Α. ΜΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΛΒΑΝΙΑ ΕΧΕΙ ΘΕΣΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΚΡΑΤΗ

Σύμφωνα με δηλώσεις της προϊσταμένης του τμήματος παρακολούθησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Διεύρυνση, Μάρτα Γκαρσία Φιντάλγκο, στις αρχές Ιουνίου, όλες οι επισημάνσεις του Οκτωβρίου 2011, αγνοήθηκαν από την αλβανική κυβέρνηση:
1. Το Κοινοβούλιο δεν λειτουργεί σωστά
2. Ο διορισμός του Διαμεσολαβητή και των μελών του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου απαιτούν κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
3. Δεν έγιναν οι απαραίτητες τροποποιήσεις του νομοθετικού πλαισίου σύμφωνα με τις συστάσεις του ΟΑΣΕ.
4. Δεν ακολουθούνται τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα στην οργάνωση της εκλογικής διαδικασίας.
5. Οι προσλήψεις στη δημόσια διοίκηση εξακολουθούν να γίνονται με αδιαφανή κριτήρια και διαδικασίες.
6. Η διαφθορά στο δικαστικό σώμα παραμένει ανησυχητική. Δεν σημειώθηκε καμία πρόοδος.
7. Σε ανησυχητικό επίπεδο βρίσκεται το λαθρεμπόριο ναρκωτικών και το εμπόριο ανθρώπων.
8. Δεν σημειώθηκε πρόοδος στα δικαιώματα ιδιοκτησίας.

9. Είναι κάκιστη η μεταχείριση των ευαίσθητων κοινωνικά ομάδων, των κρατουμένων και των ανθρώπων με ψυχικά προβλήματα.

10. Συνεχίζεται η κακομεταχείριση και η υπερβολική άσκηση βίας στη διάρκεια της σύλληψης και κράτησης από την αστυνομία.

Η χερσόνησος του Αίμου, είναι μια κατ’ εξοχήν ενδιαφέρουσα περιοχή για την σύγχρονη Ελλάδα και, κατά συνέπεια, και για την Ευρώπη. Η γεωοικονομία, η πολιτική, ο πολιτισμός, η ιστορία, το συνηγορούν. Το αλβανικό Κράτος είναι ένα τμήμα αυτής της αξιοπρόσεκτης γεωγραφικής ενότητας.

Η σύγχρονη Αλβανία, χωρίς να έχει διαρρήξει τους παραδοσιακούς δεσμούς της με την Τουρκία και την Ιταλία, δείχνει να προσπαθεί να κερδίσει το έδαφος που έχασε κατά την περίοδο της διεθνούς αυτοαπομόνωσής της. Προσχώρησε στην Ατλαντική Συμμαχία και με ιδιαίτερη θέρμη εκδηλώνει την προσκόλλησή της στο άρμα των ΗΠΑ. Σε αυτή της τη στάση συμβάλει, εκτός των άλλων, και η προσδοκία της να «ανταμειφθεί» στο θέμα της απόσχισης του Κοσσυφοπεδίου -μέρους ή όλου- και της μετέπειτα προσάρτησής του σε αυτήν. Το Κράτος, άμεσα ή έμμεσα, προβάλλει συστηματικά θέματα που τα ονομάζει εθνικά, αλλά που υπό άλλο πρίσμα θα μπορούσαμε να τα εντάξουμε σε μια βαλκανικού τύπου επεκτατική πολιτική.

Η Αλβανία ανήκει στην ευρωπαϊκή ήπειρο, όπου κυριαρχεί, στο μεγαλύτερό της κομμάτι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα Τίρανα έχουν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους να ενταχθούν σε αυτή την οργάνωση. Πώς όμως αντιμετωπίζεται αυτή η προοπτική από τους ίδιους τους Αλβανούς;
Σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας, τονίζεται ο πόθος για την ένταξη της χώρας στις δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο πολιτικός κόσμος στο σύνολό του, εκφράζεται θετικά. Όμως η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας φαίνεται ότι δεν είναι ένα ζήτημα που θα έχει αίσιο τέλος, στο άμεσο μέλλον. Γιατί να συμβεί αυτό; Η απάντηση μπορεί να αναζητηθεί στο γεγονός της μικρής βούλησης της υπευθύνων της χώρας να εκδημοκρατικοποιήσουν τους θεσμούς της. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και την απουσία δημοκρατικής παράδοσης. Εδώ βρίσκεται η ευθύνη και της ίδιας της κοινωνίας. Ιστορικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες της Αλβανίας, περιόριζαν την έκφραση αυθεντικών κοινωνικών κινημάτων που θα διεκδικούσαν συνθήκες δημοκρατίας και ισοπολιτείας. Όμως οι ηγέτιδες τάξεις ευελπιστούν ότι η προοπτική ενσωμάτωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα γίνει πραγματικότητα πριν το 2020. Κυριαρχεί η βεβαιότητα ότι η ένταξη θα είναι προϊόν πολιτικής απόφασης και νομοτελειακή λόγω της Γεωγραφίας, ενώ η πίεση για την εφαρμογή των κριτηρίων της Κοπεγχάγης θα ατονήσει.

