Το πρώτο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα από την ελληνική προς την ιταλική χερσόνησο, κατά τη νεότερη εποχή, σημειώνεται στις παραμονές και τις πρώτες δεκαετίες που ακολούθησαν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς. Το μέγεθος αυτής της πληθυσμιακής μετακίνησης δεν είναι δυνατό να υπολογιστεί ούτε για το σύνολο της Ιταλίας ούτε —ακόμα— και για τις επιμέρους ελληνικές εστίες. Μερικοί υπολόγισαν ότι στα μέσα του 16ου αιώνα ζούσαν ήδη στην Ιταλία τουλάχιστον 40.000 ελληνορθόδοξοι, που προέρχονταν από την τουρκοκρατούμενη και φραγκοκρατούμενη Ανατολή.

Πάντως, εκείνο που είναι αναμφισβήτητο, είναι η πρωτοκαθεδρία, έως τον 18ο αιώνα, της ελληνικής παροικίας στη Βενετία, τόσο από την άποψη του πληθυσμού της όσο και της οργάνωσης και των πολιτιστικών της επιδόσεων. Στα τέλη, π.χ., του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα, ο αριθμός των Ελλήνων στην πόλη των τεναγών κινείτο γύρω στις 5.000 ψυχές. Η οργάνωση της ελληνικής κοινότητας άρχισε αρκετά νωρίς (από το 1498) και η εκκλησία της (ο ναός Αγίου Γεωργίου, ο λαμπρότερος της πρώιμης περιόδου της ιστορίας της νεοελληνικής Διασποράς) ολοκληρώθηκε (μετά από 34 χρόνια εργασιών) το 1573. Η παροικία απέκτησε, επίσης, σχολείο, που εξελίχθηκε αργότερα στην περίφημη Φλαγγίνειο Σχολή (1665-1797), νοσοκομείο, μοναστήρι γυναικών και βιβλιοθήκη. Τα μέλη της, επίσης, συνέβαλαν —με ποικίλους τρόπους (εκδόσεις, κληροδοτήματα, καλλιτεχνική και φιλολογική δραστηριότητα, εμπορικές επιχειρήσεις κ.λπ.)— στην πολιτιστική αναγέννηση του υπόδουλου γένους, αλλά και στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.

Η σταδιακή κάμψη της βενετικής δύναμης και η οικονομική παρακμή της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας, σε συνδυασμό με την αντίστροφη ανάπτυξη άλλων λιμανιών της ιταλικής χερσονήσου —κυρίως του Λιβόρνου και της Τεργέστης— από τα μέσα του 18ου αιώνα και εξής, επηρέασαν ανάλογα και τις εξελίξεις στις ελληνικές παροικίες της ιταλικής χερσονήσου.

Η ελληνική παρουσία στο Λιβόρνο είχε γίνει αισθητή ήδη από τον 17ο αιώνα, αλλά οι αντιθέσεις ανάμεσα στους «ενωτικούς» (ουνίτες) και τους ορθοδόξους καθυστέρησε την αναδιοργάνωση της παροικίας, η οποία μόλις το 1760 απέκτησε το δικό της ορθόδοξο ναό της Αγίας Τριάδας. Η ανάπτυξη του λιμανιού της Τεργέστης ευνοήθηκε και από την πολιτική που εφάρμοσε για την περιοχή οι αυτοκράτορες των Αψβούργων. Έτσι, από τον πυρήνα των πρώτων ελληνικών οικογενειών, που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Τεργέστη το 1748, έχουμε τη σταδιακή ανάδυση μιας από τις πιο δυναμικές ελληνικές παροικίες της Ιταλίας. Το 1755 γίνονται τα εγκαίνια της ορθόδοξης εκκλησίας Ευαγγελιστρίας και του Αγ. Σπυρίδωνα. Η κοινότητα, ωστόσο, θα αναγκαστεί μερικά χρόνια αργότερα (1782-1787) να οικοδομήσει νέα εκκλησία (το ναό της Αγ. Τριάδας και του Αγ. Νικολάου), επειδή η παλαιότερη περιήλθε, ύστερα από εσωτερικές διαμάχες στον ορθόδοξο πληθυσμό της πόλης, στη δικαιοδοσία των Σέρβων.

