Με το γενικό τίτλο «Βίαιας Πνοής Ελευθερία», από τις 26 Σεπτεμβρίου έως τις 22 Οκτωβρίου θα διεξαχθεί στην γκαλερί Steiner της Βιέννης Έκθεση Ζωγραφικής του καταξιωμένου ζωγράφου Νίκου Κυπραίου.

Η έκθεση αυτή γίνεται με την ευγενική χορηγία της τράπεζας Valartisbank (Austriaη) η οποία χρηματοδότησε και την έκδοση ενός εντυπωσιακού λευκώματος με τον ίδιο τίτλο.

Τόσο ο τίτλος της έκθεσης και του λευκώματος «Βίαιας Πνοής Ελευθερία» όσο και η θεματολογία του Νίκου, αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό τις απόψεις και τη στάση του απέναντι στα σύγχρονα κοσμοϊστορικά γεγονότα.
Επόμενος σταθμός θα είναι η διοργάνωση Έκθεσης του Κυπραίου στη Σιγκαπούρη τον επόμενο χρόνο.
Ο γενικός διευθυντής της Valartis Bank (Austria), Ernst Traun, στο εισαγωγικό του σημείωμα, γράφει πώς γνώρισε τον Κυπραίο το 2009 και αμέσως έγινε θαυμαστής των έργων του.

«Ελπίζω», αναφέρει, «πως με την έκθεση αυτή και το λεύκωμα τα υπέροχα αυτά έργα θα τα απολαύσουν και πολλοί άλλοι, πέραν του ελληνικού κοινού».
Γεννημένος το 1944 στο Βαθύ Σάμου, ο Νίκος Κυπραίος εγκαταστάθηκε στη Μελβούρνη της Αυστραλίας το 1972 και  πριν  λίγα χρόνια επέστρεψε μόνιμα στην Ελλάδα απ’ όπου κατά καιρούς περιοδεύει τον κόσμο εκθέτοντας έργα του.

Βαθύτατα επηρεασμένος από ρεύματα του 20ού αιώνα, όπως ο σουρεαλισμός και η pop art, εξέφρασε, στο πρώιμο έργο του, την απομόνωση και τη μοναξιά της μετανάστευσης.

Περνώντας από την υιοθέτηση αρχαίων ελληνικών συμβόλων, όπως η κουκουβάγια, στη ζωγραφική του, στρέφεται στη συνέχεια στις νεκρές φύσεις και από εκεί στις βυζαντινές εικόνες, που θα καταστούν τα πλέον αναγνωρίσιμα από τα έργα του.
 «Ο Κυπραίος είναι ένας άνθρωπος της εποχής του, ένας άνθρωπος που αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη πραγματικότητα του σήμερα, που διασκευάζει τη γνησιότητα της τέχνης διαμέσου της παράδοσης της εικονογραφίας» θα γράψει γι’ αυτόν ο Robert C. Morgan, κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στη Σύγχρονη Ιστορία της Τέχνης και βραβείου Arcala για την κριτική του στη διεθνή Τέχνη.

Από το 1969, οπότε και εκτέθηκαν για πρώτη φορά έργα του σε ομαδική έκθεση στην Αθήνα, έχει πραγματοποιήσει πολυάριθμες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, στην Αυστραλία, την Ελλάδα, την Αγγλία, τις ΗΠΑ και τη Λευκορωσία, έχει εκδώσει λευκώματα–βιβλία και έχει λάβει διεθνείς διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένου του πρώτου βραβείου στο πρώτο διεθνές Plein Air Painting Marc Chagal στο Vitebsk της Λευκορωσίας.

Έλληνας της διασποράς, διεθνώς αναγνωρισμένος ζωγράφος, ο Νίκος Κυπραίος παραμένει ένας καλλιτέχνης με προσωπική σφραγίδα, που αναγάγει με την ίδια ευκολία εικόνες σε σύμβολα, χρώματα σε σημαίνοντα, τεχνικές σε νοήματα.

