Ήταν μία όαση στην εθνική μας ερημιά, το μίνι φεστιβάλ ντοκιμαντέρ που οργάνωσε η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτώριας το Σαββατοκύριακο που πέρασε. Την χάρηκαν λίγοι, αλλά όσοι πήγαν, σίγουρα έφυγαν με τις καλύτερες των εντυπώσεων.

 Το timing του μίνι φεστιβάλ, ήταν τέλειο. Μπράβο στους διοργανωτές. Δεν ξέρω αν διοργανώθηκε με στόχο να θυμίσει σε όλους μας ότι οι νεοέλληνες μπορούν να κάνουν θαύματα αν θέλουν και ότι δεν είναι όλοι…  «κλέφτες» όπως συχνά πυκνά ακούω από χίλια μύρια στόματα τις τελευταίες μέρες. Δεν έχει σημασία. Το μήνυμα, όμως, που ζωγραφιζόταν στην μεγάλη οθόνη με εικόνες από την σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας, ήταν αυτό. Υπάρχει ελπίδα, υπάρχει ακόμα φιλότιμο, όσο και αν αυτό ακούγεται ουτοπιστικό στα αυτιά της πλειοψηφίας, αυτή τη στιγμή.

Τα έξι ντοκιμαντέρ-προσωπογραφίες που προβλήθηκαν συνόδευσε στην Αυστραλία ο δημιουργός τους και πολυβραβευμένος σκηνοθέτης, Δημήτρης Αναγνωστόπουλος. Η παραγωγή χρηματοδοτήθηκε και παρουσιάστηκε στο History Channel της Ευρώπης και τα ντοκιμαντέρ πραγματεύονται τη ζωή έξι επιφανών Ελλήνων. Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, η Μελίνα Μερκούρη, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μιχάλης Κακογιάννης και ο Ανδρέας Παπανδρέου, είναι οι προσωπικότητες με τις οποίες ασχολήθηκε ο Δημήτρης Αναγνωστόπουλος και, όπως είπε στο «Νέο Κόσμο», ο στόχος του δεν ήταν να κάνει «τις αγιογραφίες τους», αλλά να διερευνήσει την έννοια της Ελληνικότητας και να την παρουσιάσει στο ευρωπαϊκό κοινό.

«Το History Channel είχε άλλο στόχο», λέει ο κ. Αναγνωστόπουλος, τον οποίο πλησίασε το κανάλι πριν από περίπου πέντε χρόνια. «Δεν τους ενδιέφερε ιστορικά αυτή η παραγωγή. Η αναγνωρισιμότητα των Ελλήνων αυτών από το ευρωπαϊκό κοινό τους ενδιέφερε. Αυτό που ήθελα εγώ ήταν να προβληθεί η Ελλάδα», μας λέει.
Τη σειρά παρακολούθησαν από τη συχνότητα του «History Channel», σε όλη την Ευρώπη,  περίπου 10 εκατομμύρια τηλεθεατές.

Το σενάριο των ντοκιμαντέρ το έγραψε ο γνωστός δημοσιογράφος των «London Times», John Carr, ο οποίος τα τελευταία 10 σχεδόν χρόνια μένει μόνιμα στην Ελλάδα. Η έρευνα εξονυχιστική και τα στοιχεία που παρουσιάζονται σε αυτά, ιστορικοί θησαυροί.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΜΕΤ’ ΕΜΠΟΔΙΩΝ
 
Ο Δημήτρης Αναγνωστόπουλος ήταν και παραμένει από τους πλέον γνωστούς κινηματογραφιστές ντοκιμαντέρ στην Ελλάδα. Η αγάπη του για τον κινηματογράφο ξεκίνησε από τα παιδικά του χρόνια όταν «έμπαινα στο καμαράκι του προβολέα κάθε βράδυ στους σινεμάδες του Αιγίου. Ο πατέρας μου αγαπούσε τον κινηματογράφο και δύο-τρεις φορές την εβδομάδα, πήγαινε σινεμά. Εγώ πάντα κοντά του, αλλά όχι στην αίθουσα του κοινού. Στο καμαράκι του προβολέα την έβγαζα», λέει ο Δημήτρης.

Αφήνει την Ελλάδα το 1973 για την Βοστώνη και το Λος Άντζελες, όπου και σπουδάζει έως το 1981, Σκηνοθεσία.
Η νοσταλγία των φέρνει πίσω στην πατρίδα του το 1982 και είναι ο πρώτος κινηματογραφιστής που «σκύβει» με ενδιαφέρον στην ελληνική φύση και παράγει σειρά ντοκιμαντέρ με θέμα την άγρια ελληνική φύση για λογαριασμό της ΕΡΤ. Την ίδια στιγμή, εισάγει στην Ελλάδα νέες προοπτικές και οπτικές στην κινηματογράφηση ντοκιμαντέρ.

