Με τον Διάβολο τα πάω καλά: και οι δυο αποφεύγουμε το λιβάνι. Μόνο που, όταν δεν τον χρειάζομαι, έρχεται κι ανακατεύεται στα πόδια μου και χώνει την ουρά του εκεί που δεν πρέπει. Αλλά ποτέ δεν μπήκα στον κόπο να μάθω από πού κρατά η ουρά του. Σήμερα το αποφάσισα: θα ξεψαχνίσω το «αμαρτωλό» παρελθόν του, αρχίζοντας από το ίδιο του το όνομα.

Οι γλωσσικές ρίζες του Διαβόλου πάνε πίσω σ’ ένα σύνθετο αρχαίο ελληνικό ρήμα – το «διαβάλλω», που σημαίνει «ρίχνω κάτι δια μέσου κάποιου». Το ρήμα αυτό πήρε και άλλες σημασίες, μία από τις οποίες είναι αυτή του «επιτίθεμαι εναντίον του χαρακτήρα κάποιου». Στον Ηρόδοτο διαβάζουμε: «Ιππίης . . . διαβάλλων τε τους Αθηναίος προς τον Αρταφρένεα» (5.96). Δηλαδή, «ο Ιππίας . . . διέβαλε τους Αθηναίους στον Αρταφέρνη».

Από το «διαβάλλω» έχουμε τη «διαβολή», που σημαίνει «ψευδής κατηγορία, συκοφαντία». Στην απολογία του ο Σωκράτης λέει: «Αναλάβωμεν ουν εξ αρχής, τις η κατηγορία εστίν, εξ ής η εμή διαβολή γέγονεν» (Απολογία 19B). Δηλαδή: «Ας εξετάσουμε λοιπόν από την αρχή, ποια είναι η κατηγορία, από την οποία προέκυψε η ψεύτικη εις βάρος μου συκοφαντία».

ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΧΩΡΙΣ ΟΥΡΑ

Από το «διαβολή» έχουμε το επίθετο «διαβολικός», που σημαίνει «συκοφαντικός», και από το «διαβολικός» έχουμε το «διάβολος», που σημαίνει «συκοφάντης». Ο Αριστοφάνης, αναφερόμενος σε κάποιον Παφλαγόνα δούλο, τον αποκαλεί «πανουργότατον και διαβολώτατον» (Ιππής 45).
Στην ελληνική μετάφραση των «Εβδομήκοντα» (μεταφραστών) της εβραϊκής Π. Διαθήκης απαντά η λέξη «διάβολος», που σημαίνει «εχθρός»: «και εν αυτήι τηι ημέραι ο βασιλεύς Αρταξέρξης εδωρήσατο Εσθηρ όσα υπήρχεν Αμαν τωι διαβόλωι» (Εσθηρ 8:1). Δηλαδή: «Και την ίδια μέρα ο βασιλιάς Αρταξέρξης δώρισε στην Εσθηρ όση περιουσία είχε ο Αμαν ο διάβολος».

Παρατηρούμε ότι η λέξη «διάβολος» είναι αθώα κι ολόγυμνη από μεταφυσική μαυρίλα. Δεν έχει ακόμη δρασκελίσει το κατώφλι της θρησκείας για να πάρει «πρόσωπο πονηρό». Δεν έχει ακόμη αποκτήσει μάνα («στου διαβόλου τη μάνα»), ουρά («βάζει ο διάβολος την ουρά του»), πόδια («σπάει ο διάβολος το ποδάρι του»), ακόμη και συνήγορο («ο Βίτκος είναι συνήγορος, αν όχι φίλος, του διαβόλου») κλπ. Αλλά δεν θα μείνει αθώα για πολύ: θα την αρπάξει ο Ιουδαιο-χριστιανισμός και θα την κάνει κύριο όνομα!

ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΜΕ ΟΥΡΑ

Μπαίνοντας στην Καινή Διαθήκη, συναντούμε τον γοργοπαιχνιδομάτη Διάβολο με πρόσωπο που γυαλίζει από πονηριά! Είναι «πνεύμα του κακού» που σπρώχνει τον άνθρωπο μακριά από τον «δρόμο του Θεού». Ακούμε τον ευαγγελιστή Ματθαίο να λέει: «Τότε ο Ιησούς ανήχθη εις την έρημον υπό του πνεύματος πειρασθήναι υπό του διαβόλου» (4:1). Δηλαδή, «Τότε το Πνεύμα οδήγησε τον Ιησού στην έρημο για να υποβληθεί στους πειρασμούς τού διαβόλου».

Στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, του Γ. Μπαμπινιώτη, υπάρχει ένα ενδιαφέρον σχόλιο, σχετικά με το θέμα μας. Διαβάζουμε:
«Η έννοια του κακού, του άρχοντα των κακών πνευμάτων που ενσαρκώνει ο Διάβολος», έκανε ώστε να χρησιμοποιηθούν περισσότερα ονόματα / χαρακτηρισμοί για να αποδώσουν τις ιδιότητές του. Οι Εβραίοι τον ονόμασαν satan, που σημαίνει «εναντιούμενος, εχθρός» (ενν. του Θεού και του ανθρώπου). Στη μετάφραση της Π. Διαθήκης από τους Εβδομήκοντα, το satan αποδόθηκε ελληνικά ως Σατανάς αλλά και (με ελληνική λέξη) ως διάβολος, δίσημη λέξη που σήμαινε και «εχθρός» [. . .]

»Δοθέντος ότι ο διάβολος είναι και εχθρός του ανθρώπου και εχθρός του Καλού (. . .), αλλά και συκοφάντης του Θεού προς τον άνθρωπο (τον οποίο προσπαθεί να παραπείσει και να οδηγήσει στην αμαρτία μέσω διαφόρων πειρασμών), η λ. διάβολος έγινε κύρια λ. δηλώσεως του «πεπτωκότος» από τον ουρανό και την τάξη των αγγέλων πονηρού πνεύματος. Ο χαρακτηρισμός του ως Πονηρού, δηλώνει ακριβώς ότι αποτελεί το πονηρό πνεύμα, το πνεύμα του κακού.
»Η λ. Βεελζεβούλ, που προφέρθηκε και ως βελζεβούλ(ης), ανάγεται στο σημιτικό Baal-zebub και δήλωνε τον «θεό των μυγών» (πβ. τα ελλην. Μύαγρος ή Ζευς Απόμυος) ή τον «θεό της κόπρου» (κοπρόθεον), ο οποίος ταυτίστηκε με τον άρχοντα των κακών πνευμάτων, τον Σατανά.

»Στην Π.Δ. (Ησαΐας 14,12) αναφέρεται «πώς εξέπεσεν εκ του ουρανού ο εωσφόρος ο πρωί ανατέλλων;». Εωσφόρος, δηλ. φωτοφόρος, ήταν ο διάβολος όσο ήταν και αυτός άγγελος, δηλ. προτού τιμωρηθεί με πτώση από τον ουρανό για την αλαζονεία του να υποκαταστήσει τον Θεό, οπότε κατά τη ρήση του Χριστού (Λουκ. 10, 18) «εθεώρουν τον Σατανάν ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα». Η ήδη ομηρική ελληνική λ. εωσφόρος δηλώνει τον φέροντα την έω (την αυγή, το φως της αυγής), που δεν ήταν άλλη από τον πλανήτη Αφροδίτη, τον γνωστό ως Αυγερινό.

»Ο Σατανάς, λοιπόν, από «φωτοδότης» (εωσφόρος) εξέπεσε σε «άρχοντα του σκότους», με την ονομασία εωσφόρος να δηλώνει την προτέρα του φύση. Η ονομασία δαίμονας από το αρχ. Δαίμων, που, ως μέση λέξη, είχε και καλή σημασία (Θεός) και κακή (πονηρό πνεύμα), προκειμένου περί του Διαβόλου σήμανε το κακό πνεύμα, τον πονηρό [. . .]
»Μολονότι αντίχριστος για την Εκκλησία σημαίνει τον εχθρό της χριστιανικής πίστης και, ειδικότερα, το μοιραίο πρόσωπο που θα αποτελέσει την έσχατη ύβριν προς τον Θεό πριν από τη συντέλεια του κόσμου, οπότε ο Χριστός θα παραδώσει τον αντίχριστό στη γέεννα του πυρός, εντούτοις στην κοινή αντίληψη (και γλώσσα) το αντίχριστος ως «εναντίος του Χριστού» καθιερώθηκε να δηλώνει τον διάβολο».

ΕΥΛΟΓΕΣ ΑΠΟΡΙΕΣ

Διάβολε, τι δουλειά έχει ένας διάβολος με ουρά και κέρατα να σεργιανίζει ανενόχλητος στο πάνσοφο κεφάλι ενός παντοδύναμου Θεού; Πώς γίνεται ένας πανάγαθος και φιλάνθρωπος Θεός να φτιάχνει έναν πανούργο διάβολο, μόνο και μόνο για να κρατά ζεστή την πίσσα στα καζάνια της Κόλασης;
Για να λύσει κανείς τις απορίες αυτές χρειάζεται να είναι «διαβόλου κάλτσα». Εγώ δεν μπορώ. Έχω τρύπιες «κάλτσες» και φτέρνες εκτεθειμένες!