Η ελληνική παρουσία στην Κεντρική και ιδιαίτερα τη Νότια Ιταλία και τη Σικελία, δεν περιορίστηκε μόνο στα αστικά κέντρα και τα λιμάνια. Απλώθηκε με μόνιμες εγκαταστάσεις και στην ύπαιθρο. Οι σημαντικότερες «αστικές» ελληνικές εστίες δημιουργήθηκαν στην Αγκώνα, τη Νεάπολη, τη Μεσσήνη και το Παλέρμο. Από αυτές αναδείχθηκε η κοινότητα της Νεάπολης («πρωτεύουσα» της ισπανοκρατούμενης Κάτω Ιταλίας έως το 1713 και του βουρβονικού βασιλείου στη συνέχεια). Η κοινότητα απέκτησε από τον 16ο αιώνα (1513) τον πρώτο της ναό (των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, που ανακαινίστηκε επανειλημμένα στα επόμενα χρόνια) και οργανώθηκε σε Αδελφότητα (Confratarnita) από το 1561 (αποκτώντας το 1593 ιδιαίτερο καταστατικό). Αξιόλογες ήταν, έως τον 17ο αιώνα, και οι ελληνικές εγκαταστάσεις στην ύπαιθρο της Απουλίας και της Καλαβρίας. Αλλά οι ασφυκτικές πιέσεις της Αγίας Έδρας και του τοπικού λατινικού κλήρου επέφεραν το σταδιακό εκκαθολικισμό των ελληνορθόδοξων χωριών και, έως ένα βαθμό, και τον εξιταλισμό τους.

Πάντως, από τον πλήρη εξιταλισμό ξέφυγαν —ίσως λόγω της γεωγραφικής τους απομόνωσης— μερικές από τις παλαιότερες ελληνόφωνες εστίες της Απουλίας και της Καλαβρίας (Grecia Salentina και επαρχία Bovese), που ανάγονται στους αρχαϊκούς εποικισμούς (που δημιούργησαν τη Μεγάλη Ελλάδα) ή σε μετοικεσίες της βυζαντινής περιόδου.

Η πίεση της Καθολικής Εκκλησίας στους ελληνορθόδοξους πληθυσμούς της Ιταλίας επηρέασε αρνητικά και όλες σχεδόν τις ελληνικές εστίες της χερσονήσου και της Σικελίας. Όμως και άλλα ιστορικά αίτια επιτάχυναν το μαρασμό του ιταλιωτικού Ελληνισμού, με αποτέλεσμα τη δραματική του συρρίκνωση, ιδιαίτερα στις αρχές του 19ου αιώνα. Κάποια αναζωογόνηση παρατηρήθηκε κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα προπάντων, όταν οι κοινότητες ανέκτησαν (μετά από πολύχρονους δικαστικούς αγώνες) τις εκκλησίες και ένα μέρος της ακίνητης περιουσίας τους. Αλλά η ελληνική παρουσία στην Ιταλία θα ξαναγίνει αισθητή αρκετά χρόνια αργότερα, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αρχικά με την εγκατάσταση στη χώρα Ελλήνων από τα Δωδεκάνησα, την Ήπειρο, την Αθήνα, την Αίγυπτο, την Αιθιοπία και τη Λιβύη, αλλά και πολλών από τους χιλιάδες Έλληνες φοιτητές των ιταλικών πανεπιστημίων, που μετά το πέρας των σπουδών προτίμησαν (συνήθως λόγω μικτών γάμων) να παραμείνουν στην Ιταλία. Πολλοί, επίσης, κατέφυγαν στην Ιταλία στα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας, βρήκαν επαγγελματικές διεξόδους και δεν επέστρεψαν στην Ελλάδα.

ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ

Σύμφωνα με υπολογισμούς των ελληνικών προξενικών Αρχών, το 1992 ζούσαν στην Ιταλία 21.000 Έλληνες, από τους οποίους η μεγάλη πλειονότητα (14.000) ήταν φοιτητές ιταλικών πανεπιστημίων. Από αυτό το φοιτητικό πληθυσμό προέρχεται και το μέγιστο τμήμα του σημερινού ελληνικού στοιχείου της Ιταλίας, το οποίο, με βάση τους υπολογισμούς της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων Ιταλίας, κινείται γύρω στις 30.000. Στο μέγεθος αυτό συναριθμούνται και οι οικογένειες που προέρχονται από μικτούς γάμους.