Στο ιστορικό του δύο πρώτα βραβεία και άπειροι έπαινοι. Το πρώτο του βραβείο το κέρδισε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1989 για το ντοκιμαντέρ του «Greece, Land of the Sun» και το δεύτερο  στο Φεστιβάλ ECOCINEMA το 2004 για το ντοκιμαντέρ «Divers of The Blue».

«Αυτή η δουλειά μου ήταν από τις πιο δύσκολες, αλλά και η πιο προκλητική», μου λέει, μιλώντας για την σειρά ντοκιμαντέρ «Σύγχρονοι Έλληνες». «Ήταν μια παραγωγή που κράτησε ένα χρόνο, με περισσότερες από 60 ημέρες γυρίσματα και 120 συνεντεύξεις, από τις οποίες προέκυψαν 250 ώρες κινηματογραφικού υλικού και χρειάστηκαν περισσότερες από 1200 ώρες για την τεχνική επεξεργασία», ενώ προσθέτει ότι οι μεγαλύτερες δυσκολίες ήρθαν από το περιβάλλον των «ηρώων» του, ιδιαίτερα των πολιτικών, που έκαναν την όλη παραγωγή έναν Γολγοθά.

«Όταν κάνεις ντοκιμαντέρ για το History Channel, δεν το κάνεις για να ικανοποιήσεις την οικογένεια ή τους φίλους κανενός και αυτό έκανε τις οικογένειες των ‘θεμάτων’ μου ιδιαίτερα δύσπιστες και δύσκολες. Τα γυρίσματα για την παραγωγή των έξι ντοκιμαντέρ έγιναν σε Ελλάδα, Γαλλία, Αγγλία και Αλεξάνδρεια και χρειάστηκε πάνω από ένας χρόνος δουλειάς, αλλά το αποτέλεσμα άξιζε κάθε δευτερόλεπτο», λέει ο κ. Αναγνωστόπουλος. Τα ντοκιμαντέρ ήταν άψογα.  Για τον κινηματογραφιστή, Δημήτρη Αναγνωστόπουλο, που μου εξιστορεί τις πιο εντυπωσιακές στιγμές της δημιουργίας του, ήταν εμπειρία ζωής.

«Θέλω να ξεχάσω τις δυσκολίες. Τις προσπερνώ και σταματώ σε εμπειρίες ζωής όπως αυτή κατά την διάρκεια της συνέντευξης του Μίκη Θεοδωράκη. Η συνέντευξη αυτή ήταν αδύνατη, μου τον έκρυβαν από την αρχή. Μου τον κρύβει η κόρη του, μου τον κρύβει η γραμματέας του, εγώ εκλιπαρώ. Έχει μεγάλα προβλήματα υγείας και δεν μπορεί. Αλλά δεν κάνεις ντοκιμαντέρ για τον Μίκη χωρίς να έχεις τον Μίκη. Κάνω όλα τα γυρίσματα και περιμένω τον Μίκη. Βασικά, ελπίζω ότι θα μιλήσει και περιμένω. Ακόμα και την αγαπημένη του τραγουδίστρια την Φαραντούρη, που δεν έχει μιλήσει πουθενά, έπεισα να μιλήσει, αλλά ο Μίκης πουθενά. Ξαφνικά, μία μέρα με παίρνουν τηλέφωνο από το περιβάλλον του και μου λένε…  ‘ελάτε τώρα να κάνετε το γύρισμα. Τώρα’. Φτάνω με ένα συνεργείο στο σπίτι του Μίκη και βλέπω ένα Μίκη σαν ένα μωρό, ροδαλό, φρέσκο να μπαίνει στο αγαπημένο του δωμάτιο με το πιάνο του και να κάθετε χαμογελαστός μπροστά μας. Του δίνω τις ερωτήσεις, μιλάμε για πάνω από 30 ερωτήσεις και  συμβαίνει το εξής εκπληκτικό. Ο Μίκης κοιτά τις ερωτήσεις για δέκα δευτερόλεπτα και αρχίζει και μιλά και τελείωνε μόνο όταν τελείωνε το tape. Έξι ταινίες, τρεις ώρες μιλούσε ο Μίκης. Απάντησε όλες τις ερωτήσεις χωρίς καν να τις ξανακοιτάξει. Όταν τελείωνε το tape μας έπαιρνε κανένα τέταρτο να το αλλάξουμε. Ε, λοιπόν, ο Μίκης δεν χρειαζόταν υπενθυμίσεις. Από εκεί που έβαζε κόμμα στο τέλος της μίας ταινίας, συνέχιζε στην επόμενη ταινία. Ιδιοφυΐα».

