Έχω ήδη αναφερθεί αρκετά στην τελευταία, σπουδαία και αυτή, ταινία του Κλιντ Ίστγουντ. Πιασάρικο το θέμα του «Η ζωή μετά» («Ηereafter», ΗΠΑ, 2010), η «μετά θάνατον ζωή», το άγνωστο του «άλλου κόσμου», που πάντοτε τον γοήτευε. Η ταινία κινείται σε τρεις πόλους, με ισάριθμες διαφορετικές ιστορίες. Τρεις άνθρωποι στοιχειωμένοι από τον θάνατο. Στο Σαν Φρανσίσκο ένα πρώην μέντιουμ ( Ματ Ντέιμον ) προσπαθεί να απαλλαγεί από το «χάρισμα» του να αντιλαμβάνεται τι έχει συμβεί στη ζωή αυτού που αγγίζει. Με την αφή νιώθει την τραγωδία και «επικοινωνεί» με τα φαντάσματα. «Ορισμένες φορές δεν είναι καλό να ξέρεις τα πάντα για τον άλλον» μονολογεί. Και έχει δίκιο. Στο Παρίσι μια γαλλίδα δημοσιογράφος (Σεσίλ ντε Φρανς) προσπαθεί να συνέλθει από την εμπειρία του θανάτου την οποία έζησε κατά τη διάρκεια ενός τσουνάμι στην Ινδονησία. Και στο Λονδίνο ένα αγόρι (Φράνκι Μακ Λάρεν) δεν μπορεί να χωνέψει τον θάνατο του δίδυμου αδελφού του και αναζητεί απεγνωσμένα απαντήσεις.

Η σκηνοθετική μαγεία (και σοφία) του Κλιντ Ίστγουντ φαίνεται στον τρόπο με τον οποίο συνδέει το απολύτως ρεαλιστικό με το απολύτως μεταφυσικό. Η σκηνή του τσουνάμι αλλά και του τροχαίου δυστυχήματος είναι τόσο ρεαλιστικά γυρισμένες που τρομάζεις από την αμεσότητά τους. Όταν όμως το μέντιουμ αγγίζει κάποιον για να επικοινωνήσει με τον άλλο κόσμο, η επεξεργασία της σκηνής γίνεται με τέτοια φυσικότητα, με τέτοια απλότητα και ακρίβεια στην περιγραφή, ώστε να πιστεύεις τα απίστευτα. Με την τρομερή σκηνοθετική ηρεμία του ο Ίστγουντ δίνει ανάσες στη νεκρώσιμη ατμόσφαιρα της ταινίας και τελικά αυτή η ηρεμία λειτουργεί σχεδόν θεραπευτικά.

Πού καταλήγει όλο αυτό; Απλό: στην αγάπη. Η αγάπη σε όλες τις μορφές της είναι η μόνη λύτρωση. Οι λύσεις βρίσκονται ανάμεσα σε εμάς τους ζωντανούς και όχι στους «άλλους». Ο Ίστγουντ προασπίζεται αυτή την άποψη με αληθινή πίστη την ώρα που αερίζει το δράμα με σκιές από χιούμορ, κυρίως σε ό,τι αφορά τους τσαρλατάνους μέντιουμ που εκμεταλλεύονται τον ανθρώπινο πόνο για το κέρδος.