Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ύστερα από σιωπή επτά συναπτών χρόνων και την ολοκλήρωση ενός προσωπικού χρέους προς τους αείμνηστους γονείς μου, να συνεχίσω την προσφορά μου σε μια περιοχή που ιδιαίτερα αγάπησα και υπηρέτησα για τριάντα τόσα χρόνια.

Δεν μπορώ παρά, έστω και με κάποια καθυστέρηση, να ανταποκριθώ με το παρόν κείμενο στην πρόσκληση για ανταλλαγή απόψεων γύρω από το επίμαχο θέμα των Ελληνικών στο πολιτειακό και παναυστραλιανό εκπαιδευτικό σύστημα, γιατί με απογοήτευση καταθέτω την πρόσφατη εμπειρία του όσοι δεν είναι “εν ενεργεία”, δεν αντιπροσωπεύουν κάποιον οργανισμό ή οργάνωση, αποσοβούνται και θλιβερά περιθωριοποιούνται στα παροικιακά τεκταινόμενα και τις παροικιακές κινητοποιήσεις.
Σχετικά, λοιπόν, με το θέμα της πρόσφατης κινητοποίησης, σίγουρα θα έλεγε κανείς πως δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Πολύ σωστή η κινητοποίηση. Δεν υπάρχει καμία αντίρρηση στο ότι πρέπει να υποστηριχθεί από όλους μας. Με μια διαφορά όμως.

Ομολογώ ότι η παροικιακή ενημέρωση χωλαίνει φοβερά. Αν κατάλαβα καλά υπήρχαν/υπάρχουν δύο κινήσεις. Και η μία φαίνεται να καπελώθηκε από την άλλη στον παροικιακό Τύπο. Ο μέσος συμπάροικος δεν έχει πάρει είδηση για αυτά τα παροικιακά διαπλεκόμενα.

Και θα ξεκινήσω βάζοντας μερικά πράγματα στη θέση τους. Αν δεν κάνω λάθος και οι δύο στοχεύουν προς την ίδια κατεύθυνση. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί να μην υποστηριχθούν εξίσου και οι δύο, τη στιγμή που απευθύνονται σε δύο διαφορετικά αυστραλιανά κυβερνητικά επίπεδα.

Η μία, και η πρώτη κινητοποίηση, ανταποκρίνεται στην πρόσκληση της Βικτωριανής Πολιτειακής Κυβέρνησης για υπομνήματα σχετικά με προσχέδιο της Στρατηγικής για τη διδασκαλία Γλωσσών στη Πολιτεία της Βικτώριας (Victorian Languages Strategy: Discussion Paper 2009). Μιλάμε για τη διδασκαλία της Ελληνικής στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα της Βικτώριας. Μιλάμε για το πώς θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε να ενισχυθούν και αναπτυχθούν τα Ελληνικά στο δημόσιο σύστημα που στην παρούσα κατάσταση δεινοπαθούν. Μιλάμε για «το νερό που χρειάζεται η αυλή μας» όπως λέει ο λαός. Και το θέμα αυτό παρουσιάστηκε και σχολιάστηκε τόσο υποτονικά και υποβαθμισμένα που δημιούργησε την εντύπωση ότι ήταν ένα δευτερεύον θέμα («Ν.Κ.», 23/3/2010). Το περισσότερο που μπορέσαμε να πούμε ήταν ότι οι προτάσεις που υποβλήθηκαν ήταν «θαρραλέες», όταν δεν ενοχληθήκαμε να κάνουμε μνεία κάποιων άλλων πολύ σημαντικών σημείων του υπομνήματος! Πολύ περισσότερο δε να γνωστοποιηθεί η ιστοσελίδα στην οποία είχε αναρτηθεί και το ότι υπήρχαν περιθώρια και για άλλους οργανισμούς να το υποστηρίξουν είτε με προσθήκες και αλλαγές είτε απλώς προσυπογράφοντάς το.

