Οι επαγγελματίες πολιτικοί δεν διαφέρουν από τους μονομάχους της αρχαίας Ρώμης. Ενόσω  υπερισχύουν του αντιπάλου τους, ο όχλος τους ζητωκραυγάζει και τους αποθεώνει. Μόλις όμως δείξουν τα πρώτα σημάδια κόπωσης, και στα μάτια τους αντιφεγγίζει η ήττα, ο όχλος δεν διστάζει να δώσει με τον αντίχειρα το σημάδι για την εξόντωση τους. Και ας του πρόσφεραν μέχρι τότε «άρτον και θεάματα».

Και η πολιτική συχνά αποδεικνύεται παιχνίδι χωρίς κανόνες. Στις εκλογές τα πολιτικά κόμματα κατέρχονται με τον συγκεκριμένο ηγέτης τους, ο οποίος αυτομάτως αναδεικνύεται πρωθυπουργός όταν το κόμμα του πάρει την απαραίτητη πλειοψηφία.

Στα πολιτικά συστήματα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Αυστραλίας, οι πολίτες συνήθως ψηφίζουν για ένα συγκεκριμένο κόμμα, ή πολιτικό συνασπισμό, με γνώμονα τον ηγέτη του. Για το λόγο αυτό, εξάλλου, τα κόμματα επιλέγουν τον ηγέτη που κατά την εκτίμησή τους είναι ο πιο λαοφιλής, και θα έχει τις περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει τις εκλογές.

Με άλλα λόγια, τα πολιτικά κόμματα είναι προσωποπαγή, καθότι ο ηγέτης τους προβάλλεται ως το πρόσωπο που εκφράζει την πολιτική τους ιδεολογία, και ως το μόνο κατάλληλο να πάρει στα χέρια του τη διακυβέρνηση της χώρας.

Ενόψει αυτής της τακτικής, η αντικατάσταση του ηγέτη του κόμματος από τα ίδια του τα μέλη, όταν αυτός συμβαίνει να είναι ο πρωθυπουργός της χώρας, και μάλιστα λίγο πριν από τη λήξη της προβλεπόμενης θητείας του, κατά την άποψή μου αποτελεί παράβαση μιας θεμελιώδους αρχής της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Οι πολίτες της χώρας έχουν κάθε δικαίωμα να ερμηνεύσουν την αντικατάσταση του πρωθυπουργού ως εμπαιγμό της κρίσης τους, όπως αυτή εκφράστηκε στις πιο πρόσφατες εκλογές, αφού ακυρώνεται όχι μόνο από την απόφαση κοινοβουλευτικών μελών του συγκεκριμένου κόμματος, αλλά και από – μάλλον κυρίως – εξωκοινοβουλευτικές φατρίες του κυβερνώντος κόμματος.

Το γεγονός ότι η αντικατάσταση του Κέβιν Ραντ έγινε ενόψει των αρνητικών για τον ίδιο, και για το κόμμα του, δημοσκοπήσεων, μόνο ως ενέργεια άκρου κυνισμού μπορεί να ερμηνευθεί, και πράξης αχαριστίας από τους κομματάρχες, αφού στις εκλογές του 2007 επανέφερε το κόμμα του στην εξουσία, και μάλιστα με συντριπτική πλειοψηφία, μετά από 11 χρόνια στην Αντιπολίτευση.

ΟΙ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΙΣ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ

Οι πολιτικές δημοσκοπήσεις δεν υποκαθιστούν τις εκλογές, γιατί εν πρώτοις δεν αντανακλούν πιστά τις απόψεις του συνόλου του εκλογικού σώματος. Επιπλέον, εκφράζουν τις συγκαιρινές απόψεις των ατόμων που έχουν επιλεγεί για την συγκεκριμένη έρευνα, οι οποίες είναι γνωστό ότι μεταβάλλονται ανάλογα με τις συγκυρίες.

Για ολόκληρη την Αυστραλία, τα άτομα που επιλέγονται στο στατιστικό δείγμα για μια δημοσκόπηση δεν ξεπερνούν τα 1400. Η εγκυρότητα των πορισμάτων που εξάγονται από τη δημοσκόπηση εξαρτάται από το κατά πόσο το στατιστικό δείγμα είναι στρωματοποιημένο, με την έννοια ότι είναι αντιπροσωπευτικό των διαφόρων στρωμάτων του εκλογικού σώματος, όπως είναι η ηλικία, το γένος, το επάγγελμα, η μόρφωση, ο τόπος διαμονής, και πολλά άλλα χαρακτηριστικά του.

