ΕΧΩ κάνει πολλά ταξίδια και δεκάδες χιλιάδες χιλιόμετρα (με όλα τα συγκοινωνιακά μέσα) σε διαφορετικές ηπείρους και χώρες του πλανήτη μας.

Ο κάθε τόπος έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες (και μοναδικές) ομορφιές και, πιστεύω, ότι αν μπω στη διαδικασία των συγκρίσεων όλο και κάποιον θα αδικήσω.

ΠΑΡ’ OΛΑ αυτά, θα το διακινδυνεύσω με τις χώρες των Λατίνων (που κάποτε ήταν των Ίνκας και πιο μπροστά άλλων) και θέλω να ελπίζω ότι θα μου συγχωρήσετε την επιπολαιότητα.

Η Νότια Αμερική, για κάποιους λόγους, είχε, πριν ακόμα την επισκεφθώ (για πρώτη φορά πριν δύο χρόνια), ένα ξεχωριστό χώρο στην καρδιά μου.

ΤΟ γιατί ούτε το ξέρω ούτε το ψάχνω. Άλλωστε, η καρδιά επιλέγει με τον δικό της μυστήριο (και ανεξήγητο) τρόπο που, τις περισσότερες φορές, ουδεμία σχέση έχει με τους μαθηματικούς κανόνες που ακολουθεί η λογική.

Η λίγη πείρα που έχω μέχρι σήμερα αποκτήσει ταξιδεύοντας, με έχει διδάξει ότι όσο πιο «ξένος» (και… επικίνδυνος) είναι ένας τόπος τόσο πιο συναρπαστικό είναι το ταξίδι.

ΚΑΙ η Λατινική Αμερική, αν και κατακτήθηκε, μετρήθηκε, μοιράστηκε και χαρτογραφήθηκε πριν πέντε αιώνες, παραμένει για εμάς τους… Ευρωπαίους (και συγχωρήστε μου την έκφραση), τους μυημένους εδώ και δύο χιλιετίες στο δυτικό πολιτισμό, ένας «ξένος» και… επικίνδυνος τόπος. Μην ξεχνάμε ότι το «ξένο» φέρει πάντα μέσα του κινδύνους.

ΤΟΥΤΟ το ταξίδι μέχρι στιγμής είναι από κάθε άποψη συναρπαστικό. Ένα πραγματικό πανηγύρι των ματιών!

ΟΠΟΥ και να κοιτάξεις βλέπεις καινούργια και πρωτόγνωρα πράγμα. Δεν διαφέρει μόνο η φύση της Νότιας Αμερικής, αλλά και η φύση των ίδιων των ανθρώπων της και του πολιτισμού τους.

ΜΙΛΑΜΕ για έναν εντελώς άλλο κόσμο που διαμορφώθηκε και έγινε αυτός που είναι, περνώντας μέσα από τα μοναδικά φίλτρα τούτου του ιδιαίτερου τόπου.

ΓΙΑΤΙ, σίγουρα, είναι άλλο πράγμα να γεννηθείς και να μεγαλώσεις στο λασπωμένο έδαφος των εύφορων πεδιάδων του Βελγίου και της Γερμανίας και εντελώς άλλο παρέα με τα σύννεφα στα φοβερά οροπέδια των Άνδεων. Η φύση η ίδια (σε προσαρμόζει στα μέτρα της) και σε κάνει άλλο άνθρωπο.

ΑΝ κοντά στα καινούργια πράγματα που βλέπουμε, κάθε ώρα της μέρας, προσθέσουμε και τον τρόπο που μετακινούμαστε από τόπο σε τόπο, το ταξίδι γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον.

Η μετακίνηση με τα δημόσια μέσα συγκοινωνίας είναι από μόνη της μια ξεχωριστή περιπέτεια σε τούτους τους τόπους. Είναι δύσκολη, κουραστική και, ενίοτε, επικίνδυνη στους κακοσχεδιασμένους, κακοφτιαγμένους (και ασυντήρητους) δρόμους των Άνδεων.

ΚΑΙ τους «φυσικούς» κινδύνους πολλαπλασιάζει ο τρόπος που οδηγούν οι ντόπιοι οδηγοί.

ΠΩΣ οδηγούν; Μα όπως ακριβώς παίζουν μπάλα! Με περίσσιο ενθουσιασμό και αυτοσχεδιάζοντας.

ΚΑΝΟΝΕΣ δεν υπάρχουν. Ή και να υπάρχουν δεν τους λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους. Ο καθένας κάνει ό,τι θέλει και όποιος προλαβαίνει περνάει.

Ο «αντίπαλος» οδηγός δέχεται προσωρινά την ήττα, αλλά στην επόμενη στροφή στην έχει στημένη και αλίμονό σου αν αγνοήσεις αυτόν το άγραφο νόμο.

ΤΟ «μία σου και μία μου» και «όλα εδώ πληρώνονται» στους δρόμους της Κολομβίας βρήκαν την απόλυτη δικαίωσή τους. Οι Κολομβιανοί οδηγοί, ιδιαίτερα των μικρών λεωφορείων (από 15 μέχρι 20 θέσεις), είναι πραγματικοί καμικάζι!

ΛΙΓΟ ο ενθουσιώδης χαρακτήρας τους και από κοντά ο ελεύθερος (και ξέφρενος) ανταγωνισμός που ακμάζει στις χώρες της Λατινικής Αμερικής τους έχουν κάνει (για να προλάβουν τους αντιπάλους) να παίρνουν στα χέρια τους όχι μόνο τη δική τους ζωή, αλλά και την ζωές των επιβατών τους.