Πολύ χαρακτηριστικά μού έθεσε το θέμα μία εκπαιδευτικός «χωρίς ημιτελικούς πηγαίνουμε κατευθείαν στους τελικούς!», εννοώντας ότι γρήγορα αντιπαρήλθαμε το Πολιτειακό επίπεδο και τρέχουμε για το Ομοσπονδιακό και το Εθνικό επίπεδο.

Κι ερχόμαστε στην άλλη, τη δεύτερη κινητοποίηση, η οποία ανταποκρίνεται στην Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση της Καμπέρας για την ένταξη της Ελληνικής στο υπό συζήτηση Ενιαίο Πρόγραμμα Σπουδών στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα της Αυστραλίας (Australian Curriculum Assessment and Reporting Authority, LOTE). Το πρώτο υπόμνημα που κατατέθηκε από μέρους της ελληνικής παροικίας στη σχετική επιτροπή («Ν.Κ.», 26-28/2/2010), κατά γενική ομολογία, ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να κατατεθεί σε προχειρότητα και ανευθυνότητα («N.K.», 18/3/2010 & 22/4/2010).

Ύστερα από αυτήν την αποτυχημένη, ανεύθυνη προσπάθεια κάποιων, δόθηκε περισσότερη έμφαση στη δεύτερη κινητοποίηση, με πρωτοβουλία συγκεκριμένου παροικιακού εντύπου, για να καλυφθεί η παραπάνω χοντρή γκάφα. Η ελληνική παροικία κλήθηκε να μαζέψει υπογραφές εκ των ενόντων (από το γκέττο μας), όσες περισσότερες μπορούσε, έστω κι αν δεν είχε ιδέα τι συνεπάγονταν οι υπογραφές της. Οι υπογραφές είναι καλές αλλά άχρηστες, γράμμα κενόν, και η Κυβέρνηση το ξέρει αυτό, αν δεν θα μπορέσουν να μεταφραστούν σε αριθμούς, όταν θα έρθει ώρα. Κατ’ εμέ όποιος από μας έχει υπογράψει ή πρόκειται να υπογράψει, έχει την υποχρέωση και θα πρέπει να είναι σε θέση να πάρει και να οδηγήσει στο δημόσιο σχολείο για Ελληνικά το παιδί του, το τρισ/δισ/εγγονάκι του, το ανιψάκι του, το βαφτιστηράκι του, το γειτονάκι του κ.ά.

Και οι δύο κινήσεις, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να υποστηριχθούν εξίσου και με πολύ περισσότερη προσοχή και ειλικρίνεια. Όσο μεγαλύτερα τα λάθη, τόσο μεγαλύτερη η φαμφάρα. Λάθος παροικιακής τακτικής.

Και για να επανέλθουμε στο θέμα μας, θα ήθελα να τονίσω την αναγκαιότητα ότι, πριν πάρουμε μια τελική θέση, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ορισμένα πράγματα προς αποφυγήν επανάληψης λαθών του παρελθόντος, γιατί δεν είναι η πρώτη φορά που γίνονται τέτοιου είδους κινητοποιήσεις.