Όπως το περιγράφει ο Morgan, «η χρήση της ελαιογραφίας του Κυπραίου, στρώμα πάνω σε στρώμα, μιμείται το φως το εμπνευσμένο από το ελληνικό νησί της Σάμου όπου γεννήθηκε και έτσι υποδηλώνει μια βαθιά χαραγμένη εκφραστική αξία. Όπως στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής τέχνης, είτε στη ζωγραφική, είτε στη λογοτεχνία, είτε στις ακτινοβόλες εικόνες του παρελθόντος, μπορεί κάποιος να ανακαλύψει μια ευαίσθητη διάσταση, έτσι και στους πίνακες ζωγραφικής του Κυπραίου υπάρχει μια διάσταση γεμάτη μεγάλη ψυχική λαχτάρα».

Εξάλλου, ο Χρήστος Λιάνδρος, γράφει, μεταξύ άλλων, για την τελευταία δουλειά του Κυπραίου στο λεύκωμα «Βιαίας Πνοής Ελευθερία», ότι «τα νέα του έργα γεμάτα «αίμα και πυρ και ατμίδα καπνού» προεικονίζουν μια παγκόσμια έκρηξη που είναι άγνωστο προς τα που θα οδηγήσει. Ο Νίκος αγαπά τον άνθρωπο και τον κόσμο, διαλέγεται με την εποχή και τα παγκόσμια προβλήματά της, εκφράζοντας την αγωνία του για το παρόν και το μέλλον».

 Και ο Γιώργος Αγγελινάρας συμπληρώνει στο ίδιο βιβλίο:
«Ο Νίκος Κυπραίος είναι ο ζωγράφος των μεγάλων θεματικών ενοτήτων. Έχει απεικονίσει αγιογραφίες, ταλαιπωρημένες από την πάροδο του χρόνου και τραυματισμένες από τη σκληρότητα των πολεμικών συγκρούσεων και το φανατισμό των αλλοθρήσκων, ανθογραφίες εντυπωσιακές για το μέγεθος και τον πολλαπλό συμβολισμό τους, τοπία βραχώδη, άδενδρα και άνυδρα ερημικής ησυχίας και μακαριότητας, τοπία πυρίκαυστα εφιαλτικής καταστροφής μέσα από τα οποία υποφώσκει η ελπίδα της συνέχειας της ζωής, αμπελώνες που στους φράκτες τους αντιλαλεί η βυζαντινή παρασημαντική, ιχθυογραφίες αινιγματικής σιωπής και προσωπογραφίες στοχαστικής ευγλωττίας και ανεξάντλητης εκφραστικής ιδιοπροσωπίας.

Εφέτος ο Νίκος ασχολήθηκε με την αφθονία των καρπών της γης. Μήλα, αχλάδια, ρόδια, λεμόνια, πεπόνια, καρπούζι, ζωγραφισμένα με χρώματα εκπληκτικής λαμπρότητας και τοποθετημένα μέσα σε περιβάλλον πολυσήμαντης εκρηκτικής πολυχρωμίας, στην οποία κυριαρχεί το έντονο πορφυρό συνδυαζόμενο με το λευκό, το μαύρο, το πράσινο, το κίτρινο, το γαλανό. Κατορθώνει να εξυψώνει τα καθημερινά και συνηθισμένα πράγματα φορτίζοντάς τα με δυνατές συγκινήσεις σαν αυτές που μόνον η κρυπτική και συμβολική ποιητική έκφραση μπορεί να μεταδώσει.

Τα φρούτα του Νίκου είναι τα σύμβολα των πιεστικών προβλημάτων της καθημερινότητας, είναι οι αγωνίες, οι απογοητεύσεις, η προδοσία της σκληρής και αχάριστης Τύχης, αλλά και η προσδοκία και η ελπίδα για την υπέρβαση της πολλαπλής κρίσης και την έστω και μικρή βελτίωση της λεηλατημένης μας ζωής από την απληστία των πληρωμάτων των πλοίων με σημαία ευκαιρίας.

