ΚΑΛΗΜΕΡΑ. Αν όλα πάνε… αριστερά, σε τρεις εβδομάδες από σήμερα θα γράφω τη στήλη από την… Αλάσκα!

ΚΑΤΙ μικρολεπτομέρειες μένουν να τακτοποιήσω και θα την «κάνω» κανονικά, προκειμένου να βελτιώσω τις επιδόσεις μου στις πολεμικές τέχνες.

ΣΤΗΝ Αλάσκα (των Ηνωμένων Πολιτειών) με κάλεσε ένας φανατικός (internetικός) αναγνώστης της στήλης και δάσκαλος του καράτε, μετά τα όσα έγραψα την περασμένη βδομάδα.

ΣΤΟ σχετικό email που μου έστειλε, μου γράφει, μεταξύ άλλων, ότι συμμερίζεται τις ανησυχίες μου γιατί είχε πριν χρόνια και αυτός παρόμοιες εμπειρίες, με τους ελληναράδες (και μακεδονομάχους) της Νέας Υόρκης.

ΑΥΤΟΣ ήταν και ο λόγος που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την καπιταλιστική μητρόπολη και να μάθει καράτε, προκειμένου να αισθάνεται πιο ασφαλής.

ΜΠΟΡΩ να σε φιλοξενήσω (μου γράφει) όσο καιρό χρειαστεί να τελειοποιήσεις την πολεμική τέχνη του καράτε, ώστε να μπορείς να υπερασπίσεις τον εαυτό σου από οποιαδήποτε απειλή.

ΣΤΟ θέμα αναφέρθηκα, όχι για να φοβίσω τους… εχθρούς μου, αλλά για να πληροφορήσω τους φίλους μου (που προσφέρθηκαν να βοηθήσουν) ότι δεν χρειάζομαι χρήματα και ότι στη φωτογραφία που δημοσίευσα την περασμένη εβδομάδα δεν ήμουν εγώ, αλλά ένας μακρινός μου ξάδελφος που ζει εδώ και χρόνια στη Νέα Ορλεάνη.

ΑΣ επιστρέψουμε, όμως, στη δική μας… ποιητική πραγματικότητα προκειμένου να ασχοληθούμε με μια σειρά θεμάτων που δεν μπορούν να περιμένουν και, βεβαίως, με τους ποιητές μας, που διαισθανόμενοι ότι τους παραμελώ, έβαλαν πάλι τα δυνατά τους να μου κεντρίσουν το ενδιαφέρον.

ΠΡΙΝ, όμως, ασχοληθώ με τις ποιητικές ευαισθησίες των λογοτεχνών μας, θέλω να μοιραστώ μαζί σας και μια ιδέα που με απασχολεί εδώ και πολύ καιρό.

ΔΕΝ θα σας κρύψω ότι την ιδέα την εμπνεύστηκα, διαβάζοντας τις επιστολές των αναγνωστών και τις ανακοινώσεις των πατριωτικών μας οργανώσεων που, στην προσπάθειά τους, να κρατήσουν ψηλά το εθνικό και θρησκευτικό μας συναίσθημα, καλούν από την πατρίδα όποιον υψηλόβαθμο αξιωματούχο είναι διατεθειμένος να έλθει με έξοδα του χρεοκοπημένου Έθνους.

ΓΙΑ να μη μακρηγορώ, επειδή έχουμε πολλά (και ενδιαφέροντα) να πούμε, διαπραγματεύομαι με τους αρμόδιους αρχιερείς του Αγίου Όρους να φέρω (με δικά μου έξοδα!) την εικόνα του Άξιον Εστί στην Αυστραλία.

ΚΡΙΝΟΝΤΑΣ από τη μεγάλη κοσμοσυρροή, όπου μέχρι σήμερα έχει εμφανιστεί η εικόνα, είμαι βέβαιος ότι κάτι παρόμοιο (αν όχι λαμπρότερο) θα συμβεί και εδώ.

ΑΝ καταφέρω να κλείσω το deal, αυτή θα είναι η μητέρα όλων των επισκέψεων στην Αυστραλία και η δική μου απάντηση στις προκλητικές (και άκρως δαπανηρές) προσκλήσεις των ηγετών μας.

ΑΠΟ το αεροδρόμιο του Tullamarine μέχρι τον πεζόδρομο του Όκλι, σας λέω, θα φτάσει η ουρά των συμπαροίκων για να προσκυνήσουν την εικόνα, αν κρίνω από την κάψα των επιστολογράφων μας σε θέματα πίστης.