Είναι σημαντικό το στατιστικό δείγμα να αντανακλά όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του εκλογικού σώματος, γιατί οι πολιτικές επιλογές ενός εκάστου είναι απόρροια της ιδιάζουσας κατάστασής του.

Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει και το γεγονός ότι ένα σημαντικό ποσοστό των ατόμων που επιλέγονται για δημοσκόπηση πολιτικής φύσης, δεν εκφράζει την άποψή του για το πώς θα ψήφιζε, αν οι εκλογές επρόκειτο να γίνουν σε λίγες ημέρες, αλλά χρησιμοποιεί τη δημοσκόπηση ως ευκαιρία για να στείλει «προειδοποιητικό μήνυμα» στο κόμμα της προτίμησής του, ούτως ώστε να το κάνει να αναθεωρήσει την πολιτική που ακολουθεί.
Με άλλα λόγια, οι απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο της δημοσκόπησης δεν αντανακλούν απαραιτήτως τις πραγματικές απόψεις των ερωτηθέντων, ούτε και τον τρόπο με τον οποίο προτίθενται να ψηφίσουν στις επόμενες εκλογές.

Και να μην ξεχνάμε πως οι ερωτήσεις στις δημοσκοπήσεις τίθενται προφορικά από το τηλέφωνο, και ως εκ τούτου ο χρόνος είναι ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες για την εγκυρότητα των απόψεων που εκφράζονται «εν τη ρύμη του λόγου».

Είναι άλλο, πριν να πάρεις στα χέρια σου το ψηφοδέλτιο την ημέρα των εκλογών, να έχεις ακούσει τα πολιτικά προγράμματα των διαφόρων κομμάτων, και να έχεις συζητήσει με τους δικούς σου και τους φίλους σου τα υπέρ και τα κατά, πριν αποφασίσεις σε ποιο θα δώσεις την ψήφο σου, και άλλο να σου τηλεφωνάει κάποιος άγνωστος, και να σου ζητάει να απαντήσεις τη στιγμή εκείνη σε ερωτήσεις που απαιτούν χρόνο και περισυλλογή.

Αναφέρθηκα εκτενώς στην αμφιλεγόμενη αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων, γιατί αυτές έδωσαν την αφορμή για τον πρόωρο, και άδικο κατά την άποψή μου, τερματισμό της πρωθυπουργίας του Κέβιν Ραντ.

ΑΔΙΚΗ Η ΚΑΘΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΚΕΒΙΝ ΡΑΝΤ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΤΟΥ

Το γεγονός ότι στα δύο πρώτα χρόνια της Κυβέρνησής του ο Κέβιν Ραντ είχε γνωρίσει, πάλι σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ασυνήθιστα υψηλά ποσοστά ως δημοφιλής πρωθυπουργός, σε κάνει να απορείς για την ευκολία με την οποία οι πολιτικοί συμβιβάζονται με τη συνείδησή τους.
Θα ήταν κατανοητή η πράξη της αντικατάστασης του Κέβιν Ραντ από την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός του – όχι όμως από τις φατρίες του – αν συνέτρεχαν λόγοι υγείας, ηθικού παραπτώματος ή κάποιας αξιόποινης πράξης.

Τίποτε, όμως, από αυτά δεν προηγήθηκε. Το πρόβλημα με τον Κέβιν Ραντ είναι δύο χαρακτηριστικά του, που σε άλλες περιπτώσεις θεωρούνται μεγάλα προτερήματα: είναι πολύ ευφυής, ιδιαίτερα ευσυνείδητος, και ασυνήθιστα εργατικός.

Δεν αποκλείεται τα χαρακτηριστικά αυτά να του έδωσαν την αντίληψη της ανωτερότητας σε σύγκριση με τους συνεργάτες του. Συχνά, γράφουν οι πολιτικοί σχολιαστές, έπαιρνε αποφάσεις χωρίς να συμβουλευθεί τους υπουργούς του, και σε κάποιες περιπτώσεις τις ανακοίνωνε πριν να τους ενημερώσει, γεγονός που τους εξέθετε στα μάτια των δημοσιογράφων και των ψηφοφόρων.