Επί μία εικοσαετία παρακολουθώ τη ζωγραφική δραστηριότητα και την καλλιτεχνική παραγωγή του Νίκου. Τα τελευταία του έργα τον έχουν αναδείξει Μαΐστορα του χρωστήρα».

Τέλος, ο ίδιος ο καλλιτέχνης σε μια αφήγησή του στο  σαμιακό περιοδικό «Απόπλους»  αναφέρει μεταξύ άλλων για τα έργα του:
«Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι να κάνω μια ζωγραφιά όπως μ’ αρέσει και αδιαφορώντας ίσως αν αρέσει στους άλλους. Να το εξηγήσω: όταν είμαι και δουλεύω μέσα στο εργαστήριο, μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι είμαι ο πιο σημαντικός άνθρωπος στον κόσμο. Είναι εγωιστικό, αλλά αυτή η έπαρση που έχω υπάρχει μόνο μέσα στο εργαστήριο. Μόλις αφήσω τα πινέλα και βγω έξω, αυτό έχει σβήσει, έχει ξεχαστεί.

Όταν επιλέγω το θέμα μου, το επιλέγω με κριτήρια καθαρά ανθρωπιστικά. Όλη μου η διαδρομή από τη στιγμή που έφυγα στο εξωτερικό μέχρι σήμερα, οι κύκλοι που έχω κάνει, οι συλλογές που έχω οργανώσει και ολοκληρώσει, έχουν να κάνουν με τον άνθρωπο. Θυμάμαι η πρώτη μου συλλογή, όταν βρέθηκα στην Αυστραλία, ήτανε για τους μετανάστες. Παρά το γεγονός ότι ήμουνα ένας άνθρωπος λαϊκός, απλός, από μικρό παιδί ακόμα στην Αθήνα, δεν καταλάβαινα τι είναι η μετανάστευση στο βάθος, την είδα εκεί. Ασχολήθηκα με τους μετανάστες. Αυτό με οδήγησε μετά να περάσω σε έναν άλλο κύκλο, τη νοσταλγία. Τη χαμένη αθωότητά μας αλλά και τη νοσταλγία του που έχει ο άνθρωπος που ξεριζώθηκε και πήγε και μεταφυτεύτηκε αλλού. Γι’ αυτό πολύ τους πονάω αυτούς τους ανθρώπους που έρχονται εδώ. Στη συνέχεια πάλι, δεν ξέρω αν τα κατάφερα να το εκφράσω, προσπαθούσα να κάνω μια ζωγραφιά, να μην είναι επιθετική για να μπορεί κανείς να τη χαρεί. Αλλά την ίδια ώρα, ήθελα να διηγηθώ αυτό που με απασχολεί, να μιλήσω για την εποχή μου, γιατί αυτή τη συγκεκριμένη εποχή ζω. Το ίδιο έκανα για τη μοναξιά. Αναζήτησα, δηλαδή, θέματα για να δημιουργήσω μια εικόνα της ζωής, του ανθρώπου. Με ενδιέφερε η δουλειά μου να είναι ανθρωποκεντρική. Πάντα εκεί κινήθηκα. Έτσι φτάσαμε στα καμένα, ενώ πάντα με ενδιέφερε ο άνθρωπος, γιατί μέσα στους καμένους κορμούς που ζωγράφιζα βρίσκεται ο καθένας μας.

Όσον αφορά τις ευαισθησίες, είναι μια επιλογή μου γιατί είμαι ένας άνθρωπος λαϊκός, δεν αρνήθηκα ποτέ τις ρίζες μου, ούτε τη Βλαμαρή αρνήθηκα ούτε το Βαθύ αρνήθηκα ούτε την Αυστραλία ούτε και την Αθήνα. Είμαι μέσα σε αυτόν τον κόσμο ολόκληρος και πατάω στη γη. Αυτό αντιλαμβάνομαι από την εποχή μας».