Στα ενδιαφέροντα και τις ανησυχίες των Αλβανών πολιτών δεν προέχει η ένταξη της Αλβανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο μέσος άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι υπό τις συνθήκες του σήμερα κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο, καθώς κυρίαρχα ζητήματα είναι η εύρεση εργασίας, τα χαμηλά εισοδήματα, η εγκληματικότητα, η διαφθορά, ο αθέμιτος πλουτισμός κλπ. Οι προσδοκίες του περιορίζονται στην προοπτική της ελεύθερης μετακίνησης προς τα πιο δυνατά οικονομικά κράτη της ευρωζώνης, ώστε να βελτιώσει το οικονομικό του επίπεδο.

Το αλβανικό κράτος κρίνεται για την περιορισμένη ανεξαρτησία των κυβερνητικών θεσμών. Το 1994 η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Συμβούλιο της Ευρώπης ήταν αυτοί οι οποίοι πίεσαν ώστε να πραγματοποιηθεί δημοψήφισμα για την έγκριση του νέου Συντάγματος. Στο δημοψήφισμα της Κυριακής 6 Νοεμβρίου 1994, οι ψηφοφόροι απέρριψαν με ποσοστό 58,3% το Σύνταγμα που πρότεινε η κυβέρνηση του Σαλί Μπερίσα.

Το απορριφθέν «σχέδιο» ενίσχυε σημαντικά τις εξουσίες του ως πρόεδρου της Δημοκρατίας, δεν κατοχύρωνε τα δικαιώματα των μειονοτήτων, αμφισβητούσε την ηγεσία και κατά συνέπεια την αυτονομία της Ορθόδοξης Εκκλησίας Το πιο πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα δυσλειτουργίας αφορά τις δημοτικές εκλογές: ενώ στις 8 Μαΐου οι ψηφοφόροι κλήθηκαν για να εκφράσουν τη βούλησή τους, τα αποτελέσματα για την πρωτεύουσα δεν ανακοινωθεί. Η Κεντρική Εφορευτική Επιτροπή επιμένει στη νίκη του εκλεκτού του «Δημοκρατικού Κόμματος Αλβανίας» και του Σαλί Μπερίσα, ενώ το Εκλογοδικείο φαίνεται να κλίνει υπέρ του Έντι Ράμα, ηγέτη του «Σοσιαλιστικού Κόμματος Αλβανίας». Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε πως οι ευρωπαίοι δεν παρατηρούν με ανησυχία την κονταρομαχία των Τιράνων αλλά προσπαθούν να κατανοήσουν πως συνέβη η ανατροπή στη Χιμάρα, καθώς οι ενδείξεις για νόθευση της βούλησης του εκλογικού σώματος είναι πιθανόν να μετατραπούν και σε αποδείξεις.

Ποιες είναι, όμως, οι αρχές που πρέπει απαραίτητα να τηρεί κάθε κράτος που επιθυμεί να προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση;
Σύμφωνα με το Άρθρο 6 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Μάαστριχτ – 7/2/1992), «Η Ένωση βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και του κράτους δικαίου». Η Αλβανία υπέβαλε αίτηση για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση στις 28 Απριλίου 2009 και σύμφωνα με το άρθρο 49 της ίδιας συνθήκης θεωρεί ότι «σέβεται τις αρχές που καθορίζονται στο άρθρο 6». Όμως η θετική απάντηση προϋποθέτει μια διαδικασία εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία θα πιστοποιήσει τα παραπάνω.