ΕΔΩ κατεβαίνουν στο Lonsdale Street οι γριούλες προκειμένου να προσκυνήσουν (και φιλήσουν σταυροκοπούμενες!) τον Άγιο Δημήτριο στη μαρμάρινη πλακέτα που μας χάρισε ο ανεκδιήγητος Πανίκας Ψωμιάδης, δεν θα γίνει χαμός με την εικόνα του Άξιον Εστί;

ΑΣΕ που θα βοηθήσει και μένα να απαλλαγώ από τις κακίες που με διακατέχουν και με σπρώχνουν να τα βάζω (χωρίς αιτία) με όλους. Συνεχίζουμε…

ΛΥΠΑΜΑΙ, αγαπητοί φίλοι, αλλά σήμερα είμαι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένος να τα βάλω (λόγω ποίησης) με δύο τακτικούς συνεργάτες του «Νέου Κόσμου».

ΑΥΤΗ δεν είναι η πρώτη φορά που ασκώ κριτική, από αυτή τη στήλη, σε συναδέλφους (και φίλους), αλλά -πιστέψτε με- δεν γίνεται διαφορετικά, αν θέλεις να διατηρήσεις την αξιοπιστία σου.

ΔΕΝ μπορείς να γράφεις για όλους τους άλλους και να κάνεις ότι δεν βλέπεις τι γίνεται και στο δικό σου σπίτι. Τα του οίκου σου είσαι υποχρεωμένος να βάλεις στη θέση τους πρώτα πριν κριτικάρεις και τους πιο έξω.

ΣΟΚΑΡΙΣΤΗΚΑ σας λέω, διαβάζοντας στον προχθεσινό «Νέο Κόσμο» το ποίημα του ανταποκριτή μας από το Κουίνσλαντ (Γιάννη Καρά) και απογοητεύτηκα από τη «γενική θεώρηση του ποιητικού έργου του Στάθη Ραυτόπουλου» που παρουσιάζει ο συγγραφέας συνεργάτης μας, Κυριάκος Αμανατίδης.
 
ΚΑΙ ενώ ευκολότερα μπορώ να συγχωρήσω το Γιάννη Καρά, δεν μπορώ να κάνω το ίδιο για τον Κυριάκο Αμανατίδη. Και οι λόγοι είναι απλοί: ο μεν Καράς είναι ένας άνθρωπος που διατηρεί (απ’ όσα μπορώ να καταλάβω) χαλαρή σχέση με την ποίηση, ενώ ο Κ. Αμανατίδης παρουσιάζεται ως κριτικός λογοτεχνίας.

ΤΟ ποίημα του Γιάννη Καρά με τίτλο «Μνήμες», αναφέρεται στην 28η Οκτωβρίου και δεν είναι γραμμένο από τον ίδιο, αλλά, από τον πατέρα του (Σοφοκλή) στις αρχές του πολέμου.

ΝΑ πώς έχει η πρώτη στροφή που μου «άναψε τα λαμπάκια»: Η 28η Οκτωβρίου / είναι ημέρα εθνική / να μας ζήσει ο βασιλιάς μας / κι ο μεγάλος Μεταξάς.

ΑΥΤΗ είναι η πρώτη φορά -απ’ ό,τι τουλάχιστον ξέρω- που μπήκε σε αυτή την εφημερίδα ένα προσβλητικό για την ιστορία της ποίημα που να υμνεί το δικτάτορα Μεταξά και το βασιλιά!

ΤΟ πώς κατάφερε το πιο πάνω «ποίημα» (που ας σημειωθεί ότι ο συγγραφέας το απήγγειλε για πρώτη φορά μέσα στο γραφείο του Μεταξά!) να περάσει από τόσα ζευγάρια μάτια και να δημοσιευτεί είναι μια άλλη ιστορία – η οποία βεβαίως και δεν θα αγνοηθεί.

ΠΑΜΕ στον Κ. Αμανατίδη. Πριν παρεξηγηθώ, οφείλω να εξηγηθώ – αν και από πείρα γνωρίζω, ότι την παρεξήγηση δεν θα την αποφύγω. Επειδή, όμως, τα βουνά είναι συνηθισμένα από τα χιόνια και η αλήθεια είναι πιο φίλτατη από τους φίλους, συνεχίζω.

Ο Στάθης Ρυτόπουλος ήταν ένας αξιαγάπητος άνθρωπος που είχε χρυσή καρδιά και μόνο φίλους. Ένας από τους πολλούς του φίλους ήμουν και εγώ και είχα φιλοξενηθεί από τον ίδιο και τη σύζυγό του Κασσιανή και στο σπίτι τους στην Ιθάκη, που όντως άξιζε τη λατρεία τους.

ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ, όμως, έβλεπα και αντιμετώπιζα το Στάθη ως φίλο και διαφορετικά ως ποιητή. Δεν κρύβω ότι δεν βρίσκω τίποτα στην ποίησή του που να με συγκινεί και επιλέγω να το πω στα ίσα παρά να αραδιάζω (ανούσια) λογοτεχνικά παραμύθια.

ΑΠΟ ό,τι φαίνεται, όμως, ο Κυριάκος Αμανατίδης ως ειδικός επί του θέματος έχει άλλα μέτρα και σταθμά αξιολόγησης και «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα», που λέει και η λαϊκή ρήση.