Με απογοήτευση είδα και άκουσα παροικιακό δημοσιογράφο να παρουσιάζει στην ERT World την παρούσα κινητοποίηση «αχταρμά» της Μελβούρνης σαν κάτι που για πρώτη φορά γίνεται στα αυστραλιανά δεδομένα και να αποτελεί παράδειγμα προς μίσηση στην υπόλοιπη ελληνική διασπορά, υπεραπλουστεύοντας φοβερά τα πράγματα. Γι’ αυτό και σε επόμενη εκπομπή (16/4/2010) η κ. Julia Gillard παρουσιάστηκε ως Υπουργός Παιδείας της Πολιτείας της Βικτώριας! Διέφυγε, μάλιστα, από το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ να κάνει μνεία του γεγονότος ότι τα Ελληνικά υπάρχουν στο δημόσιο σύστημα εδώ και δεκαετίες, συγκεκριμένα από το 1967 στη μέση εκπαίδευση και από το 1974 στη στοιχειώδη. Όπως του διέφυγε, επίσης, να αναρωτηθεί γιατί επανερχόμαστε στο θέμα αυτό σήμερα, όταν είχαμε κερδίσει τόσο έδαφος στο παρελθόν! Άλλωστε και ο κύριος ομιλητής στο προκείμενο ελλαδικό πρόγραμμα, που δεν ήταν άγνωστος στην ελληνική παροικία των Αντιπόδων, φαινόταν να έχει πλήρη άγνοια του εδώ καθεστώτος, μιας και, κατά τα φαινόμενα, οι φορείς που τον έφερναν εδώ φρόντιζαν να τον ενημερώνουν μόνον για τους εαυτούς τους. Καλύτερα να σταματήσω εδώ και με αυτό το θέμα. Θα πρέπει να ομολογήσω ότι το πιο πρόσφατο ρεπορτάζ στο ίδιο πρόγραμμα (23/4/2010) ήταν κατά πολύ αρτιότερο.

ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ

Μιλώντας πάντα για την Πολιτεία της Βικτώριας, θυμίζω ότι ήταν αποτέλεσμα εντατικών παροικιακών κινητοποιήσεων από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και ’70 το ότι τα Ελληνικά μπήκαν στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης (1974) αλλά και στη μέση (1967) και τη στοιχειώδη (1974) εκπαίδευση, και ο αγώνας συνεχίστηκε με περισσότερες κινητοποιήσεις, ακόμα και με απεργία πείνας των φοιτητών του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης τη δεκαετία του ’80 και με λιγότερη κινητοποίηση τη δεκαετία του ‘90.
Και τα Ελληνικά είχαν συμπεριληφθεί επανειλημμένα στο παρελθόν σε εθνικό επίπεδο (βλ. National Policy on Languages 1987 και Commonwealth Priority Languages Incentive Scheme 1991). Βέβαια, την εποχή εκείνη η διδασκαλία της Ελληνικής βρισκόταν στην ακμή της και οι αριθμοί της άνετα δικαιολογούσαν τις προδιαγραφές για την ένταξή τους σε αυτά τα προγράμματα. Κοινοτικά, απογευματινά, σαββατιανά, δημόσια, VSL, ιδιωτικά κ.ά. ήσαν πλήρεις μαθητών και, τέλος πάντων, η εποχή τα σήκωνε όλα αυτά. Υπήρχε χώρος για όλους όσους ήθελαν να βοηθήσουν. Στο μεταξύ, κάποιοι επένδυσαν στα γερά σε χρόνο και χρήμα στον τομέα της Ελληνομάθειας. Κάποιοι, όπως ήταν φυσικό, έκαναν τη δουλειά τους καλύτερα από κάποιους άλλους και εν καιρώ δημιουργήθηκε ένας υγιής συναγωνισμός που στη συνέχεια όμως μετετράπη σε άγριο ανταγωνισμό με ολέθρια αποτελέσματα.

