Ο κύβος ερρίφθη, λοιπόν. Εκλογές στις 21 Αυγούστου. Για πρώτη φορά στην πολιτική ιστορία της Αυστραλίας ο προεκλογικός αγώνας διεξάγεται μεταξύ μιας γυναίκας και ενός άνδρα. Ως εκ τούτου αυξημένο είναι το ενδιαφέρον του εκλογικού σώματος.

Αυτή σίγουρα είναι η ιδιαιτερότητα της εκλογικής αναμέτρησης, το αποτέλεσμα της οποίας θα κριθεί στις 21 Αυγούστου.
Αυτή μπορεί να είναι η κύρια ιδιαιτερότητα, όχι όμως και η μόνη. Ιδιαίτερα αν η τακτική των περασμένων τεσσάρων εβδομάδων είναι ενδεικτική αυτής που θα ακολουθήσει κατά τη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα.

Αναφέρομαι στην τάση του αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης Τόνι Άμποτ, και της Πρωθυπουργού Τζούλια Γκίλαρντ, να χαράσσουν την πολιτική τους με γνώμονα τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων.

Πρώτα ο Τόνι Άμποτ προσάρμοσε την πολιτική του κόμματός του στο θέμα των πολιτικών προσφύγων με βάση το αίσθημα της ξενοφοβίας, όπως αυτό αποκαλύπτεται από τις δημοσκοπήσεις.

Βλέποντας τη δημοτικότητα του κόμματος του πολιτικού της αντιπάλου να ανέρχεται, και η Τζούλια προχώρησε σε αναδίπλωση από την προηγούμενη πολιτική του Εργατικού Κόμματος, και ανακοίνωσε την απόφαση της Κυβέρνησής της να προβεί στη σύσταση Κέντρου Κράτησης για τους πολιτικούς πρόσφυγες, και για την εξέταση των αιτημάτων τους, στο Ανατολικό Τιμόρ.

Βέβαια υπάρχουν κάποιες διαφορές μεταξύ των δύο προσεγγίσεων στο θέμα των πολιτικών προσφύγων. Η πρόταση του Τόνι Άμποτ είναι πιστή αντιγραφή της «λύσης του Ειρηνικού», που είχε επινοήσει ο Τζον Χάουαρντ το 2001, η οποία του έδωσε την αναπάντεχη επανεκλογή του.
Ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης φαίνεται να πιστεύει πως η αναρρίπιση της ξενοφοβίας, την οποία έφερε στην επιφάνεια ο Τζον Χάουαρντ το 2001, θα εξασφαλίσει και σε αυτόν το πολυπόθητο αποτέλεσμα, την ανάληψη της εξουσίας.

Έλα όμως που η Τζούλια Γκίλαρντ είναι πραγματίστρια, και ασπάζεται τη ρήση πως η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, όχι του ιδανικού. Γρήγορα συνειδητοποίησε πως ως Πρωθυπουργός πρέπει να αποδεσμευθεί από τα ιδεολογικά δεσμά της παράταξης της αριστεράς, από την οποία προέρχεται, αν επιθυμεί την ανάδειξή της σε Πρωθυπουργό με την λαϊκή ετυμηγορία αυτήν τη φορά.

Βέβαια η Γκίλαρντ φρόντισε να δώσει στο σχέδιό της τέτοια χροιά, που να το διαφοροποιεί, μέχρι ένα βαθμό, από το αντίστοιχο σχέδιο του πολιτικού της αντιπάλου.
Όπως ανακοίνωσε, το σχέδιό της προβλέπει για τη λειτουργία του Κέντρου υπό την επιτήρηση της Επιτροπής του ΟΗΕ για τους πολιτικούς πρόσφυγες, και σε συνεργασία με άλλες χώρες της περιοχής. Έχει, με άλλα λόγια, τη σφραγίδα νομιμότητας, έστω και αν αυτή είναι επίπλαστη.
Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει αμφιβολία πως η πρόταση της κ. Γκίλαρντ αποτελεί ριζική αλλαγή από την ισχύουσα μέχρι πρόσφατα πολιτική του Εργατικού Κόμματος.