Επιγραμματικά να αναφέρουμε ότι η συνέντευξη του Ζυλ Ντασέν που παρουσιάζεται στο ντοκιμαντέρ για την Μελίνα Μερκούρη, είναι η δεύτερη συνέντευξη που έδωσε ποτέ ο Ντασέν στη ζωή του για τη Μελίνα και η τελευταία του. Έφυγε από τη ζωή δέκα μέρες μετά από αυτή τη συνέντευξη. «Ήταν η πλέον συγκινητική στιγμή για όλο το συνεργείο αυτή. Η γραμματέας του μας είπε πως μπορούσε να μιλήσει μόνο για 15 λεπτά, μίλησε για 45 λεπτά και με μεγάλη προσπάθεια αφού δε μπορούσε να αναπνεύσει χωρίς την μπουκάλα του οξυγόνου. Μας συγκίνησε η αξιοπρέπεια και η φιλικότητα αυτού του ανθρώπου απέναντι σε όλους μας, σε όλο το συνεργείο. Όταν τελείωσε το γύρισμα είχαμε όλοι βουρκώσει».

ΟΙ «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ

«Αν σου ζητούσαν να κάνεις μία σειρά ντοκιμαντέρ για τους σημερινούς επιφανείς Έλληνες ποιους θα επέλεγες;» τον ρωτάω.
«Ίσως θα παρεξηγηθώ με την απάντησή μου, αλλά λίγο με νοιάζει. Δεν είναι όλοι οι Έλληνες κλέφτες, αλλά την ελληνικότητα και την Ελλάδα δεν την εκπροσωπούν για μένα οι Έλληνες της σημερινής Ελλάδας. Θα έκανα μία σειρά ντοκιμαντέρ για τους Έλληνες της διασποράς για να τα δείξω στους Έλληνες της Ελλάδας. Αυτό πιστεύω ότι είναι αναγκαίο σήμερα για τους Έλληνες της χώρας μας. Γιατί επικρατεί ένα τέλμα στην Ελλάδα από κάθε άποψη. Τέλμα κοινωνικό, τέλμα ηθικό, τέλμα καλλιτεχνικό».
Ο Δημήτρης στρέφεται στον χώρο του ελληνικού κινηματογράφου που, σύμφωνα με την δική του άποψη, είναι ανύπαρκτος σήμερα και αυτή του η άποψη είναι που τον έχει κρατήσει όπως λέει μακριά από παραγωγές ταινιών.

«Δεν υπάρχουν σενάρια σήμερα στην Ελλάδα και από εκεί αρχίζει και το τέλμα στον χώρο του ελληνικού κινηματογράφου. Για μένα κάνεις μία ταινία για να πεις μία πραγματική ιστορία, δεν κάνεις ταινία για να μιλήσεις για τα προσωπικά σου οράματα και άλλα τέτοια. Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος ήταν και παραμένει διαχρονικός γιατί τα σενάρια ήταν ιστορίες καθημερινές ανθρώπινες και όχι λόγια του αέρα», λέει.
Στο πέρασμά του από την Μελβούρνη, ο ρόλος του δεν ήταν μόνο αυτός του συνοδού των ντοκιμαντέρ του. Συναντήθηκε με ομογενείς σκηνοθέτες προκειμένου να ανοίξει άλλους ορίζοντες, άλλα ερεθίσματα δημιουργίας.

Όπως χαρακτηριστικά μου επανέλαβε. «Ετοιμάζω πρόταση για σειρά ντοκιμαντέρ με ήρωες τους ομογενείς μας και την δυναμική τους παρουσία στον κόσμο. Σαν κινηματογραφιστής πιστεύω ότι αυτή θα είναι και η πολυτιμότερη δική μου προσφορά στην Ελλάδα του σήμερα. Μία όαση στην εθνική μας ερημιά που έχει αγριέψει επικίνδυνα τον ψυχισμό του σημερινού νεοέλληνα».

Επιγραμματικά, να αναφέρω ότι  το μίνι φεστιβάλ ντοκιμαντέρ ήταν στα πλαίσια των εκδηλώσεων του Φεστιβάλ «Αντίποδες 2010». Όσοι παρακολούθησαν τα ντοκιμαντέρ, είχαν την ευκαιρία να ακούσουν τον ίδιο τον σκηνοθέτη, Δημήτρη Αναγνωστόπουλο να παρουσιάζει τα ντοκιμαντέρ του.
Από την πλευρά τους οι συμπρόεδροι του Φεστιβάλ «Αντίποδες», Τάμμυ Ηλιού και Λεωνίδας Βλαχάκης, υποσχέθηκαν ότι θα καταβληθούν προσπάθειες να συμπεριληφθούν στα μελλοντικά προγράμματα του Φεστιβάλ και άλλα ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Αναγνωστόπουλου.
Τα ντοκιμαντέρ παρουσιάσθηκαν σε πέντε προβολές στο θέατρο της Βιβλιοθήκης της Βικτώρια.