Από τη στήλη αυτή αναφέρθηκα στην αναγκαιότητα για την ένταξη της ελληνικής γλώσσας στο Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών (11 Μαρτίου), και στα μέτρα που πρέπει να λάβουμε για την επιλογή της από διάφορα δημόσια σχολεία, εν όψει της αναμενόμενης επιτυχούς έκβασης των εισηγήσεων και προσεγγίσεών μας στο Ομοσπονδιακό και Πολιτειακό επίπεδο (20 Μαΐου).

Οπωσδήποτε πρέπει να καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή. Από τη μια, ιστορικοί, εκπαιδευτικοί και πολιτιστικοί λόγοι συνηγορούν για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας σε δημόσια σχολεία της Αυστραλίας. Από την άλλη, η δυναμική παρουσία της ομογένειας, και η συμμετοχή της σε όλες τις εκφάνσεις της ευρύτερης κοινωνίας της Αυστραλίας, καθιστούν επιτακτική την ένταξη της γλώσσας μας στον κορμό των γλωσσών που θα διδάσκονται στα σχολεία της.

Εκτός από την ιταλική, και ίσως την γερμανική, καμιά άλλη από τις προτεινόμενες γλώσσες δεν ικανοποιεί τις δύο αυτές προϋποθέσεις στον ίδιο βαθμό, για να κριθεί ως γλώσσα προτεραιότητας, όπως έχει γίνει με τις ασιατικές γλώσσες, ιδιαίτερα την κινεζική και την ιαπωνική.
Το επιχείρημα ότι η κινεζική και η ιαπωνική είναι γλώσσες εμπορίου είναι πολύ σαθρό για να δικαιολογήσει από μόνο του τη διδασκαλία τους στα δημόσια σχολεία, εν όψει του γεγονότος ότι ως γλώσσα του εμπορίου έχει καθιερωθεί η αγγλική από δεκαετίες τώρα.

Για την κινεζική μπορούμε να πούμε πως καθίσταται και παροικιακή γλώσσα, με την εισροή μεγάλου αριθμού Κινέζων μεταναστών τα τελευταία χρόνια, και ως εκ τούτου έχει αξιώσεις για τη διδασκαλία της σε δημόσια σχολεία. Για την ιαπωνική αυτό δεν ισχύει, γιατί δεν υπάρχει ιαπωνική παροικία στην Αυστραλία.
Δεν πρέπει όμως να μας διαφύγει το γεγονός ότι η έλλειψη αλφαβήτου καθιστά την εκμάθηση της κινεζικής και της ιαπωνικής ιδιαίτερα δύσκολη, ιδιαίτερα για μαθητές άλλων εθνοτήτων.

Σύμφωνα με τους ειδικούς γλωσσολόγους, χιλιάδες ώρες διδασκαλίας απαιτούνται για να είναι οι μαθητές σε θέση να επικοινωνήσουν, έστω και σε στοιχειώδες επίπεδο, στην κινεζική και στην ιαπωνική, σε σύγκριση με λίγες εκατοντάδες ώρες για τις ευρωπαϊκές γλώσσες.
Η κινεζική γλώσσα δεν έχει γράμματα, αλλά ιδεογράμματα (σύμβολα που αντιπροσωπεύουν μια έννοια, και όχι μια συλλαβή ή φθόγγο). Αυτά ανέρχονται σε 47.000 συνολικά!

Για να συνεννοηθεί κανείς με έναν Κινέζο σε καθημερινό επίπεδο χρειάζεται να μάθει περίπου 800 ιδεογράμματα. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, ακόμα και Κινέζοι με ανώτερη μόρφωση κατέχουν μόλις 5.000 ιδεογράμματα (από το σύνολο των 47.000).

Από τα παραπάνω προκύπτει πως αποτελεί ματαιοπονία η διδασκαλία της κινεζικής, και της ιαπωνικής για παρόμοιους λόγους, σε μαθητές μη κινεζικής και ιαπωνικής καταγωγής. Ιδιαίτερα όταν οι ώρες διδασκαλίας δεν υπερβαίνουν τις δύο με τρεις την εβδομάδα. Ο χαρακτηρισμός τους ως γλώσσες εμπορίου δεν σημαίνει πως, οι μαθητές που τις διδάσκονται στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, θα γίνουν χρήστες τους σε βαθμό που να μπορούν να τις χρησιμοποιούν για εμπορικές συναλλαγές.
 
ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Μέχρι πριν λίγα χρόνια, τα προγράμματα Ελληνικών Σπουδών στο επίπεδο της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης περιορίζονταν, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, κυρίως στη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας.

Η ιστορία δεν διδασκόταν, ή όταν διδασκόταν, αυτό γινόταν περιστασιακά, χωρίς συνοχή και εμβάθυνση. Τρεις θα έλεγα πως ήταν οι κύριοι λόγοι για την πλημμελή αυτή προσέγγιση: η ακαταλληλότητα των σχολικών βιβλίων, η ελλιπής κατάρτιση πολλών εκπαιδευτικών, και ο περιορισμένος χρόνος.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, τα μόνα βιβλία ιστορίας που τα σχολεία είχαν στη διάθεσή τους ήταν εκείνα του Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, που αποστέλλονταν από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΥΕΠΘ).

Για τους εδώ μαθητές, τα βιβλία εκείνα δεν ήταν βατά από γλωσσικής πλευράς, και από πλευράς περιεχομένου η κάλυψη των ιστορικών γεγονότων ήταν πολύ εκτενής και αναλυτική, για να καλυφθούν στα χρονικά πλαίσια των ελληνικών προγραμμάτων. Η εύκολη λύση, για την πλειονότητα των σχολείων, ήταν να μην διδάσκεται η ιστορία ως συγκεκριμένο μάθημα.

Για παρόμοιους λόγους, ούτε σημαντικές πτυχές του ελληνικού πολιτισμού δεν καλύπτονταν από τα σχολικά προγράμματα.
Η κατάσταση βελτιώθηκε σημαντικά με την έκδοση το 1997 του πρώτου τόμου «Ελληνικός Πολιτισμός», που καλύπτει συνοπτικά την ελληνική ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό κατά την αρχαιότητα, και του δεύτερου τόμου (2002), που καλύπτει την περίοδο από τα βυζαντινά χρόνια μέχρι την μεταπολεμική περίοδο.
Ο συνοπτικός τρόπος κάλυψης των θεμάτων, η απλή γλώσσα, και οι πολλές , και μάλιστα έγχρωμες φωτογραφίες, καθιστούν αυτά τα βιβλία κατάλληλα εγχειρίδια για τις εδώ συνθήκες. Ο πρώτος τόμος μάλιστα, με τις λεζάντες των φωτογραφιών στην αγγλική γλώσσα, που ουσιαστικά αποτελούν περίληψη των κειμένων, δίνει στους μαθητές των εδώ σχολείων τη δυνατότητα να παρακολουθούν με άνεση το διδασκόμενο μάθημα. Κρίμα που η μεθοδολογία αυτή δεν συνεχίσθηκε και στον δεύτερο τόμο.

Πιο πρόσφατα, κυκλοφορούν βιβλία του Εργαστηρίου Διαπολιτισμικών και Μεταναστευτικών Μελετών του Πανεπιστημίου Κρήτης, όπως «Η Ελλάδα στον Νεότερο και Σύγχρονο Κόσμο» (2007). Τα βιβλία αυτά γράφονται από εξειδικευμένους εκπαιδευτικούς, με γνώμονα τις ανάγκες των παιδιών της Ελληνικής Διασποράς, και ως εκ τούτου καλύπτουν ένα μεγάλο κενό στους χώρους της ιστορίας και του πολιτισμού.

ΑΣ ΔΩΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΓΙΑ ΕΠΑΝΑΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥΣ

Αποτέλεσμα των συγκυριών που επικράτησαν μέχρι τα μέσα του 1990 ήταν ότι, από εκείνους που παρακολούθησαν προγράμματα Ελληνικών Σπουδών σε ομογενειακά ή δημόσια σχολεία κατά την περίοδο εκείνη, ένα μεγάλο ποσοστό γνωρίζει ελάχιστα για την ελληνική ιστορία, στις διάφορες φάσεις της, για τον ελληνικό πολιτισμό, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί διαχρονικά στις πολλαπλές του εκφάνσεις, και για τα σύγχρονα εθνικά θέματα.