Θα αναφερθώ σε σχετικό με τα παραπάνω πρόσφατο γεγονός, την αυθάδεια ιδιωτικού εκπαιδευτικού φορέα (βλ. Αφιέρωμα στα σχολεία «Ν.Κ.», 2010) που διαφήμιζε μαθήματά του (ενήλικων, αρχαρίων) σε αίθουσες του Πανεπιστημίου Monash στο Clayton, στις ίδιες αίθουσες που νωρίτερα δίνονταν τα πανεπιστημιακά μαθήματα για τα Ελληνικά. Όλοι γνωρίζουμε ότι γίνεται μια νέα προσπάθεια στο Monash, που χρειάζεται την υποστήριξή μας. Αντί να στείλουμε φοιτητές, προσπαθήσαμε να πάρουμε υποψήφιους από αυτό το ίδρυμα. Προς τι, λοιπόν, αυτός ο αθέμιτος ανταγωνισμός; Το λιγότερο που θα μπορούσα να πω είναι ότι δεν υπάρχει ήθος. Ο πειρασμός είναι μεγάλος για να μην αναφερθώ και σε μια άλλη περίπτωση, πέρυσι αυτή τη φορά, όταν στο Monash δίνονταν από αποσπασμένο εκπαιδευτικό πιλοτικά μαθήματα Ελληνικών, ανοιχτά σε όλους, τον ίδιον καιρό σε απόσταση αναπνοής από το Monash άρχισαν να προσφέρονται μαθήματα για ενήλικες στην Κοινότητα του Oakleigh από άλλον αποσπασμένο. Ανευθυνότητα. Ισοπεδωτικές καταστάσεις. Και η Ελλάδα πληρώνει. «Ελεύθερη αγορά», σού λέει ο άλλος. «Ασυδοσία», κάποιος άλλος. Μα τι, τέλος πάντων, συμβαίνει με μας; Αυτά είναι απαράδεκτα πράγματα. Πώς μπορούμε να πάμε μπροστά έτσι;

Και για να επανέλθω στο θέμα μας, συγκριτικά λοιπόν με τότε, σήμερα ζούμε τελείως διαφορετικές καταστάσεις και τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά στον τομέα της εκπαίδευσης γενικότερα. Έχουμε υπογεννητικότητα, έχουμε μεγάλες δημογραφικές αλλαγές, μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμού, έχουμε διαφορετική ιδεολογική και πολιτική γραμμή, έχει επιβληθεί ένας άτεγκτος ορθολογισμός, και πάνω από όλα υπάρχει οικονομική κρίση. Οι Ανθρωπιστικές Σπουδές πλήττονται άγρια. Περικοπές παντού. Σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, και όχι μόνον στα Ελληνικά. Πανεπιστημιακά τμήματα, κολλέγια, σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είτε κλείνουν είτε συγχωνεύονται, επαναπροσδιορίζονται και αναπροσαρμόζονται σε νέες δομές που αποβλέπουν σε μια πιο συμφέρουσα δημοσιονομική λύση. Τα σχολεία πια επιλέγονται από τους γονείς ανάλογα με το αν μπορούν να έχουν αρκετούς μαθητές για να προσφέρουν τα μαθήματα της επιλογής τους σε επίπεδο VCE. Και σε αυτό το κλίμα τα Ελληνικά μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα.

Ως γνωστόν, τίποτα από τα παραπάνω δεν εμφανίστηκε ξαφνικά. Ήταν χρόνια που υπέβοσκαν τα προβλήματα. Κάποιοι από υπέρμετρο ζήλο τα αγνόησαν τελείως, και άλλοι πίστεψαν ότι θα έφευγαν από μόνα τους τα προβλήματα αυτά, ενώ άλλοι που είχαν συνειδητοποιήσει το άσχημο της κατάστασης άρχισαν να μηχανορραφούν, ραδιουργούν, επιτρέποντας τα ανεπίτρεπτα.

Είναι γεγονός ότι, εξαιτίας όλων των παραπάνω, τα Ελληνικά υπέστησαν μεγάλο πλήγμα. Τα Ελληνικά στο δημόσιο τομέα ήταν τα πρώτα που δέχτηκαν και το μεγαλύτερο το πλήγμα, ιδιαίτερα μάλιστα όταν δεν μπορούσαν να συναγωνιστούν τον ιδιωτικό τομέα που πρόσφερε μαθήματα Ελληνικών με περισσότερη άνεση, πολλές φορές στο ίδιο κτίριο τις απογευματινές ώρες. Κάποτε, μάλιστα, συνέβαινε το εξής παράδοξο, που θα πρέπει κι αυτό να το πούμε, τα ίδια άτομα που δίδασκαν Ελληνικά το πρωί στον δημόσιο τομέα να προσφέρουν απογευματινά μαθήματα εκτός σχολείου στο σχολείο τους ή κάπου εκεί κοντά, εξυπηρετώντας τα ίδια παιδιά τα οποία στο τέλος επέλεγαν τον ένα από τους δύο φορείς, τον ιδιωτικό βέβαια. Ευτυχώς, δεν ήταν πολλές αυτές οι περιπτώσεις. Ήταν αρκετές όμως για να μας προβληματίσουν. Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να δημιουργηθεί ένας υδροκεφαλικός ιδιωτικός φορέας στη Μελβούρνη. Δεν έχει παρά να ρίξει κανείς μια γρήγορη ματιά στα αφιερώματα του «Νέου Κόσμου» στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς.