Παροιμιώδης έχει γίνει η εργασιομανία του Κέβιν Ραντ μεταξύ των δημοσιογράφων της Καμπέρας. Από το γραφείο του έπρεπε να περάσει οτιδήποτε αφορούσε τις δημόσιες σχέσεις της Κυβέρνησής του. Επιπλέον, είχε την τάση να θέλει να γνωρίζει και τις παραμικρές λεπτομέρειες των διαφόρων νομοσχεδίων που η Κυβέρνησή του κατέθετε στη Βουλή.
Δεδομένου ότι το Εργατικό Κόμμα απαρτίζεται από φατρίες της δεξιάς, του κέντρου και της αριστεράς, η λήψη αποφάσεων απαιτεί λεπτούς διπλωματικούς χειρισμούς για εξισορρόπηση των διάφορων, και συχνά αντικρουόμενων, απόψεων και συμφερόντων.

Ενώ οι προηγούμενοι ηγέτες του Εργατικού Κόμματος, με πιθανή εξαίρεση τον Γκοφ Γουίτλαμ, είχαν φτάσει στο ανώτατο αξίωμα του ηγέτη μέσα από τις φατρίες, ο Κ. Ραντ δεν ανήκε σε καμιά φατρία, και ως εκ τούτου δεν είχε μια βάση, επί της οποίας θα μπορούσε να στηριχθεί σε περίπτωση αμφισβήτησης του αξιώματός του.
Έτσι, το βράδυ της Τετάρτης, 23 Ιουνίου, όταν η Τζούλια Γκίλαρντ, συνοδευόμενη από άλλους υπουργούς, επισκέφθηκαν τον Πρωθυπουργό στο γραφείο του, για να του πουν ότι για το καλό το Κόμματος θα πρέπει να παραιτηθεί από τη θέση του ηγέτη του, ο Κέβιν Ραντ ίσως να μην μπορούσε να κατανοήσει γιατί οι δικοί του άνθρωποι του ζητούσαν να κάνει αυτήν την υπέρτατη θυσία.

Με τα παραπάνω δεν θέλω να υπονοήσω πως η ενέργεια της Τζούλια Γκίλαρντ ήταν επιλήψιμη. Πιθανότατα υπέκυψε στις πιέσεις της κοινοβουλευτικής ομάδας του Κόμματός της, και ενήργησε έγκαιρα πριν τα μέσα ενημέρωσης επικεντρώσουν την προσοχή τους στα εσωτερικά του προβλήματα, λίγους μήνες πριν από τις εκλογές.
Οι σκέψεις που έχω διατυπώσει πιο πάνω εστιάζονται, κατά την άποψή μου, στο ασυμβίβαστο μεταξύ της αρχής της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ότι ο λαός εκλέγει τον Πρωθυπουργό, με την ιδιότητα του αρχηγού του Κόμματός του, και της πρακτικής της κομματοκρατίας, η οποία θέτει τα συμφέροντα του Κόμματος πάνω από τη βούληση του εκλογικού σώματος, όπως αυτό εκφράζεται στις εκάστοτε εκλογές.

Δεν έχω αμφιβολία πως η Τζούλια Γκίλαρντ διαθέτει όλα τα προσόντα που απαιτούνται από τον (την) πρωθυπουργό μιας χώρας. Το γεγονός ότι είναι η πρώτη γυναίκα Πρωθυπουργός της Αυστραλίας δημιουργεί τη δική του δυναμική για τις προσεχείς εκλογές. Πρώτη φορά θα έχουμε την επιλογή μεταξύ μιας γυναίκας και ενός άνδρα.
Χωρίς ίσως να έχουμε πλήρη συναίσθηση του γεγονότος, στις ημέρες μας βλέπουμε να προστίθεται ένα νέο κεφάλαιο στην πολιτική ιστορία της Αυστραλίας. Για πρώτη φορά από το 2001 στα δύο υψηλότερα αξιώματα της χώρας, του Κυβερνήτη και του Πρωθυπουργού, βρίσκονται δύο γυναίκες.

Αυτό είναι θετικό. Φοβάμαι όμως πως το ίδιο δεν μπορεί να λεχθεί για τον τρόπο με τον οποίο η κ. Τζούλια Γκίλαρντ αναδείχθηκε Πρωθυπουργός.