ΑΥΣΤΗΡΗ προειδοποίηση προς όλους τους αναγνώστες και επιστολογράφους: μη βιαζόσαστε να βγάλετε συμπεράσματα με το…  καλημέρα.

ΤΟ πιο πάνω λάθος ομολογεί ότι διέπραξε η κυρία Ιωάννα Λιακάκου, και αναγκάστηκε να γράψει μια ακόμα επιστολή για να ανακτήσει τη ψυχική της ηρεμία.

ΝΑ, όμως, πως αρχίζει την (εναντίον μου) επιστολή της και σας προτρέπω να τη διαβάσατε πριν περάσει και αυτή στην αθανασία στο επόμενο βιβλίο της:

«ΑΡΧΙΣΕ με μια καλημέρα και χάρηκα, πίστεψα ότι καλό θα ακολουθήσει… Αλλά μπα, ο κύριος ‘Αιθεροβάμων’ το έχει σε κακό να πει μια καλή κουβέντα. Όλοι και όλα του φταίνε…».

ΟΦΕΙΛΩ να ομολογήσω ότι η διαπίστωση της κυρίας Ιωάννας είναι ακριβής, πράγμα, άλλωστε, που δεν το έχω κρύψει.

Η στήλη αυτή (όπως έχω ξαναγράψει) δεν γράφεται για να λέγονται «καλές κουβέντες» ούτε για να κάνει ο γράφων δημόσιες σχέσεις και γνωριμίες.

ΓΡΑΦΕΤΑΙ για να λέγονται πέντε κουβέντες για πράγματα (που αν και «βγάζουν μάτι») περνούν απαρατήρητα από τους ασχολούμενους με το δημόσιο λόγο.

ΚΑΙ μιας και το έφερε η κουβέντα (και η… κακή στιγμή), ας πούμε δυο λόγια για την πνευματική κίνηση της παροικίας μας γύρω από τους συγγραφείς και ποιητές μας.

ΛΟΙΠΟΝ, πολλές και καλές κουβέντες λέγονται για κάθε βιβλίο ή οποιαδήποτε ποιητική συλλογή που παρουσιάζεται στην παροικία μας.

«ΡΕΣΤΑ» σε ύμνους (και ενίοτε κολακείες!) δίνουν όλοι οι παρουσιαστές (χειροκροτούμενοι, μάλιστα, από τους παρευρισκόμενους) άσχετα αν το περιεχόμενο των βιβλίων δεν δικαιολογεί τους διθυράμβους.

ΚΑΙ αφού ο ένας συγχαίρει τον άλλο για το «έργο του», όλα όσα λέγονται από τους «ειδικούς» -συνοδευόμενα μάλιστα και με φωτογραφίες (που επιβεβαιώνουν την «επιτυχία» της εκδήλωσης!)- δημοσιεύονται στο «Νέο Κόσμο».

ΜΑ, θα μου πείτε, είναι δυνατόν να γίνει η παρουσίαση μιας ποιητικής συλλογής και ο παρουσιαστής να «θάψει» τα ποιήματα (και τον ποιητή) με το ίδιο φτυάρι;

ΟΧΙ, βέβαια. Υπάρχει και εδώ ένας άγραφος νόμος που επιβάλει να λέγονται (μόνο) καλές κουβέντες στις παρουσιάσεις άσχετα αν το…  έργο είναι «πατάτα».

ΑΥΤΟ, άλλωστε, γίνεται παντού και δεν είναι δική μας επινόηση. Εδώ, όμως, τελειώνουν και οι ομοιότητες γιατί αλλού υπάρχει και συνέχεια.

ΚΑΙ εννοώ ότι τους ύμνους των παρουσιάσεων, ακολουθούν και τα γραφόμενα των κριτικών οι οποίοι βάζουν (έως ένα βαθμό) τα πράγματα στη θέση τους, ώστε να βγάλουν και οι ενδιαφερόμενοι τα συμπεράσματά τους για το αν τους ενδιαφέρει να διαβάσουν ή όχι το βιβλίο.

ΕΝΑ άλλο (σχετικό) μέτρο για το πόσο αξίζει ένα βιβλίο είναι το πώς το αποδέχονται οι αναγνώστες, δηλαδή οι πωλήσεις που κάνει.

ΕΔΩ σε τούτη την πνευματική εσχατιά, ο κύκλος των βιβλίων αρχίζει και κλείνει με την παρουσίαση. Η παρουσίαση είναι όλα τα λεφτά – και η δόξα.