ΟΙ… ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΩΝ

Από τη στήλη αυτή (1/7/2010) εξέφρασα τις αμφιβολίες μου για το κατά πόσο οι δημοσκοπήσεις απεικονίζουν με ακρίβεια τις αντιλήψεις του εκλογικού σώματος πάνω σε επίκαιρα θέματα γενικού ενδιαφέροντος.
Συνήθως εκλαμβάνουμε ως αντικειμενική την ανάλυση των πορισμάτων που προκύπτουν από τις δημοσκοπήσεις.
Επειδή όμως πολλά είναι αυτά που διακυβεύονται στην αλλαγή κυβερνήσεων, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για το ποιος είναι ο απώτερος στόχος συγκεκριμένων δημοσκοπήσεων.

Σύμφωνα με τους δημοσκόπους, ο σκοπός των δημοσκοπήσεων είναι η σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης σε δεδομένα θέματα, όπως αυτή εξάγεται από τις απόψεις των ατόμων που έχουν επιλεχθεί στο στατιστικό δείγμα, ο αριθμός των οποίων συνήθως κυμαίνεται γύρω στα 1400.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, όταν ανακοινώνονται από τα μέσα ενημέρωσης, έχουν την τάση να επηρεάζουν, σε μεγάλο βαθμό, την κοινή γνώμη, και ιδιαίτερα τα άτομα που δεν έχουν διαμορφώσει προσωπική γνώμη, στο σχετικό με τη δημοσκόπηση θέμα.
Με άλλα λόγια, οι δημοσκοπήσεις έχουν τη δυνατότητα χειραγώγησης της κοινής γνώμης προς κατευθύνσεις που επιθυμούν οι δημοσκόποι, ή οι φορείς για λογαριασμό των οποίων διενεργούνται.

Άρα, οι δημοσκοπήσεις δεν είναι πάντοτε «αθώες» απεικονίσεις της κοινής γνώμης για συγκεκριμένα θέματα και σε δεδομένες στιγμές, αλλά και εργαλεία για τον πειθαναγκασμό του εκλογικού σώματος, ή κάποιας μερίδας της κοινωνίας, για την επίτευξη δόλιων σκοπών.

ΕΡΜΑΙΑ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΕΩΝ ΟΙ ΚΟΜΜΑΤΙΚΕΣ ΗΓΕΣΙΕΣ

Τα παραπάνω σχόλια ισχύουν για τις δημοσκοπήσεις από οργανισμούς που εξειδικεύονται σε αυτόν τον τομέα, και τα αποτελέσματά τους δημοσιοποιούνται από τα μέσα ενημέρωσης.

Όμως στη διενέργεια δημοσκοπήσεων προβαίνουν, και μάλιστα σε τακτική βάση, και τα μεγάλα πολιτικά κόμματα, με τη διαφορά ότι τα αποτελέσματά τους χρησιμοποιούνται για τη διαμόρφωση της πολιτικής τους σε διάφορους τομείς, και φυσικά παραμένουν απόρρητα.
Η τακτική αυτή δεν είναι κατακριτέα, γιατί φυσικό είναι τα πολιτικά κόμματα να θέλουν να έχουν το δάκτυλό τους στο σφυγμό της κοινής γνώμης.
Εκεί που η πρακτική των πολιτικών δημοσκοπήσεων έρχεται σε αντίφαση με κάποιες βασικές αρχές των δημοκρατικών καθεστώτων είναι όταν οι πληροφορίες που συνάγονται από τις δημοσκοπήσεις χρησιμοποιούνται για καθαρά κομματικούς στόχους, οι οποίοι συχνά δεν ταυτίζονται με το εθνικό συμφέρον.
Για παράδειγμα, όταν η Αντιπολίτευση ή η κυβέρνηση διαμορφώνει μια συγκεκριμένη πολιτική, όχι με κύριο κριτήριο το γενικό καλό, αλλά με γνώμονα την επικρατούσα λαϊκή αντίληψη, η οποία μπορεί να είναι και εσφαλμένη ή προκατειλημμένη, τότε ένας θεμελιώδης θεσμός της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας καταστρατηγείται.

Όμως η ευημερία των πολιτών, αλλά και τα συμφέροντα της χώρας, δεν προωθούνται με την υιοθέτηση πολιτικής, την ανάπτυξη προγραμμάτων και τη θέσπιση νόμων με μόνο γνώμονα τις επικρατούσες αντιλήψεις των πολιτών.
Υποτίθεται πως η Αντιπολίτευση και η Κυβέρνηση έχουν πρόσβαση σε εμπειρογνώμονες, οι οποίοι προτείνουν προγράμματα και εναλλακτικές λύσεις που συχνά δεν συμβιβάζονται με τις επιθυμίες των πολιτών, αλλά επιβάλλονται για το μακροπρόθεσμο καλό της χώρας.

