Σε μια σεμνή, αλλά συναισθηματικά φορτισμένη εκδήλωση στην αίθουσα της Παλλεσβιακής Ένωσης στο Bayswater, πραγματοποιήθηκε η παρουσίαση του βιβλίου του Βασίλη Βασίλα «Η Πατρίδα μου: Λέσβος».

Μου έκαναν την τιμή να είμαι ένας από τους ομιλητές και έκρινα σκόπιμο να μεταφέρω εδώ μερικά από όσα είπα, μαζί με μερικές φωτογραφίες που περιέχει το βιβλίο. Ανέφερα, λοιπόν, μεταξύ άλλων:

«Πριν αναφερθώ στο βιβλίο θα ήθελα να πω δυο λόγια για τη δική μου σχέση με τη Λέσβο.
Γεννήθηκα στη Χίο από μάνα Χιώτισσα και πατέρα Μικρασιάτη. Ο μικρός οικισμός που είδα το φως της ζωής λέγεται Εγρηγόρος και βρίσκεται στη Βόρεια Χίο. Ακριβώς απέναντι από το Πλωμάρι και τα Βατερά.

Όταν ο καιρός είναι καλός, βλέπουμε τα βουνά της Μυτιλήνης (όπως την λέμε εμείς) και τη νύχτα τα φώτα της…
Κάθε μέρα, λοιπόν, έβλεπα τη Λέσβο. Και όταν πηγαίναμε για μπάνιο και είχε νοτιά, οι μεγάλοι μας έλεγαν να μην ανοιγόμαστε γιατί θα μας παρασύρει το ρεύμα και θα πάμε στη Μυτιλήνη για…   μουλαράκια…  Δεν ξέρω γιατί το έλεγαν αυτό.
Ως γειτονικό νησί, είχαμε βέβαια και τις κόντρες μας και τους ανταγωνισμούς μας… Οι Χιώτες θεωρούμε τη Χίο καλύτερο νησί και οι Μυτιληνιοί θεωρούν το ίδιο για το νησί τους.

Μεταξύ μας στη Χίο μιλούσαμε τότε πολλές φορές υποτιμητικά για τη Λέσβο. Και για την προσφορά των Μυτιληνιών…  «Οι Γιώργος, οι Γιάννης» και άλλα σχετικά…
Εμείς Ίωνες, οι Λέσβιοι Αιολείς…  Το «Αιολείς», εννοείται, το χρησιμοποιούσαμε υποτιμητικά.

Εγώ, όμως, που πήγαινα από μικρός στη Λέσβο (και είχα κάθε λόγο να υπερασπίζομαι τη Χίο) είχα πολλούς λόγους να σας ζηλεύω όταν ήμουν παιδί, κάνοντας τις συγκρίσεις. Και οι περισσότερες ήταν σε βάρος μας. Μεγαλύτερο νησί η Λέσβος και πιο πράσινο από τη Χίο. Ως διοικητικό κέντρο των νησιών της περιοχής, πάντα είχε το πάνω χέρι σε σχέση με τους Χιώτες. Άσε που οι Μυτιληνιοί έπιαναν πάντα και τις καλύτερες θέσεις στο πλοίο για τον Πειραιά…
Μια τέτοια ζήλεια αισθάνθηκα και ξεφυλλίζοντας το νέο βιβλίο-λεύκωμα με τίτλο «Our Homeland: Lesvos» («Η πατρίδα μας: Λέσβος») του Βασίλη Βασίλα, με θέμα τις ζωές που άφησαν πίσω τους οι Μυτιληνιοί μετανάστες της Αυστραλίας.

Είπα μέσα μου ‘Τι καλά που θα ήταν να υπήρχε και για τους Χιώτες ένα τέτοιο βιβλίο… ’
Νομίζω ότι θα το ήθελε πολύ και ο ίδιος ο Βασίλης. Μου το είπε, άλλωστε, σε μια συνέντευξη:
‘Καλά θα ήταν να καταγραφεί η ιστορία όλων των Ελλήνων μεταναστών, από κάθε γωνιά της Ελλάδας’.

Συμφωνώ απόλυτα μαζί του.
Στον πρόλογό του, ο κ. Βασίλας αναφέρει ότι δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε από πού καταγόμαστε, γιατί αυτό, ουσιαστικά, δείχνει και ποιοι είμαστε.
Κάπου, μάλιστα, συμπληρώνει ότι στο παρελθόν υπήρχε μια κοινωνικο-πολιτιστική σχέση μεταξύ Ελλάδας και Αυστραλίας, η οποία ουσιαστικά ήταν μονόδρομος από την Ελλάδα στην Αυστραλία.  Δηλαδή, εισάγαμε πολιτισμό από την Ελλάδα. Καλλιτέχνες και διανοούμενους.