Τα μέλη αυτά της παροικίας μας συμβαίνει να είναι σήμερα γονείς, πολλοί από τους οποίους στέλνουν τα παιδιά τους στα ελληνικά σχολεία. Σίγουρα το ενδιαφέρον τους για την ελληνομάθεια των παιδιών τους, και η ικανότητά τους να τα βοηθήσουν, θα ενισχυόταν σημαντικά αν και οι ίδιοι είχαν τις απαραίτητες γνώσεις.
Αλλά και αυτοί θα είχαν την τάση να γίνουν πιο ενεργά μέλη της παροικίας μας, και στις επαφές τους με άλλους Αυστραλούς συμπολίτες τους θα ήταν σε καλύτερη θέση να υπεραμυνθούν τα εθνικά μας θέματα, αν ήταν επαρκώς ενημερωμένοι επί αυτών.

Αυτές τις σκέψεις εξέφρασα στον Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας, κ. Χρήστο Σαλαμάνη, σε κάποιες συναντήσεις μας. Με το ενδιαφέρον του για τα παροικιακά – η Βιβλιοθήκη Ομογενειακού Βιβλίου που στεγάζεται στο Γενικό Προξενείο αποτελεί έμπρακτη ένδειξη αυτού του ενδιαφέροντος – ο κ. Σαλαμάνης με παρότρυνε να εκπονήσω ένα προσχέδιο για ένα πρόγραμμα ελληνομάθειας για ενήλικες, πράγμα που έπραξα.

Το πρόγραμμα στοχεύει σε ενήλικες ομογενείς που νιώθουν την ανάγκη να εντρυφήσουν σε θέματα ελληνικής ιστορίας και ελληνικού πολιτισμού, έτσι που να αποκτήσουν μια πιο συγκεκριμένη εικόνα του Ελληνισμού στην ιστορική του πορεία, αλλά και για τα πολιτιστικά του επιτεύγματα.
Σε αυτήν τη φάση, το πρόγραμμα θα προσφέρεται μια φορά την εβδομάδα, η παρακολούθηση θα είναι δωρεάν, και αυτοί που θα διδάσκουν δεν θα πληρώνονται.
Με τη διαμεσολάβηση της κ. Μαρίας Ηροδότου, υπεύθυνης του Προγράμματος Ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο La Trobe, με την οποία επικοινώνησα πέρσι, το πανεπιστήμιο μάς παραχωρεί αίθουσα διδασκαλίας στο παράρτημά του στο Franklin St., Μελβούρνη, δίπλα στην Victoria Market.

Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτωρίας, κ. Βασίλης Παπαστεργιάδης, με τον οποίο μίλησα για το εν λόγω πρόγραμμα, έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον. Πριν από λίγες εβδομάδες με κάλεσε να παραστώ σε συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου, για να εισηγηθώ όπως το Πρόγραμμα Ελληνομάθειας τεθεί υπό την αιγίδα της Κοινότητας.

Πράγματι, η πρόταση έγινε ομόφωνα δεκτή από το Διοικητικό Συμβούλιο. Εναπομένει ο διακανονισμός μεταξύ της Ελληνικής Κοινότητας και του Προγράμματος Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου La Trobe, για τη μορφή που θα πάρει η συνεργασία μεταξύ τους για την κηδεμονία και την επίβλεψη του Προγράμματος Ελληνομάθειας.

Με τον κ. Θεόδωρο Μάρκο, μέλος του Δ.Σ. της Κοινότητας, δεσμευθήκαμε να καλέσουμε σε συνάντηση ομογενείς που θα ενδιαφέρονταν να διδάξουν στο εν λόγω πρόγραμμα, με προοπτική η τάξη να αρχίσει τη λειτουργία της τον Σεπτέμβριο. Οι παραδόσεις θα γίνονται μια βραδιά την εβδομάδα, πιθανόν από τις 7.00 μέχρι τις  9.00 μ.μ.

Την ερχόμενη εβδομάδα θα αναφερθώ πιο εκτενώς στη δομή του Προγράμματος Ελληνομάθειας, και στη δυνατότητα διεύρυνσής του σε Ανοικτό Πανεπιστήμιο.