Σε τέτοιες περιπτώσεις το εθνικό συμφέρον επιβάλλει εν πρώτοις την ανάληψη πρωτοβουλιών από την Κυβέρνηση και την Αντιπολίτευση που θα στοχεύουν στην ενημέρωση των πολιτών για την αναγκαιότητα λήψης αποφάσεων που ίσως χαρακτηρισθούν ως αντιλαϊκές.
 Στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή οι πολιτικοί αρχηγοί, είτε από τη θέση του Πρωθυπουργού ή του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, διαμορφώνουν την πολιτική τους με τρόπο που θα ικανοποιήσει τις επιθυμίες, και συχνά προκαταλήψεις, του εκλογικού σώματος, τότε δεν ενεργούν ως πολιτικοί ηγέτες, αλλά ως δημαγωγοί και λαϊκιστές.

Οι πολιτικοί αρχηγοί που λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο θέτουν τα κομματικά τους συμφέροντα υπεράνω του μακροχρόνιου συμφέροντος της χώρας, αφού επιτρέπουν στους εαυτούς τους να γίνουν έρμαια λαϊκιστικών κινητοποιήσεων και των δημοσκοπήσεων, αντί να αγωνίζονται για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης με κριτήρια το γενικό καλό, και να την πείθουν για την ορθότητα των προγραμμάτων τους.
Η εφημερίδα The Sunday Age (18/7/2010) στο κύριο άρθρο της με τίτλο “Australians deserve more than a choice between cliches” – Οι Αυστραλοί αξίζουν κάτι περισσότερο από μια επιλογή μεταξύ κοινοτοπιών – γράφει μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
“It is now obvious that we are being governed by opinion polls and focus groups” – Τώρα είναι πασιφανές ότι κυβερνιόμαστε από τις δημοσκοπήσεις και τις ομάδες αξιολόγησης θεμάτων».

Έκανα αυτήν την εκτενή αναφορά στις δημοσκοπήσεις για να δείξω ότι σε δύο από τα πιο επίμαχα θέματα των ημερών μας – τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών, και το θέμα των πολιτικών φυγάδων – η πολιτική της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και της Κυβέρνησης αποτελεί αντανάκλαση των πορισμάτων που προκύπτουν από τις εσωτερικές τους δημοσκοπήσεις.
Η πολιτική των δύο μεγάλων κομμάτων αναφορικά με τα δύο παραπάνω θέματα, η οποία όλως παραδόξως ταυτίζεται, δεν υπαγορεύεται από το μακροχρόνιο εθνικό συμφέρον, αλλά από τα άμεσα εκλογικά οφέλη, εν όψει των επικείμενων εκλογών.
Με άλλα λόγια, οι κομματικές σκοπιμότητες έχουν υπερισχύσει της πολιτικής, που στα δημοκρατικά καθεστώτα υποτίθεται πως λαμβάνεται για την εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος.

Εν μέρει, η πρακτική αυτή είναι απόρροια του τριετούς κύκλου των ομοσπονδιακών εκλογών, ο οποίος δεν δίνει στην εκλεγμένη κυβέρνηση επαρκή χρόνο για να εφαρμόσει το πολιτικό της πρόγραμμα, πριν να αντιμετωπίσει το εκλογικό σώμα.

Εκτός αυτού, επαφίεται στην κρίση του, ή της όπως στην προκείμενη περίπτωση, Πρωθυπουργού πότε θα προβεί στη διάλυση του Κοινοβουλίου και θα προκηρύξει εκλογές. Φυσικά με κριτήριο το κομματικό, όχι το εθνικό, συμφέρον.

Είναι και αυτό ένα από τα παράδοξα, για να μην πω παράλογα, του ομοσπονδιακού πολιτικού συστήματος.
Το αξιοπερίεργο είναι ότι κάποιες Πολιτείες, όπως η Βικτώρια, έχουν θεσπίσει την τετραετή θητεία των κυβερνήσεων, με δέσμευση οι εκλογές να διενεργούνται σε τακτά χρονικά πλαίσια.

Το εθνικό συμφέρον επιβάλλει και η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση να προβεί σε μια τέτοια διευθέτηση, για να μην αποτελεί «προνόμιο» των εκάστοτε Πρωθυπουργών το σύρσιμο της χώρας σε πρόωρες εκλογές για καθαρά κομματικούς λόγους.