Η… Γκόλφω στη χώρα των καγκουρό

 Τέλη της δεκαετίας του ’50 στη Μελβούρνη, ο ομογενής Παναγιώτης Γιαννούδης ετοιμαζόταν να παντρευτεί την εκλεκτή της καρδιάς του Κατίνα.
Μεταξύ αυτών που κάλεσε στον γάμο του ήταν και ο Φιλοποιμήν Φίνος, ο οποίος αν και δεν μπόρεσε να παραστεί του έστειλε ως δώρο την κλασική ελληνική ταινία «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται» με το Βασίλη Λογοθετίδη μαζί με άλλες ελληνικές ταινίες.

Ο κ. Γιαννούδης μαζί με συνεργάτες του έκαναν τότε εισαγωγή και προβολή ελληνικών ταινιών στην Αυστραλία.

Φύλαξε ως «κόρη οφθαλμού» το πολύτιμο δώρο του Φίνου. Όταν το 1976 η Φίνος Φιλμ θέλησε να επανακυκλοφορήσει την ταινία, με οδύνη διαπίστωσε πως τα αρνητικά ήταν χαλασμένα.

Η μόνη κόπια της ταινίας που ήταν σε αρίστη κατάσταση ήταν αυτή που είχε στην κατοχή του ο κ. Γιαννούδης στην Αυστραλία, ο οποίος ευχαρίστως την διέθεσε και έτσι σώθηκε ένα φιλμ που έγραψε ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο.

Το περιστατικό το αναφέρει με κάθε λεπτομέρεια ο κ. Γιαννούδης στο βιβλίο του «Με τον Ελληνικό Κινηματογράφο στην Αυστραλία – Πίσω από τις προβολές», το οποίο θα παρουσιαστεί επίσημα στη Μελβούρνη σε λίγες εβδομάδες.

Ο συγγραφέας, που ξεκίνησε την ενασχόληση του με τον κινηματογράφο από τα σινεμά της Λεμεσού, συνέχισε ως μετανάστης στην Αυστραλία να προωθεί τον ελληνικό κινηματογράφο για πάνω από 50 χρόνια.

Με το βιβλίο αυτό, ο συγγραφέας καταγράφει όλα τα μικρά και μεγάλα γεγονότα που έζησε ασχολούμενος με τον ελληνικό κινηματογράφο. Όπως ο ίδιος αναφέρει, «ο κινηματογράφος αποτέλεσε σημαντικό μέρος της ιστορίας της μεταναστευτικής μαζικής ψυχαγωγίας και διασκέδασης».

Η επιμέλεια της πολύτιμης έκδοσης έγινε από τον (πρώην συμπάροικο) Κύπριο ακαδημαϊκό και εκδότη, Μίμη Σοφοκλέους.
Ο κ. Γιαννούδης στις 250 και πλέον σελίδες του βιβλίου παραθέτει πολύτιμα στοιχεία για την παρουσία του ελληνικού κινηματογράφου στην Αυστραλία, για τον ρόλο του, αλλά και για τη συνεργασία του με τους Έλληνες παραγωγούς, σκηνοθέτες και ηθοποιούς.
Τα περισσότερα χρόνια ο κ. Γιαννούδης συνεργάστηκε με τους Στάθη Ραυτόπουλο, Ανδρέα Παπαδόπουλο και Χρήστο Λούη, στους οποίους και αφιέρωσε το βιβλίο του, που εμπλουτίζεται από αφίσες των ελληνικών ταινιών, σπάνιες φωτογραφίες των Ελλήνων καλλιτεχνών και πολλά ντοκουμέντα.
Η εταιρία τους δεν περιορίστηκε μόνο στην εισαγωγή και προβολή ελληνικών ταινιών. Διοργάνωσε και περιοδεία Ελλήνων καλλιτεχνών, αλλά και έκανε παραγωγή ταινιών και ντοκιμαντέρ.

Όπως μας λέει ο ίδιος ο κ. Γιαννούδης, «ο ελληνικός κινηματογράφος στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία δεν ήταν μια απλή έξοδος για ψυχαγωγία, αλλά για πολλούς Έλληνες της πρώτης και δεύτερης γενιάς αποτέλεσε «πύλη εισόδου» στην Ελλάδα, την πατρίδα που μπορεί να μη γνώρισαν ποτέ ή την γνώρισαν κάτω από δύσκολες συνθήκες. Ο κινηματογράφος γι’ αυτούς υπήρξε μια επανασύνδεση με τον ελληνικό πολιτισμό και σε ό,τι αφορά τις νεότερες γενιές, σπουδή στην ελληνική γλώσσα».

Ο ίδιος λέει ότι «χιλιάδες Ελληνίδες νύφες» που πήγαν στην Αυστραλία κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 γνώρισαν τους συζύγους τους στους κινηματογράφους που ήταν κέντρο συνάντησης όλων των Ελλήνων.