ΟΙ υποψήφιοι αναγνώστες (που αμφιβάλω αν υπάρχουν) ενημερώνονται αποκλειστικά από τις παρουσιάσεις που δημοσιεύονται στην εφημερίδα μας.

ΕΧΟΥΝ υπόψη τους δηλαδή μόνο τις καλές κουβέντες και αν κρίνω από τις πωλήσεις, μάλλον δεν πιάνουν τόπο, αφού η πνευματική παραγωγή της παροικίας μας μένει ουσιαστικά στα αζήτητα.

ΚΑΝΕΙΣ, απ’ ό,τι τουλάχιστον γνωρίζω, συμπάροικος συγγραφέας δεν έχει μπει στον κόπο να γράψει αυτό που πραγματικά πιστεύει για το βιβλίο ενός συναδέλφου του.

ΝΑ διατυπώσει, ρε παιδί μου, μια διαφορετική άποψη πέρα από αυτή των παρουσιάσεων και αυτής που έχει ο συγγραφέας για το άτομό του.

ΜΕ δυο κουβέντες: κανείς δεν έχει αποτολμήσει να ξεφύγει από τη…  συνωμοσία των επαίνων.

ΚΑΙ επειδή όλοι πια έχουν εθιστεί στις «καλές κουβέντες» όταν διατυπώνω (πού και πού) σε τούτη στήλη καμιά διαφορετική άποψη για τους συγγραφείς και ποιητές μας ξεσηκώνονται μαζικά προσάπτοντάς μου διάφορα κίνητρα.

ΝΑ σας θυμίσω ότι υπάρχουν και συμπάροικοι συγγραφείς που γράφουν καλές κριτικές για τα δικά τους βιβλία.

ΚΑΙ το πιο χειρότερο απ’ όλα είναι ότι δεν έχει βρεθεί (ακόμα) ούτε ένας συνάδελφός τους να γράψει δύο λόγια γι’ αυτή την ντροπή.

ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ, δεν έχω προσωπικά με κανέναν. Πιστεύω -και δεν με ενοχλεί να το ξαναγράψω- ότι τα περισσότερα βιβλία (και ποιητικές συλλογές) που εκδίδονται στην παροικία μας, σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογούν ούτε το ντόρο των επαίνων που γίνεται στις παρουσιάσεις ούτε τα χειροκροτήματα ούτε όσα (καλά λόγια) γράφονται στις εφημερίδες.

ΕΠ’ ευκαιρία, να προσθέσω ότι, παρά τις ανακοινώσεις, τις άνετες κουβέντες, τα συγχαρητήρια, τις δημοσιεύσεις και τις προσπάθειες, απόλυτη σιγή επικρατεί γύρω από τη βιβλιοθήκη με βιβλία συμπαροίκων συγγραφέων στο Προξενείο.

ΜΠΟΡΕΙ κανείς να μας ενημερώσει τι γίνεται με αυτή την ιστορία για την οποία τόσο μελάνι χύθηκε για να ειπωθούν (μόνο) καλές κουβέντες;

ΠΟΣΑ τελικά βιβλία έχουν συγκεντρωθεί και αν πηγαίνει κανένας χριστιανός να πάρει ένα βιβλίο για να διαβάσει.

ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ όλα αυτά, να συμπληρώσω ότι παρά τις αδυναμίες των παροικιακών εκδόσεων (μερικές από τις οποίες είναι χτυπητές) προτιμώ οι συμπάροικοι να ασχολούνται με την ποίηση και τη λογοτεχνία παρά με τα πόκις και τα…  κουτσομπολιά! Αρκεί, βεβαίως, να δέχονται και την κριτική για να βελτιώνονται!

ΣΤΗ σημερινή στήλη της αλληλογραφίας υπάρχει και η επιστολή του Νικόλαου Ραυτόπουλου, ο οποίος -επίσης- απαντά σε όσα έγραψα. Διαβάστε τη και βγάλτε τα συμπεράσματά σας.

ΠΑΜΕ, όμως, πιο κάτω. Για να σας προετοιμάσω ψυχολογικά, προκειμένου να διατηρήσετε ακμαίο το πατριωτικό σας φρόνημα, θα σας συμβούλευα να μην το πάρετε κατάκαρδα αν πάτε στην Ελλάδα και σας καλωσορίσουν οι συγγενείς σας στα…  τουρκικά.

ΟΙ τουρκικές σειρές κάνουν θραύση στην ελληνική τηλεόραση. Τριπλάσιος -απ’ ό,τι με πληροφορούν- είναι ο αριθμός των συμπατριωτών μας που παρακολουθούν τα τουρκικά μελοδράματα, σε σχέση με αυτούς που παρακολουθούν τα δελτία ειδήσεων για την κρίση.