Τώρα, όμως, άλλαξαν τα πράγματα. Ως Ελληνοαυστραλοί έχουμε να παρουσιάσουμε εντυπωσιακά επιτεύγματα.
Έχουμε συγγραφείς, όπως ο Χρήστος Τσιόλκας, σκηνοθέτες, όπως ο Τζορτζ Μίλερ (Μηλιώτης), η Νάντια Τασοπούλου, η Άννα Κόκκινος, ηθοποιούς, μουσικούς, επιστήμονες -κυρίως επιστήμονες- που μπορούν να σταθούν σε παγκόσμιο επίπεδο. Έχουμε πολλούς και αξιόλογους ανθρώπους και είμαστε υπερήφανοι.
Έχουμε και τον Βασίλη Βασίλα που η δουλειά του έχει ήδη παρουσιαστεί στη Λέσβο, έχει πάρει μεγάλη δημοσιότητα στην Ελλάδα και προβάλει και πέραν της Αυστραλίας το απίστευτο ταξίδι των Μυτιληνιών που μετανάστευσαν εδώ.

Στο τελευταίο βιβλίο του Βασίλη Βασίλα, υπάρχουν εκατοντάδες φωτογραφίες, όλες τους μοναδικές και  εκατοντάδες ιστορίες, εξίσου συγκλονιστικές.
 Ξεφυλλίζοντάς το, θυμήθηκα μια φίλη μου, την Ευγενία Ασλανίδου, από τη Χίο, που έγραφε ότι εμείς οι μετανάστες «είμαστε σαν τον Κοντορεβυθούλη που αφήνουμε πίσω μας αντί για πετραδάκια, φωτογραφίες. Για να μη χάσουμε το δρόμο της επιστροφής».
Προσθέτω εγώ: Της επιστροφής στα λατρευτά μας μέρη, στις ρίζες μας, στα αγαπημένα μας πρόσωπα.
Σαν τον Κοντορεβυθούλη, λοιπόν, ο Βασίλης Βασίλας μάζεψε μια-μια φωτογραφίες και ιστορίες και μας τις προσφέρει σε αυτό το εντυπωσιακό βιβλίο.
Οι φωτογραφίες και τα κείμενα εστιάζουν σε όσα οι μετανάστες άφησαν πίσω τους, στη Λέσβο.

Τα κεφάλαια του λευκώματος αφορούν την ιστορία, την εργασία, τη σχολική και κοινωνική ζωή τους, καθώς και ιστορίες τους από το ταξίδι και τη ζωή τους στην Αυστραλία.

Στις σελίδες του παρουσιάζονται οι μετανάστες στα χρόνια της νιότης τους, αποτελώντας ταυτόχρονα και μια απόδειξη του ότι το νησί έχασε ένα τόσο σημαντικό κομμάτι του νέου πληθυσμού και της εργατικής του δύναμης. Όπως όλη η Ελλάδα.
Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες του, ήταν σαν να ξεφύλλιζα την ίδια την δική μου ζωή.
 Αρχικά μας πάει σε μια Λέσβο αλλοτινών καιρών… Οι φωτογραφίες ίδιες με των δικών μου παππούδων στη Χίο και τη Μικρά Ασία. Ίδιες ενδυμασίες, ίδιες εκφράσεις.
Κάποιες απ’ αυτές συγκλονιστικές. Σταματώ στη φωτογραφία «Βιβλιάριον του Πρόσφυγος» του Γιανννακού Χατζηκωσταντίνου. Σαν να βλέπω το βιβλιάριο του παππού μου, του Μικρασιάτη.
Διαβάζω ιστορίες αυθεντικές για την Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή. Θυμάμαι τις αφηγήσεις του παππού και της γιαγιάς. Του πατέρα μου…
Τα ίδια και με τον πόλεμο του ‘40, τη γερμανική κατοχή, τον εμφύλιο…
Σταματώ στην περίπτωση του Νικόλα Σκουνταριώτη. Αν και πολύτεκνος, πολέμησε δυο φορές για την Ελλάδα. Στη Μικρά Ασία και στην Κατοχή. Και σκοτώθηκε στα Εξάρχεια κατά τη διάρκεια του εμφυλίου..

