Την ημέρα που γραφόταν το άρθρο αυτό – Τρίτη, 13/7/2010 – η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση συζητούσε τα μέτρα που προτίθεται να λάβει για την αντιμετώπιση της αυξανόμενης θέρμανσης της ατμόσφαιρας, επακόλουθο της οποίας είναι οι κλιματικές αλλαγές των τελευταίων χρόνων.

Η συζήτηση για τις κλιματικές αλλαγές, ή το φαινόμενο του θερμοκηπίου, έμεινε εκτός της πολιτικής ατζέντας της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης από τον περασμένο Απρίλιο, όταν ο πρώην Πρωθυπουργός Κέβιν Ραντ μετέθεσε την επανεξέτασή του στα τέλη του 2012.

Να θυμηθούμε εδώ πως, λίγες ημέρες μετά την εκλογική νίκη του Εργατικού Κόμματος το Νοέμβριο του 2007, ο νέος τότε Πρωθυπουργός Κέβιν Ραντ επικύρωσε, για πρώτη φορά, το Πρωτόκολλο του Κιότο στη συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για τις κλιματικές αλλαγές στο Μπαλί της Ινδονησίας, τον Δεκέμβριο του 2007.
Αυτό ήταν ιστορικό γεγονός για τις διεθνείς υποχρεώσεις της Αυστραλίας, δεδομένου ότι στα 11 χρόνια της πρωθυπουργίας του ο Τζον Χάουαρντ το έπαιζε «σκεπτικιστής», και αρνιόταν να επικυρώσει το Πρωτόκολλο του Κιότο, με την πρόφαση ότι θα έβλαπτε τα οικονομικά συμφέροντα της Αυστραλίας.

Σε αντίθεση, ο Κέβιν Ραντ είχε αναγνωρίσει τις κλιματικές αλλαγές ως την μεγαλύτερη ηθική και οικονομική πρόκληση που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα. Συνεπής στο λόγο του, ο κ. Ραντ το 2009 κατέθεσε στη Βουλή νομοσχέδιο για την εμπορία ρυπογόνων αερίων – γνωστό ως Emissions Trading Scheme (ETS). Ενώ η Βουλή, στην οποία η Κυβέρνηση έχει πλειοψηφία, ψήφισε το Νομοσχέδιο, η Γερουσία το καταψήφισε.

Τον Δεκέμβριο του 2009 ακολούθησε η Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή στην Κοπεγχάγη, η οποία κατέληξε στο «Σύμφωνο της Κοπεγχάγης».
Το Σύμφωνο της Κοπεγχάγης αποδείχθηκε άνευρο, καθότι δεν κατόρθωσε να επιτύχει μια δεσμευτική συμφωνία μεταξύ των μεγάλων χωρών, που ευθύνονται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου, για τη λήψη των ενδεικνυόμενων μέτρων για την αντιμετώπισή του.

Οι διατάξεις του Συμφώνου αφήνουν ανοιχτά σχεδόν όλα τα φλέγοντα ζητήματα, αφού δεν χαρακτηρίζονται από διάθεση συναίνεσης και επίδειξης πολιτικής ηγεσίας στο ζωτικό αυτό ζήτημα, ιδιαίτερα από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και από την Κίνα, οι οποίες είναι οι χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά ρυπογόνων αερίων που εκπέμπονται στην ατμόσφαιρα. Αλλά και η Αυστραλία έχει ηθική υποχρέωση, καθότι, αν και ο πληθυσμός της είναι μικρός (22 εκατομμύρια), κατά κεφαλή πληθυσμού κατέχει το «ρεκόρ» στην εκπομπή ρυπογόνων αερίων.

Στόχος της Συνδιάσκεψης της Κοπεγχάγης ήταν τα μεγάλα κράτη να δεσμευτούν για τη λήψη μέτρων που θα συγκρατούσαν την αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα.

Εν όψει της αποτυχίας της Συνδιάσκεψης να επιτύχει τους στόχους που είχαν υποδείξει οι ειδικοί περιβαλλοντολόγοι και μετεωρολόγοι, αλλά και μετά από την απόρριψη του σχετικού Νομοσχεδίου της Αυστραλιανής Κυβέρνησης από τη Γερουσία, και την συνεχιζόμενη αρνητική στάση της Αντιπολίτευσης, ο Κέβιν Ραντ αποφάσισε να μεταθέσει την επανεξέταση του ETS στα τέλη του 2012.