Το γεγονός ότι από το 1988 οι Ευρωπαίοι κινούνται στις χώρες της Ένωσης ως «διακινούμενοι εργαζόμενοι» και ισότιμοι «κοινοτικοί» πολίτες μιας ενιαίας πατρίδας, συνετέλεσε όχι μόνο στην αύξηση του αριθμού των Ελλήνων της ιταλικής χερσονήσου, αλλά και στη μονιμότερη εγκατάστασή τους. Τα δημογραφικά μας δεδομένα, πάντως, παραμένουν αβέβαια. Τα στοιχεία των κατά περιοχές ελληνικών κοινοτήτων και συλλόγων (που δεν είναι επίσημα) εμφανίζουν την εξής εικόνα: Στην Τεργέστη ζουν περίπου 750 με 800 Έλληνες, στην Πάδοβα και τη Βενετία 700 με 750, στη Λομβαρδία και την πρωτεύουσά της Μιλάνο, 1.700 έως 1.800, στη Γένοβα —και γενικότερα στη Λιγουρία— 300 με 350, στο Τουρίνο και το Πεδεμόντιο (Piemonte) 200 με 250. Στην Μπολόνια και την περιοχή Εμίλια-Ρομάνια ζουν 2.300 με 2.500 άτομα, στην Τοσκάνη 1.000 με 1.100, στις Μάρκες 130 με 150, στο Αμπρούτσο και την Ουμβρία 180 με 200. Στο Λάτιο και τη Ρώμη υπάρχει, επίσης, πολυάριθμη ελληνική παροικία από 2.700 έως 2.800 άτομα. Στην Κάτω Ιταλία ο αριθμός τους (που δεν θα πρέπει να συγχέεται με τους ελληνόφωνους κατοίκους αυτών των περιοχών) ανέρχεται στα 230 με 250 άτομα στην Απουλία, γύρω στα 800 στην Καμπανία και την Καλαβρία, 130 με 150 στη Σικελία και 50 στη Σαρδηνία.

Οι περισσότεροι Έλληνες που ζουν σήμερα στην Ιταλία είναι, κατά κανόνα, άνθρωποι με μεσαία ή ανώτερη μόρφωση, που εργάζονται ως επαγγελματίες (πολλοί ιατροί) ή επιχειρηματίες (έμποροι και καταστηματάρχες), ανώτεροι υπάλληλοι μεγάλων επιχειρήσεων, εργαζόμενοι σε ναυτιλιακές, τουριστικές και ταξιδιωτικές επιχειρήσεις, κυρίως ελληνικών συμφερόντων. Η συντριπτική πλειοψηφία τους ανήκει στη μεσαία και, μάλλον, εύπορη τάξη. Ανάμεσά τους και μερικοί ονομαστοί απόγονοι παλαιότερων Ελλήνων μεταναστών, όπως π.χ. η γνωστή ηπειρωτικής καταγωγής οικογένεια χρυσοχόων Βούλγαρη (Bulgari), η οικογένεια Νέσση, επίσης από την Ήπειρο, που διατηρεί στη Ρώμη εργαστήρια κατεργασίας αργύρου, κ.ά.

ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΟΙΚΙΑΚΕΣ ΣΥΣΣΩΜΑΤΩΣΕΙΣ

Η Ομοσπονδία Ελληνικών Κοινοτήτων της Ιταλίας ιδρύθηκε στην Μπολόνια το 1988. Σύμφωνα με τα στοιχεία της, στην Ιταλία υπάρχουν σήμερα 15 ελληνικές κοινότητες: στη Βενετία, τη Γένοβα, την Εμίλια Ρομάνα, το Μιλάνο, τη Νεάπολη και Καμπανία, την Παβία, το Παλέρμο, την Πάρμα, την Πίζα, την Τεργέστη, τη Ρώμη και το Λάτιο, το Μπρίντιζι, το Λέτσε, τη Φότζια και τα Καπιτανάτα και τη Φλωρεντία. Σε ορισμένες πόλεις, όπως στο Τορίνο, υπάρχουν μόνο σύλλογοι Ελλήνων.