ΜΠΟΡΕΙ να γινόμαστε θηρία όταν ένα τουρκικό αεροσκάφος παραβιάζει τον ελληνικό εναέριο χώρο, αλλά κανείς δεν δίνει δεκάρα τσακιστή που η τουρκική κουλτούρα παραβιάζει (και, μάλιστα, σε καθημερινή βάση) τα σαλόνια των Νεοελλήνων.

ΜΕ τους πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες των τουρκικών σήριαλ είναι ερωτευμένοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες.

ΕΝΑ παλικάρι ή μια κοπελιά που παίζει στις σειρές ονειρεύονται να συναντήσουν στην πεζή ελληνική ζωή τους.

ΤΟ γιατί έλκονται τόσο πολύ οι συμπατριώτες μας με τις τουρκικές σαπουνόπερες, είναι μια άλλη ιστορία που έχει μεγαλύτερη προϊστορία.

ΓΝΩΡΙΖΩ ότι η προσέγγιση του θέματος είναι «επικίνδυνη» γιατί αντίκειται των πατριωτικών σας αισθημάτων, αλλά θα επιχειρήσω μια «συνοπτική ανάλυση», αφού έτσι και αλλιώς με έχει πάρει το… πατριωτικό ποτάμι.

ΛΟΙΠΟΝ, η αιτία που εμείς οι Έλληνες γουστάρουμε τόσο πολύ τις τουρκικές σειρές (που έχουν κατακλείσει την ελληνική τηλεόραση) είναι γιατί ταυτιζόμαστε (ευκολότερα) με τον τουρκικό ψυχισμό.

ΜΟΙΑΖΟΥΜΕ συναισθηματικά, ρε παιδί μου, με τους Τούρκους όπως μοιάζουν μεταξύ τους δύο σταγόνες νερό.

ΜΑΣ έλκει η κλασική τιμή της φτωχολογιάς, ο ανδρικός τσαμπουκάς και η μαγκιά με την οποία αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες.

ΜΠΟΡΟΥΜΕ να ερωτευτούμε παράφορα μια φτωχή, πλην τίμια κοπέλα, αλλά συγκρατημένα μία πλούσια που (εκτός του αισθήματος) μπαίνουν και άλλα στη μέση.

ΟΙ τουρκικές σειρές προσφέρονται, επίσης, γιατί μας θυμίζουν όλα αυτά που αφήσαμε πίσω πριν δοθούμε ψυχή τε και σώματι στη Κίρκη του νεοπλουτισμού.

Η συνταγή των σειρών αυτών είναι εντελώς απλοϊκή, γι’ αυτό και τόσο διεισδυτική στον λαϊκό ψυχισμό.

Η φτωχή κοπέλα που ερωτεύεται ένα πλούσιο ή και το αντίθετο, κόντρα στις οικογενειακές αντιρρήσεις ή κοινωνικές νόρμες, είναι ένα θέμα, που ακόμα συγκινεί τις λαϊκές μάζες.

ΔΕΝ ξέρω αν είναι καλά ή κακά τα ψέματα, αλλά ξέρω ότι με τους Τούρκους μοιάζουμε περισσότερο (ίσως) απ’ όσο θα θέλαμε.

ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΑ συγγενεύουμε περισσότερο με τους Τούρκους, παρά με οποιοδήποτε άλλο βαλκανικό λαό.

ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΜΑΣΤΕ (σχεδόν) με τον ίδιο τρόπο τη φιλία, την τιμή, τη φιλοξενία, τις σχέσεις, την οικογένεια και, βεβαίως, τον έρωτα.

ΔΕΝ είναι, λοιπόν, καθόλου τυχαίο ότι οι Έλληνες βλέπουν τις τουρκικές σειρές ούτε, βέβαια, είναι κακό.

ΔΥΟ φορές έχω επισκεφθεί την Τουρκία και έχω φύγει με τις καλύτερες εντυπώσεις από τη φιλοξενία τους.

ΤΟ κακό είναι ότι τα ελληνικά κανάλια δεν μπορούν να προβάλουν στην Αυστραλία τις τουρκικές σειρές για να τις βλέπουν και οι εδώ…  σειρο-λάτρες.

ΑΥΤΑ για σήμερα να είστε όλοι καλά και αν σας μείνει χρόνος διαβάστε και κανένα βιβλίο συμπάροικου συγγραφέα. Γεια χαρά.