ΟΙ τουριστικοί οδηγοί (όπως το Lonely Planet, για παράδειγμα) δεν τα συστήνουν στους ταξιδιώτες και τουρίστες των… πολιτισμένων χωρών, αλλά εμείς τα χρησιμοποιούμε, γιατί πηγαίνουμε από πόλη σε πόλη (που δεν πηγαίνουν όσα σέβονται τον εαυτό τους) και είναι βολικά γιατί έχουν τακτικά δρομολόγια.

ΕΠΕΙΔΗ τα χρησιμοποιούν οι ντόπιοι, ο ανταγωνισμός είναι πάρα πολύ μεγάλος και, ως εκ τούτου, είναι και πάρα πολύ φτηνά. Φτάνει να σας πω ότι μια απόσταση 200 χιλιομέτρων (για παράδειγμα) μας κοστίζει 4 με 5 δολάρια! Όσα σχεδόν πληρώνουμε, για να πάμε με ταξί από εκεί που τερματίζουν στο ξενοδοχείο!

ΣΤΑ αρνητικά τους συγκαταλέγεται ότι ούτε φεύγουν ούτε φτάνουν στον προορισμό τους την ώρα που σου υπόσχονται όταν πας να βγάλεις εισιτήριο.

ΦΕΥΓΟΥΝ όταν σχεδόν γεμίσουν και σταματούν κάθε τόσο στα χωριουδάκια ψαρεύοντας πελάτες, όπως συνήθως κάνουν και οι ταξιτζήδες της Αθήνας. Είπαμε, όλα τα καλά έχουν τα κακά τους και τους κινδύνους τους.

ΜΕ τέτοια μικρά λεωφορεία διασχίσαμε ολόκληρη την Κολομβία, διανυκτερεύοντας στις πιο ενδιαφέρουσες, κατά τη γνώμη μας, πόλεις. Και είχε αρκετές τέτοιες η Κολομβία, χτισμένες στο γνωστό αποικιακό στιλ που έχουν χτιστεί αρκετές παλιές πόλεις της Λατινικής Αμερικής.

ΜΙΑ τέτοια πόλη ήταν το Ποπαγιάν στη Νότια Κολομβία, κοντά στην «κακόφημη» πόλη Κάλι, άντρο του Πάμπλο Εσκομπάρ και των συμμοριών που διακινούν την κοκαΐνη.

Η διαδρομή από την Μπογκοτά μέχρι που περάσαμε στο Εκουαδόρ, ήταν μια άσκηση των ματιών σε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου. Η βλάστηση ήταν παντού πυκνή, αν και κινούμαστε πάντα σε υψόμετρο από 1000 έως 2.500 μέτρα, ανάμεσα στις ψηλές βουνοκορφές των Άνδεων που μας συνόδευαν σαν σκιές.

Η διαδικασία να περάσουμε από Κολομβία στο Εκουαδόρ ήταν πολύ γρήγορη και τυπική, αλλά δεν τελείωνε εκεί…

ΠΗΡΑΜΕ ένα ταξί για να μας πάει στην επόμενη πόλη του Εκουαδόρ που μείναμε ένα βράδυ, αλλά δεν είχαμε προλάβει να απομακρυνθούμε από τα σύνορα όταν μας σταμάτησε η αστυνομία για έλεγχο.

ΑΦΟΥ εξέτασαν προσεκτικά τα διαβατήριά μας, στη συνέχεια μας είπαν, με ύφος που δεν επιδέχονταν αντιρρήσεις, να κατεβάσουμε τους σάκους μας για να τους ψάξουν.

ΚΑΙ τους έψαξαν στην άκρη του δρόμου με τη βοήθεια ενός εκπαιδευμένου σκύλου, ο οποίος περισσότερη διάθεση είχε να παίξει μαζί μας παρά να σνιφάρει αν υπήρχε κόκα στις αποσκευές μας.

Ο μπάτσος που τον κουμαντάριζε προσπαθούσε με μια μπάλα του τένις που την έβαζε στους σάκους να τον αναγκάσει να μυρίσει, αλλά ο σκύλος δεν χαμπάριαζε και συνέχιζε να παίζει μαζί μας.

ΤΕΛΙΚΑ, τη δουλειά του σκύλου την έκανε ο μπάτσος και, αφού έψαξε και μας βρήκε «καθαρούς», μας έδωσε πίσω τα διαβατήρια και μας είπε ότι μπορούμε να φύγουμε.

Η πρώτη πόλη του Εκουαδόρ που διανυκτερεύσαμε ήταν το Τουλκάν. Και όταν λέμε πόλη σε τούτους τους τόπους, τις περισσότερες φορές εννοούμε πολλά εξαθλιωμένα χωριά μαζί.

ΜΙΑ τέτοια πόλη ήταν και το Τουλκάν, με μια εξαίρεση: είχε ένα σχετικά καλό κινέζικο εστιατόριο, ενώ ακριβώς απέναντι υπήρχε και ένα, επίσης καλό, (έτσι φαινόταν τουλάχιστον απέξω) κινέζικο ξενοδοχείο, βγαλμένο από τουριστική κάρτα του… Πεκίνου!

ΕΜΕΙΣ καταλήξαμε σε ένα άλλο ακριβώς απέναντι και στο οποίο πληρώσαμε μόνο 10 δολάρια. Για τα χρήματα που δώσαμε καλύτερο δεν γίνονταν και ήταν και καθαρό και είχε και ζεστό νερό.

ΤΗΝ επόμενη το πρωί ξεκινήσαμε για την πρωτεύουσα του Εκουαδόρ, το θρυλικό Κίτο, για το οποίο και θα μιλήσουμε στο επόμενο κομμάτι. Μέχρι τότε να είστε καλά. Το ίδιο προσπαθώ να κάνω και εγώ.