Η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία είναι, επίσης, σοβαρός παράγοντας συσπείρωσης του Ελληνισμού της Ιταλίας. Στις αδελφότητες, κοινότητες και ενορίες της Ορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Ιταλίας λειτουργούν ενοριακά συμβούλια, βιβλιοθήκες, σύλλογοι κυριών και δεσποινίδων, πολιτισμικές και φιλανθρωπικές επιτροπές, φοιτητικοί σύλλογοι και σύλλογοι ιταλοελληνικής φιλίας. Στην Ιταλία υπάρχουν επίσης και μερικά ελληνορθόδοξα μοναστήρια και μετόχια. Τα ιστορικά ελληνόρρυθμα (di rito greca) μοναστικά κέντρα της χερσονήσου (π.χ. της χιλιόχρονης Κρυπτοφέρρης — (Grottaferrata) έχουν προ πολλού πάψει να είναι ελληνόφωνα, χωρίς, όμως, να διακόψουν το ενδιαφέρον τους για το βυζαντινό και το νεότερο ελληνορθόδοξο κόσμο.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ

Οι Έλληνες στην Ιταλία είναι ενσωματωμένοι σε ικανοποιητικό βαθμό στην ιταλική κοινωνία, αλλά διατηρούν στενές σχέσεις και με την Ελλάδα. Πολλοί, μάλιστα, διατηρούν διπλή ιθαγένεια. Η επικοινωνία στον επιχειρηματικό τομέα διευκολύνθηκε μετά την ίδρυση, το 2000 στη Ρώμη, του ελληνοϊταλικού εμπορικού και βιομηχανικού επιμελητηρίου. Αλλά και οι απόφοιτοι των ιταλικών πανεπιστημίων δεν έπαψαν να καλλιεργούν τις επαφές τους με την Ιταλία. Δεν είναι τυχαίο το ότι ιδρύθηκε στα τέλη του 1999 στην Αθήνα ο Σύνδεσμος Ελλήνων Αποφοίτων Ιταλικών Πανεπιστημίων.
Μεταξύ των Ελλήνων της Ιταλίας συμπεριλαμβάνεται και περιορισμένος αριθμός Ελληνοκυπρίων, εργαζομένων και σπουδαστών, που είναι ενσωματωμένοι στις κατά τόπους ελληνικές κοινότητες.
Το φαινόμενο της παλιννόστησης αφορά κυρίως τους υπαλλήλους που εργάζονται σε ελληνικές δημόσιες υπηρεσίες και λιγότερο στους μόνιμα εγκατεστημένους.
Αρκετοί από τους Έλληνες που έχουν διπλή ιθαγένεια παίρνουν ενεργό μέρος στην πολιτική ζωή της χώρας. Εννέα Έλληνες είναι εκλεγμένοι σε όργανα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ

Το σημαντικότερο ελληνικό πολιτιστικό ίδρυμα της Ιταλίας, και ένα από τα πιο αξιόλογα ολόκληρου του κόσμου, βρίσκεται στη Βενετία. Είναι το Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών, που στεγάζεται στο κτίριο του Φλαγγινιανού Φροντιστηρίου. Το Ινστιτούτο, στο οποίο η ελληνική κοινότητα της πόλης μεταβίβασε όλη την περιουσία της, ιδρύθηκε το 1951. Είναι το μοναδικό ελληνικό κέντρο μεταπτυχιακών σπουδών και ερευνών στο Εξωτερικό. Παρέχει υποτροφίες σε Έλληνες επιστήμονες, οργανώνει πολιτιστικές εκδηλώσεις, συναντήσεις και συνέδρια, και πραγματοποιεί σπουδαίες εκδόσεις για την ιστορία του ελληνισμού της Ιταλίας και γενικότερα της Διασποράς (ανάμεσα στις εκδόσεις αυτές κεντρικό ρόλο έχει το επιστημονικό περιοδικό του, τα Θησαυρίσματα).