 Σύμφωνα με το βιβλίο του κ. Γιαννούδη, οι πρώτοι που εισήγαγαν ελληνικές ταινίες στην Αυστραλία ήταν οι αδελφοί Καμίλλου από το Σίδνεϊ το 1949-50 και η πρώτη ταινία που πέρασε από την αυστραλιανή λογοκρισία (ήταν αυστηρή τότε) και προβλήθηκε ήταν «Η Φωνή της Καρδιάς».
Ακολούθησαν και άλλοι επιχειρηματίες όπως ο Στάθης Ραυτόπουλος, ο Ανδρέας Παπαδόπουλος, ο Άγγελος Μάλλος κ.ά.
«Ο συναγωνισμός όλων των εισαγωγέων ήταν σκληρός και τα κέρδη περιορισμένα», αναφέρει ο κ. Γιαννούδης.

Ένα από τα προβλήματα ήταν και η έλλειψη κανονικών κινηματογράφων αφού οι εισαγωγείς υποχρεωνόταν να ενοικιάζουν διάφορες αίθουσες για τις προβολές οι οποίες δεν περιοριζόταν μόνο στις μεγάλες πόλεις.

Ο συγγραφέας θυμάται:
«Πήγαινα στην επαρχία με το τραίνο, στη δεύτερη θέση με τρεις βαλίτσες στο χέρι, τη μηχανή προβολής, το ηχείο, την οθόνη, τα προσωπικά μου είδη. Τεράστιες οι αποστάσεις. Δύσκολοι καιροί…»
Οι εισαγωγείς πήγαιναν και στην αυστραλιανή επαρχία, όπου υπήρχαν Έλληνες, για να προβάλουν ελληνικές ταινίες, τη μοναδική επαφή με την Ελλάδα.

Η «ΓΚΟΛΦΩ» ΕΚΑΝΕ ΡΕΚΟΡ

Η πρώτη ταινία που πρόβαλε ο ίδιος ο κ. Γιαννούδης στη Μελβούρνη ήταν η θρυλική «Γκόλφω» και έκανε ρεκόρ εισπράξεων, αλλά χρειάστηκε η επέμβαση της αστυνομίας για να αντιμετωπιστούν οι ομογενείς φίλοι του κινηματογράφου που συσσώρευσαν έξω από την αίθουσα «διψασμένοι» να δουν και να ακούσουν Ελλάδα…

Με τη μαζική μετανάστευση αυξήθηκαν οι ομογενείς της Αυστραλίας, αυξήθηκαν και οι ελληνικοί κινηματογράφοι.
Η Μελβούρνη έφτασε να έχει εννέα ελληνικούς κινηματογράφους, όλους χωρητικότητας σχεδόν 1500 θεατών.
Και όταν τηλεόραση άρχισε να «κλείνει» τους κινηματογράφους μια ημερήσια αγγλόφωνη εφημερίδα έγραψε:
«Να και κάποιοι κινηματογράφοι που εξακολουθούν να γεμίζουν. Χθες στον κινηματογράφο του Ρίτσμοντ προβαλλόταν μια ινδική ταινία και οι θεατές ήταν Έλληνες. Οι μόνες αγγλικές λέξεις Full House».

 Ήταν η εποχή που προβαλλόταν ινδικές και τουρκικές ταινίες στους ελληνικούς κινηματογράφους και η Ναργκίς και η Χούλια ήταν τόσο αναγνωρίσιμες στους Έλληνες μετανάστες όσο και η Αλίκη με την Καρέζη.
Σύμφωνα με τον κ. Γιαννούδη, οι πιο εμπορικές ελληνικές ταινίες όλων των εποχών που προβλήθηκαν στην Αυστραλία ήταν, μεταξύ άλλων, Η «Γκόλφω», «Υπολοχαγός Νατάσα», «Ο Άνθρωπος με το Γαρύφαλλο», «Ο Αστραπόγιαννος», «Η Οδύσσεια ενός Ξεριζωμένου» αλλά και οι τολμηρές « «Άγιος Πρεβέζης», «Φλογισμένη Σάρκα» κ.ά.

 Οι δημοφιλείς ηθοποιοί ήταν ανάλογα με την περίοδο. Έως το 1956 ξεχώριζαν οι Φωτόπουλος, Σταυρίδης, Μακρής, Αυλωνίτης. Λογοθετίδης. Βρανά και αργότερα Χατζηχρήστος, Καρέζη, Βουγιουκλάκη, Βλαχοπούλου, Κούρκουλος, Ξανθόπουλος κ.ά.
«Το μόνο υλικό που δεν φέρναμε από την Ελλάδα ήταν τα «Ελληνικά Επίκαιρα», τα οποία μας τα έδινε δωρεάν η ελληνική πρεσβεία», θυμάται ο κ. Γιαννούδης και συμπληρώνει:
«Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας η προβολή τους ήταν υποχρεωτική και αυτό μας δημιούργησε πολλά προβλήματα. Έγιναν διαμαρτυρίες έξω από τους κινηματογράφους, ενώ πολλοί θεατές πέταγαν αντικείμενα στην οθόνη».

 Ο κ. Γιαννούδης θυμίζει ότι στην δεκαετία του ’50 όλα τα τότε «μεγάλα ονόματα» περιόδευσαν την Αυστραλία: Νίκος Γούναρης, Άννα και Μαρία Καλουτά, Σοφία Βέμπο, Στέλιος Καζαντζίδης, Βλαχοπούλου κ.α.

