Παναυστραλιανή έρευνα φέρνει στην επιφάνεια συνταρακτικά στοιχεία όσον αφορά το οικονομικό κόστος της οικογενειακής βίας, αποκαλύπτοντας ότι στοιχίζει $13 δις. το χρόνο στην οικονομία της χώρας.

Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Ν.Ν.Ουαλίας, με επικεφαλής τη δρα Μπραφ, πήραν συνεντεύξεις από τα θύματα βίας αλλά και τα κέντρα παροχής υπηρεσιών σ’ αυτά.
«Πρόκειται για ένα απίστευτο πραγματικά κόστος στην αυστραλιανή οικονομία, όχι μόνο όσον αφορά τα μέσα αντιμετώπισης του προβλήματος, αλλά και τις επιπτώσεις που έχει αυτό στην εργασία και παραγωγικότητα, στο σύστημα υγείας, στο νομικό σύστημα, για να αναφερθώ στα κυριότερα», θα πει η δρ. Μπραφ.

Από την ίδια έρευνα προκύπτει ότι η οικογενειακή βία έχει σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομική κατάσταση των γυναικών κατά τη διάρκεια του δεσμού αλλά και μετά τη διάλυση της σχέσης.

H απόφαση να μείνει ή να φύγει η γυναίκα από έναν βίαιο δεσμό, συχνά, ρυθμίζεται από οικονομικούς παράγοντες.
Τα χρήματα είναι, συνήθως, η αφορμή ή το εμπόδιο στην αποχώρηση.

Οικονομικά προβλήματα επηρεάζουν, επίσης, την ανάκαμψη της γυναίκας από την κακοποίηση. Δικηγορικά έξοδα, παιδικοί σταθμοί και χρέη που δημιουργήθηκαν και από τα δύο μέρη κατά τη διάρκεια της συμβίωσης, είναι ο ανήφορος που έχει να αντιμετωπίσει η κακοποιημένη γυναίκα μετά τον χωρισμό.
Η δρ. Μπραφ θα πει ότι οι άντρες θα πρέπει να είναι υποχρεωμένοι να δώσουν λόγο για την κακοποίηση των γυναικών και την επίδραση που έχει η συμπεριφορά τους στην οικονομική κατάσταση των γυναικών.

«Θα πρέπει -μέσω του συστήματος δικαιοσύνης- να είναι υπεύθυνοι για τα χρέη και την εξόφληση λογαριασμών», τόνισε.
Μία από τις προτάσεις της έρευνας είναι οι κυβερνήσεις και οι χρηματοδοτικοί οργανισμοί να στηρίζουν τις κακοποιημένες γυναίκες με το να τις βοηθούν να έχουν πρόσβαση σε χαμηλότοκα δάνεια και οι εργοδότες να έχουν προγράμματα που θα τις διευκολύνουν στο χώρο εργασίας, όπως ελαστικά ωράρια, παιδική φροντίδα κ.ά.