Η βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου (μία από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες του εξωτερικού για το βυζαντινό και νέο ελληνισμό) διαθέτει μεταξύ άλλων και 2.000 σπάνια βιβλία, κυρίως εκδόσεις των ελληνικών τυπογραφείων της Βενετίας, και πλούσιες συλλογές χειρογράφων και σπουδαίων βυζαντινών και μεταβυζαντινών εικόνων. Στη Βενετία υπάρχει, επίσης, το Ελληνοϊταλικό Πολιτιστικό Κέντρο Η Πλάκα. Η ελληνική κοινότητα της πόλης φροντίζει, μεταξύ άλλων, και για την καλύτερη γνωριμία των Ιταλών με την Ελλάδα. Σημαντικό ρόλο στον τομέα αυτό διαδραματίζει ο ιταλοελληνικός πολιτιστικός σύλλογος Associazione Culturale Italia-Grecia.

Αρκετά πλούσια πολιτιστική δραστηριότητα αναπτύσσει και η Ελληνική Κοινότητα Ρώμης και Λατίου (εκθέσεις, συναυλίες ελληνικής μουσικής, παραστάσεις ελληνικού θεάτρου, ελληνικών χορευτικών συγκροτημάτων, συναντήσεις με έλληνες λογοτέχνες και ιστορικούς κ.ά.). Ενδεικτικά ας αναφερθούν εδώ η έκθεση Risorgimento Greco e filellenismo italiano (1986), καθώς και η έκθεση ζωγραφικής του 1998, με έργα 22 Ελλήνων ζωγράφων που ζουν και εργάζονται στην Ιταλία. Οι εκδηλώσεις αυτές προβάλλονται από ένα αρκετά κατατοπιστικό για τη δράση των Ελλήνων στην Ιταλία δελτίο, το μηνιαίο Foro Elleniko, που εκδίδεται με τη φροντίδα του Γραφείου Τύπου της ελληνικής πρεσβείας στη Ρώμη.

Στην Τεργέστη, από το δεύτερο μισό του 19ου έως τις αρχές του 20ού αιώνα εκδίδονταν οι εφημερίδες Η Ημέρα Ι Νέα Ημέρα και Κλειώ. Σήμερα στο κτίριο όπου στεγάζεται η κοινότητα λειτουργεί μουσείο με βυζαντινές εικόνες και πίνακες ζωγραφικής και φυλάσσεται η πλούσια βιβλιοθήκη και το αρχείο της. Η κοινότητα της Παβίας εκδίδει το μηνιαίο περιοδικό Η Φωνή. Επίσης, από το 2001 αποφασίστηκε η οργάνωση κάθε χρόνο μιας «Ελληνικής Εβδομάδας». Η Σικελική Ελληνική Κοινότητα Τρινάκρια συνεργάζεται με τα Πανεπιστήμια Παλέρμο και Αθήνας καθώς και με το σικελικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών Bruno Lavagnini, για την οργάνωση επιστημονικών και πολιτιστικών εκδηλώσεων. Ιταλοελληνικοί πολιτιστικοί σύλλογοι υπάρχουν και στις πόλεις Κρεμόνα (Διονύσιος Σολωμός) και Περούτζια (Associaziope Culturale Umbria-Grecia Alario Silvestri).

Ιδιαίτερη μνεία οφείλεται στη δραστηριότητα του Ιταλού εκδότη Νικόλα Κροτσέτι (Crocetti), από το Μιλάνο, ο οποίος από το 1998 άρχισε να εκδίδει σε ιταλικές μεταφράσεις έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Μέχρι τα μέσα του 2005 είχαν κυκλοφορήσει πάνω από 50 βιβλία. Το παράδειγμά του άρχισαν από το 2000 να ακολουθούν και οι εκδότες Ντοντζέλι (Donzelli) της Ρώμης, Αστέριος (Asterio) της Τεργέστης, Μπομπιάνι (Bompiani), Μπιέττι (Bietti) του Μιλάνου και άλλοι.
Τέλος, σε αρκετά ιταλικά πανεπιστήμια υπάρχουν Έδρες Νεοελληνικών και Βυζαντινών Σπουδών, με Έλληνες και Ιταλούς καθηγητές. Σε όλες τις πόλεις της Ιταλίας, όπου υπάρχουν πολυάνθρωπες ελληνικές παροικίες, λειτουργούν, επίσης, σχολεία ελληνικής γλώσσας με τη φροντίδα των κοινοτήτων ή της Εκκλησίας.