Το σημερινό άρθρο είναι «ντυμένο» με ελαφρούτσικο γλωσσικο-φιλοσοφικό ντύμα. Έχει να κάνει, κυρίως, με τη λέξη «λόγος», απ’ όπου έχουμε τον «σπερμολόγο» (φλύαρο: χαρακτηρισμό που οι Αθηναίοι φιλόσοφοι «κόλλησαν» στον Απόστολο Παύλο) και τον «θεολόγο». Θεωρώ ότι «σπερμολογία» και «θεολογία» είναι οι δύο όψεις της ιδίας γλαύκας, δεδομένου ότι ο θεολόγος, θεολογώντας περί προσωπικού ανθρωπόμορφου «εν ουρανοίς» Θεού, παράγει άφθονη κενολογία και ελάχιστη καινολογία.

Όλα έχουν ξεκινήσει από το πανάρχαιο, μεστό και εύηχο ρήμα «λέγω». Στον Όμηρο το συναντούμε με τη σημασία τού «μαζεύω». Ο Αχιλλέας, μετά το κάψιμο του πτώματος του Πάτροκλου, λέει στον Αγαμέμνονα και στους άλλους Αχαιούς: «Πρώτον μεν κατά πυρκαϊήν σβέσατ’ αίθοπι οίνωι / πάσαν, οπόσσον επέσχε πυρός μένος. Αυτάρ, έπειτα / οστέα Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο λέγωμεν» (Ιλιάδα 23.237-9). Δηλαδή: «Πριν απ’ όλα σβήστε καλά τη φωτιά με μαύρο κρασί, / όλη, μέχρι εκεί που απλώθηκε η μανία της φλόγας. Κι ύστερα / να μαζέψουμε τα κόκκαλα του Πάτροκλου, του γιου του Μενοίτιου».

Εδώ το «οστέα λέγωμεν» (να μαζέψουμε τα κόκκαλα) είναι το ίδιο με το «οστέα συλλέγωμεν» (όλοι μαζί να μαζέψουμε τα κόκκαλα). Άλλωστε, ο αόριστος ετούτου εδώ του ρήματος «λέγω» δεν είναι «έλεξα» ή «είπον», αλλά «συνέλεξα». Ακόμη και σήμερα μιλάμε για «συλλέγω» και «συλλογή», για «επιλέγω» και «επιλογή» με την ομηρική σημασία των λέξεων. Όμως άλλο πράγμα ο «σύλλογος», άλλο ο «επίλογος». Άλλο ο «κατάλογος», άλλο ο «διάλογος». Και η διάκριση αυτή μας φέρνει στο «λέγω» με τη σημασία τού «ομιλώ».

ΛΕΓΩ – ΟΜΙΛΩ

Στον Όμηρο το ρήμα «λέγω» δεν απαντά μόνο με τη σημασία τού «μαζεύω» (και του «μετρώ»), αλλά και με αυτή του «ομιλώ». Ο Αλκίνοος (βασιλιάς των Φαιάκων) λέει στον Οδυσσέα: «Νυξ δ’ ήδε μάλα μακρή, αθέσφατος. Ουδέ πω ώρη / εύδειν εν μεγάρωι. Συ δε μοι λέγε θέσκελα έργα» (Οδύσσεια 11.373-4). Δηλαδή: «Η νύχτα είναι πολύ μεγάλη, ατέλειωτη. Δεν είναι ακόμη ώρα / να κοιμηθούμε μέσα στα ανάκτορα. Λέγε μου, λοιπόν, τα παράδοξα κατορθώματά σου».
Τα παράγωγα ετούτου εδώ του «λέγω» είναι πολλά κι ενδιαφέροντα. Ιδού μερικά γνωστά: «λέξη», «λέσχη», «λεκτικό», «λεξικό». Και μερικά λιγότερο γνωστά: «λεκτέο» «αναντίλεκτο», «μυριόλεκτο». Από το «ερρήθην» και «είρημαι» (1ος παθ. αόριστος και μ. παρακείμενος, αντίστοιχα) έχουμε τα παράγωγα: «ρήμα», «ρήτρα», «ρήτορας», «ρήση», «αντίρρηση», «ρητό», «άρρητο», «απόρρητο», ακόμη και την «ειρήνη»! Περιττό να πούμε ότι από το «λέγω» έχουμε το «λόγος».

