Έμμεσο πλην σαφές εκλογικό δίλημμα προσανατολίζεται να θέσει προς τα κυβερνητικά στελέχη και κυρίως προς τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ ο πρωθυπουργός κ. Γ. Παπανδρέου, παράλληλα με την παρουσίαση των έκτακτων μέτρων για το 2011 και του Μεσοπρόθεσμου Σχεδίου 2013 – 2015, συνολικού ύψους 26 δισ. ευρώ που θα παρουσιαστεί στις 15 Μαΐου.

Ο κ. Παπανδρέου θα εμφανίσει τα ανωτέρω μέτρα, σε συνδυασμό με την ταχεία και αποτελεσματική προώθηση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων, ως αναγκαίες προϋποθέσεις για τη «διαχείριση» του προβλήματος ελλείμματος και χρέους της χώρας, μετά το πρώτο τρίμηνο του 2012, οπότε και λήγει το δάνειο από την τρόικα, και θα ζητήσει τη συντεταγμένη πορεία κυβέρνησης και Κ. Ο. μέχρι την ψήφιση των σχετικών νομοσχεδίων, στις αρχές Ιουνίου.

Εάν ο κ. Παπανδρέου διαπιστώσει ότι εγείρονται ενστάσεις, όπως κατά το τελευταίο υπουργικό συμβούλιο για τις αποκρατικοποιήσεις, ή ότι εκδηλώνεται κύμα αντιδράσεων και πολυφωνίας στους κόλπους των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ που εκ των πραγμάτων θα λειτουργεί ως σύμμαχος προς την κριτική της Ν.Δ., φέρεται αποφασισμένος να επιλέξει την «καθαρή λύση» των πρόωρων εκλογών, πριν οι σχετικές ρυθμίσεις οδηγηθούν προς ψήφιση στη Βουλή. «Δεν θα περιμένω να με ρίξουν στην ψηφοφορία για το Μεσοπρόθεσμο στις αρχές Ιουνίου», είναι με άλλα λόγια η σαφής τοποθέτηση του πρωθυπουργού, στην περίπτωση κατά την οποία διαπιστωθεί από τοποθετήσεις στελεχών του ΠΑΣΟΚ αμφισβήτηση του πυρήνα των πολιτικών του.

Εάν όντως οι εξελίξεις οδηγηθούν στο ανωτέρω αδιέξοδο, είναι προφανές ότι το πλέγμα πολιτικών που θα έχει αναπτύξει έως τότε η κυβέρνηση θα αποτελέσει την προεκλογική πλατφόρμα του ΠΑΣΟΚ, ενώ τα ψηφοδέλτια του κυβερνώντος κόμματος «θα εκκαθαριστούν» από τους διαφωνούντες με την ασκούμενη οικονομική πολιτική. Έτσι ερμηνεύεται, εξάλλου, από κυβερνητικά στελέχη η αποστροφή του κ. Γ. Παπανδρέου στην προ δεκαημέρου συνεδρίαση της Κοινβουλευτικής Ομάδας, ότι είναι αποφασισμένος «να προχωρήσει με τους πρόθυμους».

Επί της ουσίας, υπό το βάρος των εσωκομματικών αντιδράσεων, ο κ. Παπανδρέου επιλέγει σ’ αυτή την κρίσιμη καμπή της κυβερνητικής πορείας μια κίνηση υψηλού ρίσκου προτάσσοντας το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, όπως είχε πράξει πριν από τις αυτοδιοικητικές εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου. Μόνο που τότε, αποδέκτης του διλήμματος ήταν το σύνολο των ψηφοφόρων, ενώ τώρα το ίδιο το κόμμα του. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν στενοί του συνεργάτες, ο πρωθυπουργός όντως δεν επιθυμεί τις πρόωρες εκλογές. Εάν ήθελε να τις εκβιάσει, θα είχε αποδεχθεί εισηγήσεις το Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο να ψηφιστεί από αυξημένη πλειοψηφία 180 βουλευτών, όπως έχουν εισηγηθεί κορυφαίοι υπουργοί και δημοσίως η κ. Ντόρα Μπακογιάννη. Ομως, από την άλλη πλευρά, δεν πρόκειται να επιτρέψει η κυβέρνηση να προχωρήσει τραυματισμένη, εν μέσω κλυδωνισμών και κατά αναποτελεσματικό τρόπο, όταν η χώρα καλείται επί της ουσίας να δώσει μάχη επιβίωσης.

«ΠΙΟ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΠΟΤΕ»

Εξάλλου, μέρα με την ημέρα, το κλίμα για την Ελλάδα επιβαρύνεται δραματικά, όχι μόνο λόγω των συνεχιζόμενων επιθέσεων από τις αγορές που προεξοφλούν τη χρεοκοπία της χώρας, αλλά και στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΔΝΤ, που διαπιστώνουν ότι τα συμφωνηθέντα στο πλαίσιο του υφιστάμενου Μνημονίου είτε δεν τηρούνται ή εφαρμόζονται πλημμελώς, με στενό συνεργάτη του πρωθυπουργού να αναγνωρίζει πως σε σχέση με τους προηγούμενους ελέγχους της τρόικας «τον Μάιο θα βρισκόμαστε πιο πίσω από ποτέ».

Σε σχέση με τον συζητούμενο ανασχηματισμό, πληροφορίες αναφέρουν πως η όποια κίνηση του πρωθυπουργού θα εκδηλωθεί μετά την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Σχεδίου. Είναι προφανές πως ο κ. Γ. Παπανδρέου δεν επιθυμεί προβαίνοντας σε αλλαγές στην παρούσα φάση να δημιουργήσει μια νέα στρατιά «δυσαρεστημένων» βουλευτών, όταν ήδη στην Κοινοβουλευτική Ομάδα εκδηλώνονται ισχυρές φυγόκεντρες τάσεις. Σύμφωνα με στενούς του συνεργάτες, ο κ. Παπανδρέου θα συνυπολογίσει κατά τις επιλογές του, πρώτον, τις υπόγειες και δημόσιες διαφωνίες και εντάσεις μεταξύ υπουργών του. Δεύτερον, σε ποια μέλη του υπουργικού συμβουλίου θα δείξει «κίτρινες κάρτες» η τρόικα στον επερχόμενο έλεγχο. Και τρίτον, την ανάγκη να μεταδοθεί στην κοινή γνώμη μήνυμα «επανεκκίνησης» της κυβέρνησης, προσέγγιση που εκ των πραγμάτων επιβάλλει μεταβολές στο οικονομικό επιτελείο.