητος της Τουρκίας είναι εντυπωσιακή. Τα πρωτεία ανήκουν στην οικογένεια Κοτς, τη μεγαλύτερη και οικονομικά ισχυρότερη δυναστεία της σύγχρονης Τουρκίας. Στο πολιτιστικό ενεργητικό της οικογένειας εντάσσονται και τρία μουσεία. Τελευταίο απόκτημα το Pera Museum, στην περιοχή του Πέραν. Στεγάζεται σε μέγαρο που ανήγειρε το 1893 ο Αχιλλέας Μανούσος. Η έκθεση που φιλοξενούσε, όταν το γραφείο της Ε. Ε. διοργάνωσε την πρόσφατη αποστολή δημοσιογράφων στην Κωνσταντινούπολη αφορούσε τη διαχρονική παρουσίαση της περιοχής του Ιπποδρομίου από την έγερσή του έως το 1909, όταν εξετελέσθησαν δημοσίως διά απαγχονισμού, οι ηγέτες της εξεγέρσεως.

Δυναμική παρέμβαση στην πολιτιστική ζωή της Τουρκίας πραγματοποιεί ο επιχειρηματίας Bulent Eczacibasi, ένας από τους κυριότερους χρηματοδότες του Μουσείου Instabul Modern που φιλοξενεί την έκθεση «Από το Παραδοσιακό στο Σύγχρονο» και «Ο χρόνος μεταξύ μας», μια συλλογή με έργα φωτογράφων από την Τουρκία, τη Ρωσία και την Ελλάδα. Το Μουσείο Ιnstabul Modern συνεργάζεται με το Μουσείο Μπενάκη.

Ιδιαίτερη δραστηριότητα στον πολιτιστικό τομέα και ειδικότερα σε θέματα αφορώντα την Κοινωνία των Πολιτών αναπτύσσει ο Οσμάν Καβάλα. Από οικογένεια καπνεμπόρων της Καβάλας -εξ ου και το επίθετο- εγκαταστάθηκε στην Τουρκία την περίοδο των μεγάλων ανακατατάξεων στην περιοχή, έχει αναπτύξει σημαντική δραστηριότητα στη Βόρεια Ελλάδα, σε βάση διμερή αλλά και στο πλαίσιο πολυεθνών δραστηριοτήτων στα Βαλκάνια.