«ΛΟΓΟΣ ΗΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟΝ»

Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, προσπαθώντας να φιλοσοφήσει, αρχίζει το κείμενό του με τρεις δηλώσεις στη φράση: «Εν αρχή ην ο λόγος, και ο λόγος ην προς τον θεόν, και θεός ην ο λόγος» (1:1). Δηλαδή: «Στην αρχή ήταν ο λόγος, και ο λόγος ήταν πλάι στον θεό, και ο λόγος ήταν θεός».

Επειδή ο Ιωάννης δεν ήταν συστηματικός φιλόσοφος, εδώ η σκέψη του είναι θολή: δεν ξεκαθαρίζει αν «λόγος» και «θεός» είναι το ίδιο πράγμα ή αν είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Ωστόσο, η δεύτερη δήλωσή του «και ο λόγος ην προς τον θεόν» δείχνει καθαρά τον Θεό να έχει πλάι του τον λόγο. Ιδού μερικά παραδείγματα χρήσης της πρόθεσης «προς» (με αιτιατική και το ρήμα «ειμί»), παρμένα από την Καινή Διαθήκη:
α) «και αι αδελφαί αυτού ουχί πάσαι προς ημάς εισίν;» (Ματθαίος 13:56), δηλ. «και οι αδερφές του (Ιησού) δεν είναι όλες κοντά μας;». β) «Ω γενεά άπιστος, έως πότε προς υμάς έσομαι;» (Μάρκος 9:19), δηλ. «Ω γενιά άπιστη, ως πότε θα είμαι κοντά σας;». γ) «και γαρ ότε ήμεν προς υμάς» (Προς Θεσσαλονικείς Β 3:4), δηλ. «και όταν βρισκόμασταν κοντά σας».

Από τα ως άνω παραδείγματα, είναι πασιφανές ότι η δήλωση του Ιωάννη «και ο λόγος ην προς τον θεόν» δηλώνει ξεκάθαρα ότι «λόγος» και «θεός» είναι δύο ξεχωριστά (αριθμητικά, τουλάχιστον) πράγματα. Από την άλλη έχουμε την πρώτη δήλωση «εν αρχή ην ο λόγος», που δηλώνει ότι στην αρχή υπήρχε μόνο ο λόγος και τίποτε άλλο, ενώ η τρίτη δήλωση «και θεός ην ο λόγος» δηλώνει ταύτιση «θεού» και «λόγου»! Τούτο το τελευταίο θυμίζει –τι άλλο;– αρχαία ελληνική κοσμοαντίληψη.

Ο ΗΡΑΚΛΕΙΤΕΙΟΣ ΛΟΓΟΣ

Οι εραστές της προσωκρατικής φυσικής φιλοσοφίας γνωρίζουν ότι ο Ηράκλειτος (540-480 π.Χ.) χρησιμοποίησε τη λέξη «λόγος» όχι με τη σημασία της «ομιλίας», αλλά με τη σημασία τού «λογικού» ή «αναλογικού». Ο Ηρακλείτειος «Λόγος» μπορεί να ταυτιστεί με το «θείο» (κάτι που αδέξια επιχείρησε να κάνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, όπως είδαμε πιο πάνω).

Κι ενώ ο Ηρακλείτειος «Λόγος» (όπως και ο «Νους» του Αναξαγόρα ή το «Άπειρο» του Αναξίμανδρου) μπορεί να εκληφθεί ως «θεός», δεν μπορεί, ωστόσο, να εκληφθεί ως «θεός-δημιουργός». Για τους Έλληνες προσωκρατικούς φυσιολόγους, ο αισθητός κόσμος δεν δημιουργήθηκε ποτέ «εκ του μηδενός» –και από κανέναν: είναι άκτιστος, άχρονος, αέναος («αείρροος»). Το ίδιο ισχύει και για τον νόμο της αλλαγής, που ενώ αλλάζει τα πάντα, ο ίδιος παραμένει σταθερός.
Τέλος, αν κάποιος θεός δημιούργησε το σύμπαν, τότε οφείλουμε ν’ απαντήσουμε στο εύλογο ερώτημα «ποιος δημιούργησε τον θεό;». Η απάντηση «ο θεός είναι αδημιούργητος» δεν λέει τίποτε, διότι η ύπαρξη θεού-δημιουργού πρέπει πρώτα ν’ αποδειχθεί φιλοσοφικά, πράγμα αδύνατο. Φυσικά, τα πράγματα εντός κόσμου (άνθρωποι, ζώα, φυτά κλπ), ως «φυόμενα» και «εξελισσόμενα», έχουν αρχή και τέλος, αλλά ο ίδιος ο κόσμος δεν είναι λογικά αναγκαίο να έχει αρχή και τέλος. Κατάληξη: Δεν ελπίζω για να μη βρεθώ απελπισμένος…