Η σημαντικότερη παρατήρηση που θα μπορούσε να κάνει κανείς από τα παραπάνω είναι το ότι είναι φανερό ότι οι γονείς, ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια, είτε υποχρεώθηκαν εκ των πραγμάτων είτε εκ πεποιθήσεως, ίσως μη εμπιστευόμενοι το δημόσιο σύστημα κατά τα ελλαδικά πρότυπα, όπου πάντα οργίαζε η παραπαιδεία, προτίμησαν τον ιδιωτικό, ακόμα και τον κοινοτικό φορέα.

Ο ιδιωτικός και κοινοτικός φορέας δεν είναι το πρόβλημα. Προς θεού, σε καμία περίπτωση, κάνοντας τις παραπάνω παρατηρήσεις, δεν μεροληπτώ εναντίον του ενός ή του άλλου φορέα. Το αντίθετο, μάλιστα. Αναγνωρίζω και εκτιμώ την προσφορά τους, ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν υπήρχε ποιότητα και ήθος σε αυτό που έκαναν. Και θα πρέπει να ομολογήσω ότι δεν ήταν και δεν είναι λίγες αυτές οι περιπτώσεις. Γιατί εάν και εφόσον γίνεται σωστή δουλειά από την πλειονότητα των φορέων αυτών και εξυπηρετούν σωστά το επιδιωκόμενο, γιατί να ζητήσουμε αλλαγή της κατάστασης; Οι φορείς αυτοί φάνηκε να είναι οι πιο ανθεκτικοί μέχρι σήμερα για εύλογους λόγους. Είναι ενδιαφέρον, άλλωστε, το γεγονός, που ενδέχεται να διέφυγε της προσοχής των πολλών, ότι στο πρώτο κάλεσμα για την Πολιτειακή κινητοποίηση ανταποκρίθηκαν και παράγοντες του ιδιωτικού τομέα, έστω και πίσω από κάποιους οργανισμούς που απέκρυπταν αυτή τους την ιδιότητα, όπως επίσης και άνθρωποι οι οποίοι υπηρέτησαν σε κάποια φάση της ζωής τους στον ή τον ιδιωτικό, κοινοτικό φορέα.

Και πρώτη σηκώνω το χέρι εγώ και δηλώνω δημόσια ότι, για σύντομο χρονικό διάστημα το 1973, βοήθησα τον αείμνηστο πατέρα Μουτάφη (και μετέπειτα φοιτητή μου στο Πανεπιστήμιο Monash, όπου για λίγο υπηρέτησα) στα κοινοτικά σχολεία του Oakleigh και λίγο αργότερα για ένα χρόνο υπηρέτησα σε ιδιωτικό απογευματινό σχολείο. Δεν είναι αμάρτημα, δείχνει την ανησυχία και το ενδιαφέρον μας. Ο πρώτος μου διορισμός στη δημόσια μέση εκπαίδευση για Ελληνικά ήρθε το 1978 στο Γυμνάσιο του Richmond. Λίγο νωρίτερα, όμως, μού είχε γίνει πρόταση από το Πανεπιστήμιο.