Η απόφαση αυτή ευθύνεται, εν μέρει, για την πτώση στη δημοτικότητα του Κέβιν Ραντ, με αποτέλεσμα την εκτόπισή του, και την ανάδειξη της Τζούλια Γκίλαρντ σε Πρωθυπουργό πριν από τρεις εβδομάδες.

ΤΑ ΤΡΙΑ ΚΑΡΦΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ

Μαζί με το αξίωμα, η κ. Γκίλαρντ κληρονόμησε και τρία εκκρεμή προβλήματα: τη διαμάχη με τις εταιρείες εξόρυξης ορυκτών, τους πολιτικούς πρόσφυγες που η Αντιπολίτευση έχει αναδείξει σε μείζον θέμα, και το ζήτημα των κλιματικών αλλαγών.

Το πρώτο από τα προβλήματα φαίνεται να έχει επιλυθεί, με τις παραχωρήσεις που έκανε η Κυβέρνηση στους κροίσους του κλάδου ορυκτού πλούτου.
Το δεύτερο πρόβλημα δεν είναι γνήσιο, αλλά επίπλαστο, με την έννοια ότι το επανέφερε στην επικαιρότητα ο αρχηγός της Αντιπολίτευσης, Τόνι Άμποτ, για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους.

Αποτελεί απροκάλυπτη δημαγωγία ο ισχυρισμός του κ. Άμποτ ότι κινδυνεύει η ακεραιότητα των συνόρων της Αυστραλίας από τους 3.500 πολιτικούς πρόσφυγες, που με σαπιοκάραβα έχουν μπει σε χωρικά ύδατα της Αυστραλίας, εις αναζήτηση πολιτικού ασύλου. Αν η Αυστραλία αντιμετωπίζει πρόβλημα, τότε τι θα πει η Ελλάδα με τις εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που την έχουν κατακλύσει. Και μιλάμε για μια χώρα η έκταση της οποίας είναι μικρότερη από την Πολιτεία της Βικτώριας.
Εν όψει του πνεύματος ξενοφοβίας που έχει καλλιεργηθεί από την Αντιπολίτευση σε υψηλό ποσοστό του πληθυσμού της χώρας, η Πρωθυπουργός υποχρεώθηκε να προβεί σε αναδίπλωση από την προηγούμενη πολιτική του Κόμματός της.

Την περασμένη εβδομάδα η κ. Γκίλαρντ ανακοίνωσε πως η Κυβέρνησή της διαπραγματεύεται με την Κυβέρνηση του Ανατολικού Τιμόρ τη σύσταση περιφερειακού κέντρου στην επικράτειά του για την κράτηση προσφύγων, και την αξιολόγηση των αιτημάτων τους για πολιτικό άσυλο.
Το τρίτο πρόβλημα που κληρονόμησε η Γκίλαρντ από τον προκάτοχό της αφορά το χειρισμό του Emissions Trading Scheme (Σχέδιο Εμπορίας Ρυπογόνων Αερίων), το οποίο μετατέθηκε για τα τέλη του 2012, αφού καταψηφίστηκε από την Αντιπολίτευση στη Γερουσία το 2009.

Για την επιστημονική κοινότητα δεν υπάρχει αμφιβολία πως η υπερθέρμανση της ατμόσφαιρας, η οποία προκαλείται από βλαβερά αέρια που εκπέμπονται από την καύση ορυκτών πηγών ενέργειας, αποτελεί ένα από τα μείζονα προβλήματα του αιώνα που διανύουμε.
Σύμφωνα με τα πορίσματα των επιστημόνων, η αύξηση της θερμοκρασίας που καταγράφεται τα τελευταία 50 χρόνια έχει τουλάχιστον 90% πιθανότητα να οφείλεται στις ανθρώπινες δραστηριότητες, και κυρίως στην καύση ορυκτών καυσίμων – πετρελαίου και λιγνίτη.

Πάλι σύμφωνα με τις απόψεις των επιστημόνων, αν η παγκόσμια κοινότητα δεν λάβει τα αναγκαία προληπτικά μέτρα στα επόμενα δέκα χρόνια, η υπερθέρμανση της ατμόσφαιρας θα πάρει τέτοιες διαστάσεις, που θα καταστεί πλέον μη ανατρέψιμη.

Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟ ΤΩΝ ΠΥΛΩΝ

Σύμφωνα με τον Dr Bruce Mapstone, διευθυντή της ομοσπονδιακής υπηρεσίας Commonwealth Scientific and Industrial Research Organisation, αν οι εκπομπές ρυπογόνων αερίων συνεχίσουν το ρυθμό αύξησης των τελευταίων χρόνων, τότε το 2070 η μέση θερμοκρασία του Πλανήτη μας θα σημειώσει αύξηση από 2,2 μέχρι 5 βαθμούς Κελσίου – The Age, 13/7/2010.

Μια τέτοια αύξηση θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις για πολλές περιοχές του Πλανήτη, μεταξύ των οποίων είναι και η Αυστραλία, η οποία είναι η πιο ξηρή ήπειρος, αφού μόνο οι παραθαλάσσιες περιοχές, με λίγες εξαιρέσεις, κατοικούνται.

Ήδη, οι υδάτινοι πόροι δεν επαρκούν για τις ανάγκες της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Όμως η αύξηση της θερμοκρασίας δεν θα επηρεάσει μόνο αυτούς τους τομείς της οικονομίας της χώρας. Και οι παράκτιες περιοχές θα υποστούν ζημιές από την άνοδο στη στάθμη των ωκεανών, η οποία θα προκληθεί από το λιώσιμο των πάγων, κυρίως της Ανταρκτικής και της Γροιλανδίας.

Η έκθεση «Κίνδυνοι στις Αυστραλιανές Ακτές από τις Κλιματικές Αλλαγές» που παρουσίασε στις 14 Νοεμβρίου του 2009 η υπουργός Κλιματικών Αλλαγών Πένι Γουόνγκ, δείχνει πως 157.000 με 247.000 κατοικίες θα κινδυνεύσουν μέχρι τα τέλη του αιώνα, εάν δεν ληφθούν προληπτικά μέτρα, που θα εμποδίσουν τη στάθμη της θάλασσας να ανέλθει κατά ένα μέτρο.

Επιπλέον, μεγάλες ζημιές κινδυνεύει να υποστεί ο πάνω από δύο χιλιάδες χιλιόμετρα κοραλλιογενής ύφαλος κατά μήκος των ανατολικών ακτών της Αυστραλίας, από την αυξημένη οξύτητα των ωκεανών, η οποία προκαλείται από την απορρόφηση μεγάλων ποσοτήτων διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα.
Δεδομένου ότι σε δισεκατομμύρια δολάρια ανέρχεται το ξένο συνάλλαγμα από τους τουρίστες που κάθε χρόνο επισκέπτονται τον μεγαλύτερο κοραλλιογενή ύφαλο του κόσμου, το οικονομικό κόστος για την Αυστραλία θα είναι τεράστιο. Μεγάλες θα είναι και οι επιπτώσεις σε άλλα ζωτικής σημασίας οικοσυστήματα της Αυστραλίας.
Παρόλα τα αδύναμα σημεία του Συμφώνου της Κοπεγχάγης, επαφίεται στις κυβερνήσεις των πλούσιων χωρών, με ανεπτυγμένες βιομηχανίες και υψηλούς ρυθμούς εκπομπής ρυπογόνων αερίων, να ενδυναμώσουν τις διάφορες διατάξεις του, και να τις καταστήσουν νομικά δεσμευτικές.

Μέσα σε αυτό το διεθνές πλαίσιο καλείται η Κυβέρνηση της Τζούλια Γκίλαρντ να κάνει γνωστή την πολιτική της αναφορικά με το Σχέδιο Εμπορίας Ρυπογόνων Αερίων.
Ομολογουμένως, η απόφαση περί του πρακτέου είναι δύσκολη, εν όψει των επερχόμενων εκλογών, και με δεδομένη την αρνητική στάση της Αντιπολίτευσης.
Θα περίμενε κανείς, για θέματα ζωτικής σημασίας για τη χώρα, αλλά και για τον Πλανήτη μας, πως θα υπήρχε σύμπνοια μεταξύ της Κυβέρνησης και της Αντιπολίτευσης.

Βρίσκω πολύ απογοητευτικό το γεγονός ότι η πλειονότητα των πολιτών φαίνεται, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, να έχει επιφυλάξεις για την αναγκαιότητα λήψης δραστικών μέτρων για την αντιμετώπιση του περιβαλλοντικού προβλήματος, που σύμφωνα με τους επιστήμονες στις ημέρες μας αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Αντιπολίτευση θα συνεχίσει να παρακωλύει το έργο της Κυβέρνησης, ενόσω η τακτική της αυτή έχει απήχηση στο εκλογικό σώμα.