Η ανταπόκριση του αλβανικού Κράτους σχετίζεται με την προαναφερθείσα μικρή δημοκρατική παράδοση της χώρας. Ο τρόπος δημιουργίας του κράτους θα βασανίσει αυτή την υποψήφια προς ένταξη χώρα. Ο «εθνικός μύθος» στηρίζεται στον περιορισμό των δικαιωμάτων των μη αλβανικών λαών. Θεωρούμε ότι το Άρθρο 6 κρίνεται στην εκτίμηση που τρέφει το αλβανικό Κράτος για την Ιστορία και την Ηθική. Οι πολιτικές καταπίεσης του παρελθόντος πρέπει να αναθεωρηθούν και να λήξουν με πολιτικές που θα στοχεύουν στον σεβασμό της διαφορετικότητας, συνόλων και ατόμων. Αυτή η πολιτική δεν φαίνεται να είναι στις προτεραιότητες της σημερινής πολιτικής ηγεσίας. Πώς αλλιώς θα μπορούν να ερμηνευτούν χάρτες και κείμενα υπέρ της «φυσικής Αλβανίας» ή αντιεπιστημονικές θέσεις επί ιστορικών ζητημάτων σε επίσημα εκπαιδευτικά εγχειρίδια; Και, μάλιστα, όταν αυτά στρέφονται ευθέως εναντίον κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχουν ως κατάληξη ακόμα και την άσκηση βίας εναντίον μη Αλβανών, όπως η δολοφονία του Αριστοτέλη Γκούμα τον Αύγουστο του 2010 στη Χιμάρα;

Β. ΟΙ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΕΝΤΑΞΗΣ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

Στην Αλβανία λειτουργεί το «Κόμμα Ένωση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» (ΚΕΑΔ). Σε αυτό το κόμμα συμμετέχει η Δημοκρατική Ένωση της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας «ΟΜΟΝΟΙΑ» καθώς και άλλες οργανώσεις εθνικών και πολιτιστικών μειονοτήτων. Το ΚΕΑΔ συμμετείχε για πολλά έτη στην κυβέρνηση του Σαλή Μπερίσα και του Δημοκρατικού Κόμματος Αλβανίας. Στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές της 8ης Μαΐου 2011, οι υποψήφιοι της ΟΜΟΝΟΙΑΣ που συμμετείχαν στους εκλογικούς συνδυασμούς του ΚΕΑΔ, υποστηρίχθηκαν κατά βάση από το Σοσιαλιστικό Κόμμα Αλβανίας. Το ΚΕΑΔ, υπό αυτές τις συνθήκες, κατόρθωσε να εκλέξει υποψηφίους του σε οκτώ επαρχίες της βόρειας Ηπείρου. Στη Χιμάρα που το σχήμα ΚΕΑΔ – ΟΜΟΝΟΙΑ κατέβηκε ανεξάρτητο, κατόρθωσε να επικρατήσει ο υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος Αλβανίας κάτω από συνθήκες που διερευνώνται.

Πώς ο ελληνισμός της βόρειας Ηπείρου βιώνει την προοπτική ένταξης της Αλβανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση;
Είναι σαφές ότι οι πολιτικοοικονομικές εξελίξεις στην γειτονική μας χώρα επηρεάζουν και τον αυτόχθονα ελληνισμό που διαβιεί εκεί. Θα ήταν όμως απλοϊκό και μακράν της πραγματικότητας να ισχυριστούμε ότι η κατάσταση του ελληνισμού της βόρειας Ηπείρου ταυτίζεται απόλυτα με την αντίστοιχη αλβανική. Η αλβανική άρχουσα τάξη θεωρούσε για δεκαετίες ότι η ελληνική μειονότητα κατατάσσεται στην κατηγορία του εσωτερικού εχθρού.

Οι Έλληνες της περιοχής δεν στέκονται στο στοιχείο της αναμενόμενης βελτίωσης της οικονομικής τους θέσης. Κάτι τέτοιο το έχουν επιτύχει εν πολλοίς, μέσα από την συνεχή επικοινωνία τους με το ελλαδικό κράτος. Οι βόρειοι Ηπειρώτες προσδοκούν την ένταξη της Αλβανίας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς κυρίως για έναν άλλο λόγο. Πιστεύουν ότι είναι ένας ασφαλής και ειρηνικός τρόπος για να εκδημοκρατικοποιηθεί το αλβανικό κράτος.