Απίστευτες ιστορίες δοσμένες από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές ή τους απογόνους τους.
Λίγο αργότερα οι εξορίες…  Η Λέσβος ξέρει απ’ αυτά…  Πλήρωσε βαρύ τίμημα. Το ξέρω και εγώ από πρώτο χέρι.
Ο συμπέθερός μας ήταν Μυτιληνιός και πέρασε πολλά χρόνια εξόριστος σε διάφορα νησιά.. «Έκανα δωρεάν τουρισμό» αστειευόταν.
Γι’ αυτό έμεινα ώρες να κοιτώ μια φωτογραφία του Νικόλα Κούκαρη. Απόκριες, Γιούρα 1948. Μεταμφιεσμένοι, εκτοπισμένοι, γιορτάζουν τις Απόκριες στο ξερονήσι, μακριά από τους δικούς τους.

Σαν τον Κοντορεβυθούλη, ξαναβρίσκω και εγώ την ιστορία μας χάρη στις φωτογραφίες και τις ιστορίες που συνέλεξε ο Βασίλης Βασίλας.
Ο ίδιος ο συγγραφέας, μας είχε δηλώσει:
«Οφείλουμε να συγκεντρώσουμε όσο περισσότερα στοιχεία μπορούμε, πριν η γενιά αυτή φύγει και χαθούν για πάντα οι ιστορίες. Πιστεύω ότι, συντηρώντας τις ιστορίες και τις φωτογραφίες, διατηρούμε με κάποιο τρόπο την ταυτότητά μας εδώ στην Αυστραλία».
 Και, ευτυχώς, κατάγραψε αυτές τις ιστορίες στην αγγλική για να γίνουν κτήμα των παιδιών και των εγγονιών μας.
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο μαθαίνουμε για τα σχολεία στη Λέσβο, την κοινωνική ζωή, τα πανηγύρια, τις ασχολίες, τη μετανάστευση.

Σε κάθε σελίδα βρίσκω και μια προσωπική ανάμνηση:
* Βλέπω τις Σχολές Οικοκυρικής στη Λέσβο, όπου μάθαιναν ραπτική οι νέες, χρήσιμη για να εργαστούν αργότερα ως μασινίστ στην Αυστραλία.
 * Βλέπω φωτογραφία του οικοδόμου Γιώργου Ανταλή. Δεκαετία του ’60. Τότε η Μυτιλήνη έκανε εξαγωγή οικοδόμων και στη Χίο. Οι Χιώτες, βλέπετε, ήταν ναυτικοί…
Έτσι γνώρισε και η αδελφή μου τον ελαιοχρωματιστή Μυτιληνιό άνδρα της και εγώ τη Μυτιλήνη.
*Σε μια άλλη φωτογραφία της Μαριάνθης Σωρόπου, βλέπω το πλοίο «Άδωνις». Ήταν το πρώτο πλοίο με το οποίο ταξίδευσα. Και πού πήγα; Στη Μυτιλήνη..
Και μετά το «Πατρίς», η Αυστραλία…

Κάθε σελίδα και μια ιστορία… Μια προσωπική ανάμνηση. Και αν για μένα, τον Χιώτη, αυτό το βιβλίο μίλησε στην καρδιά μου, φαντάζεστε πόσο θα μιλήσει στους Λέσβιους.
Είναι ανάγκη να επιστρέφουμε ξανά και ξανά στις ρίζες μας. Να αντλούμε δύναμη. Να συνεχίζουμε…
Η ίδια ποιήτρια, η Ευγενία Ασλανίδου, έγραψε και τον ακόλουθο στίχο για τον τόπο της.

«Δε σε αρνήθηκα, σε στερήθηκα είναι το σωστό…
Μα να σε πάρω μαζί μου δεν ήταν μπορετό
Κι ύστερα, δε θα ’χα που να επιστρέφω..»

Εμείς σήμερα, έστω και με τη φαντασία μας, επιστρέφουμε στη Λέσβο μιας άλλης εποχής, χάρη στο βιβλίο του Βασίλη Βασίλα.

 Σαν τον Κοντορεβυθούλη, επιστρέφουμε νικητές, χάρη σε εκατοντάδες σπάνιες φωτογραφίες και ιστορίες που άφησαν κάποιοι πίσω τους και συγκεντρώθηκαν στην έκδοση «Η Πατρίδα μου η Λέσβος».