Τα αναφέρω όλα αυτά, χωρίς καμία απαξίωση ή καμιά κακεντρέχεια, απλώς, πιστεύω ότι πρέπει όλοι μας να ανοίξουμε τα χαρτιά μας και να δείξουμε τα πραγματικά πρόσωπά μας, και να αναγνωρίσουμε την δυναμική προσφορά όλων των φορέων και στην προκείμενη περίπτωση του θαλερού ιδιωτικού φορέα, όπως και των κοινοτικών σχολείων και των ημερήσιων δίγλωσσων και VSL, αν θέλουμε να πάμε μπροστά και να επιτύχουμε το επιδιωκόμενο, ιδιαίτερα μάλιστα όταν κάποιοι από αυτούς τους φορείς (βλ. κοινοτικός) προϋπήρχαν κατά μία εκατονταετία!

Θα περίμενε, όμως, κανείς όλοι αυτοί οι φορείς να έχουν: α) σαφή γνώση των ορίων των δυνατοτήτων τους όπως και β) ρητές παραμέτρους δραστηριοτήτων σε τρόπο που να αλληλοσυμπληρώνονται παρά να ανταγωνίζονται. Πολύ περισσότερο μάλιστα, όταν οι κυβερνήσεις και της Ελλάδας και της Αυστραλίας υποστηρίζουν όλους αυτούς τους φορείς και οικονομικά και με άλλους τρόπους, μια τακτική που φοβάμαι ότι, τελικά, μάς κάνει περισσότερτο κακό παρά καλό. Θυμάμαι το συγχωρεμένο τον πατέρα μου, που μού έλεγε ότι οι Αμερικανοί την περίοδο του ελληνικού εμφυλίου πολέμου έριχναν όπλα και στις δύο παρατάξεις! Αυτό που κάνουν λοιπόν και οι δύο κυβερνήσεις είναι να δημιουργούν μεγαλύτερη φαγωμάρα μεταξύ μας και να μας κάνουν “να χάνουμε το δάσος για το δέντρο”. Όσοι με γνωρίζουν, γνωρίζουν πολύ καλά τις θέσεις μου αυτές εδώ και χρόνια. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Ειλικρινά, έχω βαρεθεί να βλέπω σχετικούς και άσχετους να κάνουν τους ειδικούς σε βάρος των Ελληνικών. Κι εδώ ταιριάζει μια άλλη ελληνική παροιμία «στου κασιδιάρη το κεφάλι όλοι μπαρμπέρηδες γίνονται». Φτάνει πια. Θα πρέπει, λοιπόν, να επαναξιολογήσουμε και ζυγίσουμε προσεκτικά όλα τα υπέρ και τα κατά της κάθε μας κίνησης και, ακόμα περισσότερο, κινητοποίησης.
Ο λόγος που έκανα αυτή τη πολύ-πολύ συνοπτική αναφορά στο παρελθόν και στην παρούσα κατάσταση ήταν γιατί ελπίζω να έγινε κατανοητό από τα παραπάνω το ότι, αν οι Έλληνες γονείς για τον άλφα ή βήτα λόγο μάς έδειξαν τις τελευταίες δεκαετίες την προτίμησή τους στον ιδιωτικό ή κοινοτικό τομέα, αναρωτιέται κανείς «προς τι και διατί η προκείμενη κινητοποίηση;».

Και το άλλο ερώτημα είναι το εξής: Αν στεφτεί με επιτυχία η παρούσα κινητοποίηση και ξαναμπούν τα Ελληνικά στα νομοθετικά τεφτέρια των γραφειοκρατών του δημόσιου τομέα, θα υπάρχουν τα πρακτικά κίνητρα για τους γονείς να τα προτιμήσουν; Σε τελευταία ανάλυση, δεν έχει καμία σημασία τι θέλω εγώ, τι θέλεις εσύ ή τι θέλει κάποιος τρίτος, όταν δεν μπορούμε να μεταφράσουμε την επιθυμία μας αυτή σε αριθμό παιδιών που θα πάρουν το μάθημα, όταν προσφερθεί και στο σχολείο τους. Υπάρχει κανένας που πραγματικά πιστεύει ότι κάποιος/κάποιοι από τους άλλους φορείς θα υποχωρήσει/ουν, θα παραιτηθεί/ούν προς χάρη του δημόσιου φορέα, για να μεγαλώσουν οι αριθμοί στο δημόσιο τομέα; Όχι βέβαια. Όλοι θέλουν να έχουν μερίδιο, κάποιοι το μερίδιο του λέοντα, για την προσφορά τους στην Ελληνομάθεια. Υποψιάζομαι, λοιπόν, ότι αυτός είναι και ο πραγματικός λόγος που δόθηκε προτεραιότητα στην κινητοποίηση για το Ομοσπονδιακό παρά για το Πολιτειακό επίπεδο από τα παροικιακά μέσα ενημέρωσης. Μετακινώντας το κέντρο βάρους «έξω από την αυλή μας», αποπροσανατολίζουμε τον προβληματισμό και, ταυτόχρονα, φαινόμαστε ότι ενδιαφερόμαστε. «Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια»,λέει ο λαός.