Ο ίδιος και οι συνεργάτες του οργάνωσαν επίσης πολλές περιοδείες Ελλήνων καλλιτεχνών στην Αυστραλία για τις οποίες αναφέρει άγνωστες πτυχές.

 ΟΙ ΠΕΡΙΟΔΕΙΕΣ ΜΙΚΗ, ΤΟΛΗ

Η πιο επεισοδιακή ήταν η περιοδεία του Μίκη Θεοδωράκη, που έγινε δυνατή με τη συνεργασία των μετόχων του «Νέου Κόσμου», Τ. Γκόγκου, Ν. Πεζάρου και Χρ. Μουρίκη.

«Οι συναυλίες του τον Μάρτιο του 1973 άφησαν εποχή και μετατράπηκαν σε εκδηλώσεις για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα», θυμάται ο κ. Γιαννούδης.

Είχε και πολλά απρόοπτα, όμως.
«Κατά την άφιξή του στη Μελβούρνη, ο Μίκης δήλωσε ότι αποχωρεί από το ΚΚΕ και πολλοί που είχαν αγοράσει εισιτήρια για τις συναυλίες του τα επέστρεψαν», είπε.
 Θυμάται ακόμα ότι ο Τόλης Βοσκόπουλος (παρά τους φόβους του για τα αεροπλάνα) ταξίδευσε ως ηθοποιός με τον θίασο Χατζηχρήστου στην Αυστραλία (1964) και στη Μελβούρνη άρχισε να τραγουδά όταν η τραγουδίστρια του θιάσου αρρώστησε.

Ο μαέστρος, Δαυίδ Δαυιδόπουλος, που ήταν στην ορχήστρα το επιβεβαιώνει:
«Κάναμε ατελείωτες πρόβες με τον Τόλη για να πει κάποια τραγούδια της παράστασης. Οι θεατές τον αποθέωναν».
«Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν ο Βοσκόπουλος μεσουρανούσε στην Ελλάδα πήγα στο κέντρο του. Ήταν στην πίστα ο Τόλης και τραγουδούσε. Με είδε, διέκοψε το τραγούδι και είπε στο κοινό δείχνοντας με: Αυτός είναι ο άνθρωπος που με βοήθησε να γίνω τραγουδιστής», θυμάται ο κ. Γιαννούδης.

Γνώρισε όλα τα αστέρια από κοντά και έχει να πει:
 Για τον κ. Χατζηχρήστο: «Μια χρυσή καρδιά με ανθρωπιά». Για το Ντ. Ηλιόπουλο: «Ο πιο ευγενής Έλληνας ηθοποιός». Για τη Σπ. Βρανά: «Τότε ήταν σεξοβόμβα. Στη Μελβούρνη συναντήθηκε με τον πρώτο της άνδρα, ο οποίος ζει στην Αυστραλία».
Ατελείωτες οι αναμνήσεις και οι εξιστορήσεις του Π. Γιαννούδη.

Πώς να χωρέσεις τόσες μνήμες, τόσες προβολές, τόσες περιοδείες, τόσες συγκινήσεις σε 250 σελίδες και σε μια κουβέντα;
«Ο κινηματογράφος», μας λέει «είναι η αντανάκλαση της ίδιας της ζωής».
Τα χρόνια πέρασαν και οι ελληνικοί κινηματογράφοι της Αυστραλίας έκλεισαν. Τώρα πια ο κ. Γιαννούδης, πότε-πότε κάνει ειδικές προβολές για τους Έλληνες ηλικιωμένους και μια φορά το χρόνο γίνεται ένα Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου με σύγχρονες ταινίες το οποίο, είναι αλήθεια, συγκεντρώνει πολύ κόσμο.

Τον θλίβει το γεγονός ότι ο ελληνικός κινηματογράφος πέθανε στην Αυστραλία;
«Εγώ λέω ότι ζει και όλοι με κοιτάζουν παράξενα», απαντά και συμπληρώνει:
«Μπορεί να έχει πεθάνει ως αντικείμενο ψυχαγωγίας, ως συνήθεια. Αλλά δεν έχει πεθάνει στη μνήμη όλων όσων έχουν ασχοληθεί έστω για μια στιγμή μαζί του. Δεν έχει πεθάνει για εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες που έζησαν μέσα σε εκείνες τις κινηματογραφικές αίθουσες της Αυστραλίας, εκείνη την Ελλάδα που άφησαν πίσω.
Ιδιαίτερα για όσους θεωρούνται αθεράπευτα ρομαντικοί, όπως εγώ, είναι πολύ δύσκολο να ξεχάσουμε τις ανεπανάληπτες στιγμές που ζήσαμε. Ο κινηματογράφος υπήρξε βασικός πυλώνας του πολιτισμού, ένα σχολείο για τον απόδημο Ελληνισμό και αυτό είναι που θέλησα να δείξω με το βιβλίο μου. Ελπίζω ότι κάποιοι θα παρακινηθούν να προχωρήσουν πιο πέρα τη δική μου έρευνα και καταγραφή» καταλήγει.