Στην Αλβανία ισχύει το πολυκομματικό σύστημα εδώ και δύο δεκαετίες. Στην επικράτειά της η πολιτική των διακρίσεων είναι ακόμα εμφανής. Οι φορείς του κράτους εμφορούνται από επιφυλακτικότητα έναντι του ελληνισμού έως και ανθελληνισμό. Αυτό διαπιστώθηκε αρκετές φορές στο παρελθόν:
1. κατά τη διάρκεια εκλογικών διαδικασιών,
2. σε διάφορες δικαστικές αποφάσεις που αφορούν επιστροφές περιουσιών,
3. στην απροθυμία αποκατάστασης της εθνικής καταγωγής έως και
4. στην εκπαίδευση όπου οι μαθητές οφείλουν να διδάσκονται φληναφήματα του τύπου οι αρχαίοι Ηπειρώτες είναι Ιλλυριοί και άρα Αλβανοί ή η Αλβανία συνορεύει με τον εαυτό της.
Κατά το 2011 επανέρχεται ένα ακόμα ζήτημα: αυτό της αναγνώρισης του δικαιώματος εθνικού αυτοκαθορισμού των Αλβανών πολιτών. Η Αλβανία παραδέχεται ότι υπάρχουν ελληνικής καταγωγής υπήκοοί της, αλλά τους περιορίζει αριθμητικά σε όσους κατάγονται και διαμένουν στις λεγόμενες «μειονοτικές ζώνες». Η από της 23ης Μαΐου 2011, μη αναγραφή στα νέου τύπου πιστοποιητικά των ληξιαρχείων, της εθνικής καταγωγής καταγγέλλεται από την ΟΜΟΝΟΙΑ ως «στατιστική γενοκτονία». Παράλληλα ένα σημαντικό γεγονός, αυτό της ήδη αναβληθείσας, απογραφής πληθυσμού, προκαλεί ένταση στην αλβανική πολιτική σκηνή. Οι ερωτήσεις που αφορούν την εθνική καταγωγή, τη μητρική γλώσσα και το θρήσκευμα, είναι πιθανόν να ανατρέψουν δεδομένα δεκαετιών.

Γ. ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Η Αλβανία πρέπει να αποδείξει ότι το ενδιαφέρον της δεν αφορά την χρησιμοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επίτευξη στόχων που άλλως δεν θα εξυπηρετούνταν. Και αναφερόμαστε στην αλλαγή των συνόρων και την μεγέθυνση της. Επίσης, μπορεί να θεωρηθεί ότι εξαντλεί την ευρωπαϊκή της πολιτική στην προσπόριση συγκεκριμένων ωφελημάτων. Η Αλβανία λαμβάνει σταθερά δεκάδες εκατομμύριων Ευρώ ανά έτος, ως προ-ενταξιακή οικονομική βοήθεια τα οποία δίδονται για τη βελτίωση της δημοσίας διοίκησης, της δικαιοσύνης, της τάξης, της οικονομικής ανάπτυξης και της δημόσιας υγείας. Στις 15 Δεκεμβρίου 2010, ωφελήθηκε και με την κατάργηση της θεώρησης των διαβατηρίων των υπηκόων της.

Η προσπόριση ωφελημάτων από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν συνοδεύεται και από τη βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου, την ανεξάρτητη λειτουργία του κοινοβουλίου και της δημόσιας διοίκησης. Γι’ αυτό και οι ετήσιες εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πρόοδο της Αλβανίας στην πορεία της για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν είναι θετικές, αλλά πλήρεις αρνητικών παρατηρήσεων.
Φρονούμε ότι η Αλβανία οφείλει να ενταχθεί στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Είναι πιθανόν, μια μοναδική ευκαιρία για το Κράτος και την κοινωνία της, ώστε να προσεγγίσουν τη Δημοκρατία και την Αλήθεια. Ο δρόμος αυτός περνάει μέσα από μια ουσιαστική και έμπρακτη συγνώμη απέναντι στο σύνολο της κοινωνίας, αλλά και τους λαούς, ομάδες ή πολίτες της που αδικήθηκαν και αδικούνται από πολιτικές και νοοτροπίες αντιδημοκρατικές. Η Αλβανική Δημοκρατία υποχρεούται να μετατραπεί σε κράτος δικαίου, αν επιθυμεί πραγματικά να ανήκει στην Ευρώπη, όχι μόνον γεωγραφικά.