Και επαναλαμβάνω το παραπάνω ερώτημά μου κάπως διαφορετικά: Τι το διαφορετικό θα υπάρχει αυτή τη φορά που δεν υπήρχε τις προηγούμενες φορές; Από ό,τι τουλάχιστον γνωρίζω η κυβέρνηση δεν έχει δώσει ακόμη στη δημοσιότητα λεπτομέρειες σχετικά με το τι ακριβώς έχει υπόψη της αυτή τη φορά και πια θα είναι τα κριτήρια που θα εφαρμόσει για την επιλογή. Συνήθως εφαρμόζεται ένα κράμα κριτηρίων που επιτρέπει να συμπεριληφθούν οι λεγόμενες «ακαδημαϊκές» γλώσσες, από τη μια, και ένας αριθμός εθνοτικών γλωσσών, από την άλλη, και σε αυτή τη φάση φαίνεται να ευνοούνται οι ασιατικές γλώσσες για εύλογους λόγους.
Το σπουδαιότερο, όμως, είναι ότι δεν βλέπω εμείς να προτείνουμε κάτι που θα μπορούσε να εγγυηθεί αλλαγή και πολύ περισσότερο να ανατρέψει τα προηγούμενα δεδομένα, τώρα μάλιστα που οι γονείς έχουν περισσότερες επιλογές, με ημερήσια ελληνικά κολλέγια, πολύγλωσσους οργανισμούς, ακόμα και με κοινοτικούς οργανισμούς ενισχυμένους με αποσπασμένους εκπαιδευτικούς εξ Ελλάδος κτλ. κτλ. Γιατί, σε αυτή την περίπτωση, αντιλαμβάνεται κανείς το άτοπο της κίνησης και της κινητοποίησης. Αναμφισβήτητο γεγονός είναι ότι αν δεν υπάρξουν και πάλι ικανοποιητικοί αριθμοί θα τα ξανακόψουν, τη στιγμή μάλιστα που γνωρίζει πια κανείς, ότι ήταν η έλλειψη αριθμών ή οι πολύ χαμηλοί αριθμοί (το δείχνουν οι στατιστικές) που δεν επέτρεψαν στους γραφειοκράτες με την ορθολογιστική γραμμή να συμπεριλάβουν τα Ελληνικά στις εφτά/οκτώ γλώσσες που είναι να επιλεγούν. Οπότε, ας μην ξεχνάμε ότι τα Ελληνικά ήδη υπάρχουν στο δημόσιο σύστημα από το 1967, μόνον που έχουν αφεθεί στο έλεος των αριθμών των μαθητών τους.