ΤΡΕΙΣ (σχεδόν) μισές σελίδες έχει αφιερώσει μέχρι στιγμής ο Αμανατίδης στη «γενική θεώρηση του ποιητικού έργου» του Στάθη και έπεται συνέχεια…

ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ (και απάντηση δεν βρίσκω) πόσες συνέχειες θα χρειάζονταν, αν για παράδειγμα, παρουσίαζε την ποίηση του Ελύτη, ή του Σεφέρη;

ΑΝ η παρουσίαση του έργου του Στάθη, ενδέχεται να ξεπεράσει σε συνέχειες και το σήριαλ των… Βαλκανικών Πολέμων, πόσες ζωές θα χρειαζόταν ο Κυριάκος να αναφερθεί στο ποιητικό έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη;

ΜΕ το να γράφουμε κατεβατά και ύμνους για συγγενείς, φίλους και γνωστές και δημοσιοσχεσίτικες κριτικές για όλους ούτε την ποίηση βοηθούμε ούτε (πολύ περισσότερο) τους αναγνώστες ούτε, βέβαια, την αξιοπιστία του εντύπου που τα δημοσιεύει.

ΜΠΟΡΕΙ ό,τι γράφουμε να περνά συνήθως απαρατήρητο από τη μεγάλη πλειοψηφία των αναγνωστών, αλλά υπάρχουν και λίγοι που καταλαβαίνουν και κρίνουν ανάλογα και αυτοί είναι τελικά που μετρούν και κάνουν τη διαφορά.

ΤΗ στιγμή, μάλιστα, που η ποίηση του Στάθη «μιλά από μόνη της» το ρίσκο που παίρνει ο κριτικός είναι μεγάλο και η απαξίωση για το τι εννοούμε «ποίηση» παραφυλάει στη γωνία.

ΣΤΟ θέμα αναφέρομαι γιατί -πολύ περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο- με ενδιαφέρει η αξιοπιστία της εφημερίδας. Γιατί σε περίπτωση που πλήττεται η αξιοπιστία της, αυτό έχει επιπτώσεις σε όλους που εργαζόμαστε εδώ και σεβόμαστε την ιστορία της.

ΚΑΙ τα τελευταία χρόνια ο «Νέος Κόσμος» δεν διαβάζεται μόνο από την ελληνική παροικία της Μελβούρνης, αλλά και από χιλιάδες Έλληνες που ζουν στην Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο.

ΕΙΝΑΙ λάθος και δεν βοηθά ούτε την εφημερίδα ούτε τους αναγνώστες της η ισοπέδωση των πάντων. Όπως έχω ξαναγράψει, στόχος της κριτικής δεν είναι να γράφουμε «καλά λόγια» για όλους τους ποιητές και λογοτέχνες.

ΟΙ κριτικοί έχουν υποχρέωση να λένε «τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη» και για έναν επιπρόσθετο λόγο: για να βοηθούν τους αναγνώστες να επιλέγουν το καλό βιβλίο ή κάποια ποιητική συλλογή που αξίζει να διαβαστεί.

ΓΙΑΤΙ, δυστυχώς, πολλά βιβλία (και ποιητικές συλλογές είναι εντελώς για τα…  μπάζα και δεν αξίζουν ούτε το χαρτί που ξοδεύτηκε για να τυπωθούν. Με το να τα σερβίρουμε όλα ως αριστουργήματα κάνουμε κακό και στον ποιητή και στους αναγνώστες.

ΟΙ έπαινοι πρέπει να δίνονται μόνο σε αυτούς που αξίζουν. Οι υπόλοιποι δεν τους δικαιούνται, φίλε Κυριάκο, άσχετα αν είναι συγγενείς, φίλοι και γνωστοί και δεν θέλουμε να τους χαλάσουμε την καρδιά.

ΑΝ δεν έχεις την ψυχική δύναμη να κακοκαρδίσεις γνωστούς και φίλους ποιητές (γιατί θα σου κόψει την καλημέρα η μισή ελληνική παροικία) μη γράφεις τίποτα αντί να γράψεις «πέντε καλές κουβέντες». Δεν είναι μόνο πιο σωστό, αλλά πιο δίκαιο και πιο τίμιο.

ΕΙΝΑΙ προτιμότερο να είναι κανείς σκληρός από το να είναι άδικος. Άσε που η ζημιά της αδικίας είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή της σκληρότητας.

ΣΚΕΨΟΥ μόνο τούτο: τι γνώμη θα σχημάτισαν για το ποιητικό έργο του Στάθη, αλλά και για το «Νέο Κόσμο» που φιλοξενεί τη «θεώρησή σου», οι ποιητές που θα τη διάβασαν στην Ελλάδα και αλλού.

ΕΛΠΙΖΟΝΤΑΣ ότι οι συνέχειες για το έργο του Στάθη δεν θα ξεπεράσουν τις συνέχειες των… Βαλκανικών Πολέμων, αφήνω το θέμα εδώ με το δικαίωμα να επανέλθω αν χρειαστεί. Γεια χαρά.