Υποψιάζομαι, λοιπόν, ότι αυτό που η παρούσα κινητοποίηση ζητά είναι να ενισχυθούν και υποστηριχθούν περισσότερο, για άλλη μια φορά, τα Ελληνικά από την κυβέρνηση με το να ενταχθούν στις γλώσσες προτεραιότητας σε παναυστραλιανό επίπεδο. Αυτό, όμως, δεν είναι από μόνο του αρκετό. Εάν οι γονείς δεν τα υποστηρίξουν στέλνοντας το παιδί τους για Ελληνικά στο δημόσιο σχολείο, ύστερα από κάποια χρόνια θα βρεθούμε και πάλι στο σημείο μηδέν. Επαναλαμβάνω για πολλαπλή φορά, αν ο κύβος έχει ήδη ριχτεί, οι γονείς έχουν προτιμήσει τους παροικιακούς φορείς για την Ελληνομάθεια των παιδιών τους, προς τι οι ανά χείρας κινητοποιήσεις. Το ιστορικό παρελθόν έχει δείξει ότι σύντομα θα έχουμε “μία από τα ίδια”.

Κάτι άλλο που θα πρέπει επίσης να πούμε εδώ είναι το γεγονός ότι το άτομο, ο άνθρωπος που τοποθετείται στην όποια θέση, καταξιώνει τη θέση και ποτέ το αντίθετο. Και άτομα με πεποιθήσεις και ζήλο βρέθηκαν σε όλους τους φορείς συμπεριλαμβανομένου και του δημόσιου φορέα. Στα δημόσια αυτά πόστα τέτοια άτομα έπαιξαν πάντα πολύ σημαντικό ρόλο στη διατήρηση ή μη της διδασκαλίας των Ελληνικών στο κεντρικό σύστημα. Αναφέρω ενδεικτικά την περίπτωση του Δημοτικού Σχολείου του Lalor North (Lalor North Primary School), όπου λειτουργεί εδώ και χρόνια τώρα (συγκεκριμένα από το 1978) δίγλωσσο πρόγραμμα Ελληνικών. Πρόκειται για μια εξαιρετική προσπάθεια και ένα αξιόλογο έργο που αθόρυβα επιτελέστηκε από τον Jim Polites και τους συνεργάτες του. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι πολύ περισσότερα τα άτομα και δεν τολμώ να τα απαριθμήσω, φοβούμενη μην παραλείψω κανέναν, γνωρίζοντας τις αντίξοες συνθήκες που αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν στο χώρο τους. Όλοι τους είναι αξιέπαινοι για το σπουδαίο έργο που αθόρυβα επιτελούν. Άξιος ο μισθός τους.

Από τις μέχρι τώρα δημοσιεύσεις που έχω υπόψη μου, εκτός από μια-δυο  εξαιρέσεις, δεν έχω δει τίποτα που να απαντάει στους παραπάνω θεμιτούς προβληματισμούς μου, εκτός βέβαια από το γεγονός ότι μας θίγει και μας προσβάλει ως παροικία και πολυπληθή μειονότητα (πέμπτη! πια στη σειρά κατά την τελευταία απογραφή) το γεγονός ότι λείπει η γλώσσα μας από την τελευταία γραφειοκρατική επιλογή. Μια γλώσσα με τόση μακραίωνη ιστορία και μια γλώσσα που μιλιέται από τόσους και τόσους εντός και εκτός Ελλάδος, επαγγελματίες και μη κτλ. κτλ. Επιχειρήματα που δεν πείθουν πια και δεν έχουν καμιά θέση στις σύγχρονες ορθολογιστικές πρακτικές.

*Η κ. Άννα Χατζηνικολάου υπηρέτησε αρχικά ως βοηθός και αργότερα ως λέκτορας και συντονίστρια του Προγράμματος Νεοελληνικών όπως και επίτιμη συνεργάτις για κοντά μία τριακονταετία στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης (1977-2005), συνέβαλε ενεργά στην εδραίωση των Ελληνικών στο Πανεπιστήμιο του Monash τη 10ετία του ’80 όπως και στο Πανεπιστήμιο του La Trobe (1983-1986  & 1998-2003), όπου το 1986 είχε δημιουργήσει τον πρώτο ανεξάρτητο πυρήνα Ελληνικών Σπουδών στη Βικτώρια (Greek Studies Unit), του οποίου υπήρξε και η πρώτη προεδρεύουσα.